Κλείσε τα μάτια. Φέρε στο νου σου όλα αυτά τα άψυχα αντικείμενα τα οποία χωρούν σε μια ψάθινη τσάντα, χωρητικότητας «πλατφόρμα φρέζας» και είναι conditiones sine quibus non για μια…

Γιου Νέσμπε: Όσλο – Εκδρομές – Ναρκωτικά

Κλείσε τα μάτια.

Φέρε στο νου σου όλα αυτά τα άψυχα αντικείμενα τα οποία χωρούν σε μια ψάθινη τσάντα, χωρητικότητας «πλατφόρμα φρέζας» και είναι conditiones sine quibus non για μια ημέρα στην παραλία. Πετσέτα, αντηλιακό, τσεκ. Ρακέτες; Έστω. Τάπερ με σταφύλια; Άντε. Powerbank; Δεν έχει σήμα εκεί που θα πας, οπότε παράτα το. Είμαστε έτοιμοι; Όχι. Μένει κάτι τελευταίο. Ένα βιβλίο. Μαλακό εξώφυλλο, διαστάσεις 21×14, όχι Ρώσος κλασικός / Τζέιν Ώστεν, όχι non-fiction. Επίσης, μιας και είσαι αναγνωσταράς του Σκρα-Punk, δεν φαντάζομαι το βιβλίο στη φαντασιακή σου εικόνα να είναι το επόμενο χιτάκι της Τζέσικα Μπαόρδα-Προβολόνε με εξώφυλλο χρώματος τιρκουάζ, που απεικονίζει μια κοπέλα να πλέκει τα μαλλιά της θλιμμένη μπροστά σε έναν καθρέφτη, από το παράθυρό της να φαίνεται η Σμύρνη να φλέγεται, ε;

Για να μην τα πολυλογώ, φέτος το καλοκαίρι θα διαβάσεις τις ιστορίες του Χάρι Χόλε, δια χειρός Γιου Νέσμπε.

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΝΕΣΜΠΕ, σε ακούω να ρωτάς. Γιατί δεν έχεις λεφτά αναγνωσταρά μου. Γι’αυτό. Αντί λοιπόν να ανάβεις το ερκοντίσιον στους -18° Κελσίου νυχθημερόν και ο εκκαθαριστικός να σου έρθει τετραψήφιος, πάρε και διάβασε οποιοδήποτε από τα 11 καθηλωτικά μυθιστορήματα του Γιου Νέσμπε με ήρωα τον σκληρό Επιθεωρητή Χόλε, 8 από τα οποία διαδραματίζονται στο παγωμένο Όσλο και το γράψιμο είναι τόσο καλό και οι χαρακτήρες τόσο εθιστικοί, που κάθε φορά που ένας χαρακτήρας θα βγαίνει από τα γραφεία της Αστυνομίας ή από το διαμέρισμα στη Σοφίεγκατε θα ψάχνετε να κουμπώσετε κάποιο αόρατο μπουφάν που δεν φοράτε. ΑΦΟΥ ΘΑ ΠΑΩ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΡΕ, ΤΙ ΕΡΚΟΝΤΙΣΙΟΝ ΚΑΙ ΜΠΟΥΦΑΝ ΜΟΥ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΣ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΜΠΑΝΙΟ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΓΙΑ ΠΟΤΑΚΙΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ –έλα, σταμάτα, και λεφτά να είχες, πάλι δεν θα πήγαινες πραγματικά διακοπές, γιατί δεν έχεις φίλους. Όποτε είτε πας στο εξοχικό σου στην Άνω Καμήλα Σερρών με τη θεία Νίτσα είτε τη δεις Τσίου και τη βγάλεις δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα, το ίδιο και το αυτό για μένα.

ΠΟΙΟ ΑΠΟ ΟΛΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ, ρωτάς. Μην είσαι γύφτος και πάρεις το φτηνότερο πάντως, όλα φτηνά είναι πλέον, κυκλοφορούν σε έκδοση τσέπης.

– Κύριε Σταματίνη, ήταν γκρίζα διαφήμιση;

-Ο ορισμός της γκρίζας διαφήμισης, κυρία μου.

Ωστόσο το ερώτημά σου δεν είναι δίχως βάση, αναγνωσταρά. Παρά τον γενικό ντόρο, τα εκατομμύρια των αντιτύπων παγκοσμίως, τα διεθνή βραβεία τις 2 ταινίες ­–ο Κυνηγός Κεφαλών του 2011 ήταν η πρώτη, ενώ ο Χιονάνθρωπος έρχεται στις αίθουσες τον Οκτώβριο· τον Χόλε ενσαρκώνει ο Φασμπέντερ ενώ τα ηνία της παραγωγής είναι στα άγια χέρια του Μάρτιν του Σκορσέζε–, ο Νέσμπε δεν έχει ξεφύγει, στα μάτια του mainstream ελληνικού κοινού, από το ρεύμα του «ένας ακόμα Σκανδιναβός συγγραφέας αστυνομικών».

 

Ο Μίκαελ Φάσμπεντερ, ως Επιθεωρητής Χάρι Χόλε.

 

Πρέπει ωστόσο να ειπωθούν δύο (2) αλήθειες: Πρώτον, ο Νέσμπε δεν είναι ένας ακόμα συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και εσύ δεν είσαι τυπικό παράδειγμα του mainstream ελληνικού αναγνωστικού κοινού.

Σταματίνης: *sighs*

Ο τίτλος του άρθρου δεν είναι ένα ανόητο λογοπαίγνιο. (Αλήθεια, στο υπόσχομαι.) Είναι, στο περίπου, τα τρία επίπεδα στα οποία κινείται ο κεντρικός χαρακτήρας.

Ξεκινώντας από τη μέση του τριπτύχου, τις ΕΚΔΡΟΜΕΣ, επειδή μπορούμε (Τριανταφύλλου: Tι είν’ τούτος μωρέ;), στο λογοτεχνικό ντεμπούτο και των δυο, τη Νυχτερίδα, ο Χόλε ταξιδεύει στην Αυστραλία για να βοηθήσει την τοπική αστυνομία στην εξιχνίαση του φόνου μιας Νορβηγίδας υπηκόου που εργαζόταν στη χώρα. Εκεί συγκρούεται με τον αυτοκαταστροφικό εαυτό του –αλκοολικός γαρ, γιατί σκληροτράχηλος μπάτσος–, τον έρωτα και το αμαρτωλό παρελθόν ενός έθνους του οποίου τα εγκλήματα συγχωρέθηκαν από την Ιστορία, αλλά δεν ξεχάστηκαν ποτέ από τα θύματα. Το επόμενο βιβλίο του, οι Κατσαρίδες, εκτυλίσσεται στην Ταϊλάνδη –εξωτικότερο σαφώς της Αυστραλίας. Η θεματική αγγίζει πιο ευαίσθητα θέματα, όπως την παιδοφιλία ως ασθένεια και à propos είναι το πιο αδύναμο από τα βιβλία. Στο τρίτο μυθιστόρημα, τον Κοκκινολαίμη, το πάει ακόμα πιο μακριά, και «ταξιδεύει» τον αναγνώστη στον χρόνο, αφηγούμενος παράλληλα το κυνήγι ενός σίριαλ κίλερ στο Όσλο του σήμερα και ένα μυστήριο εξαφάνισης στα χαρακώματα των Νορβηγών δωσίλογων στρατολογημένων από τα SS, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια των ιστοριών του, ταξιδεύει στη Γερμανία (Κοκκινολαίμης), τη Βραζιλία (Νέμεσις), το Κονγκό (Λεοπάρδαλη) και το Χονγκ Κονγκ. Ο ίδιος ο συγγραφέας πάσχει από βαριάς μορφής #Wanderlust –όπως και οι περισσότεροι φίλοι μου στο φέισμπουκ, αν κρίνω από το συγκεκριμένο χάσταγκ που χρησιμοποιούν αρειμανίως σε φωτογραφίες που τους απεικονίζουν εκτός του ν. Αττικής. Σε συνδυασμό λοιπόν με το αδιαμφισβήτητο λογοτεχνικό του ταλέντο, αποτυπώνει εν πολλοίς πρωτογενείς εμπειρίες και εντυπώσεις στα βιβλία όπου ο Χόλε παίζει εκτός έδρας, κάνοντας πιο πλούσια την αφήγηση σε ηθογραφικά στοιχεία.

 

Το Πάρκο Φόγκνερ, υπαρκτή τοποθεσία και θέατρο ενός εξαιρετικά φρικτού φόνου στη Λεοπάρδαλη.

 

Το ΟΣΛΟ είναι, duh, ο χώρος στον οποίο κυκλοφορεί περισσότερο ο Χόλε. Εξιχνιάζει δολοφονίες, βλέπει ανθρώπους που αγαπά –με το δικό του, απολαυστικά(;) δυσλειτουργικό τρόπο– να βασανίζονται και να πεθαίνουν (κυρίως να πεθαίνουν όμως). Ο Χόλε, όπως τον γνωρίζουμε στη Νυχτερίδα– είναι το ψυχολογικό ράκος-προϊόν ενός φρικτού τροχαίου ατυχήματος που είχε ως θύμα τον τότε συνεργάτη του. Γενικά, ο Τζωρτζ ο Μάρτιν θα είχε πολλά να πει με τον Νέσμπε. Το αστικό τοπίο, απόλυτα οικείο στον συγγραφέα, μέσω της άμεσης περιγραφής των διαδρομών γίνεται εξίσου οικείο και στον αναγνώστη. Η απόλυτα ισοπεδωτική, κυνική, λαθροσκοπική οπτική του Χόλε προς την «ευτυχισμένη άγνοια της καθημερινότητας των άλλων» γίνεται το όχημα για να νιώσει εξοικειωμένος ο αναγνώστης με μια ανοίκεια πόλη. Μια κατά τα φαινόμενα σύγχρονη, τακτοποιημένη πόλη, άξια πρωτεύουσα μιας χώρας με τους φυσικούς τής πόρους σε αφθονία, με γυαλιστερά golden boys να διευθύνουν την ιδιωτική οικονομία, την αστυνομία και να πρωτοστατούν στην πολιτική ζωή. Πατώντας τα όρια του να βγω offside και να καρατομηθώ τελετουργικά, κάνοντας σπόιλερ, θα πω μόνον αυτό: ένα από τα κλειδιά των μυστηρίων του Γιου Νέσμπε είναι αυτά τα λαμπρά τέκνα του Νορβηγικού Έθνους, τα «εξώφυλλα», τα αξιοθαύμαστα και επιτυχημένα για τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, πρόσωπα. Συνήθως αυτών η σκοτεινή πλευρά βγαίνει στην επιφάνεια ως το Κακό.

 

Το εστιατόριο «του Σρέντερ», στέκι του Χάρι Χόλε στα βιβλία, είναι υπαρκτό μέρος στο Όσλο.

 

Πριν περάσουμε στα ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, μια παρέκβαση. Ο Νέσμπε είναι λάτρης της Ιστορίας. Η Νυχτερίδα πραγματεύεται τον εκτοπισμό των Αβορίγινων, οι συνέπειες του οποίου οπλίζουν το χέρι του δολοφόνου, οι Κατσαρίδες προσεγγίζουν τα ερείπια της σύγκρουσης της δυτικής επιρροής με τους πολιτισμούς της ΝΑ Ασίας, ο μισός Κοκκινολαίμης ασχολείται με τους δωσίλογους Νορβηγούς και την άνοδο του νεοναζισμού (το κουκούλωμα των κακώς κειμένων ήταν στη πραγματικότητα γλυκιά θαλπωρή για τον επωασμό του αυγού του φιδιού), ο Λυτρωτής έχει πολλές αναφορές στον Εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας και τέλος η χιονοστιβάδα της πλοκής του Φαντομά, με το εμπόριο σκληρών ναρκωτικών στο κέντρο του Όσλο βρίσκει την απαρχή της στη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Βρίσκει δημιουργικές παραλλήλους και συνδέει πανέξυπνα τα Χρυσά Παιδιά της σύγχρονης Νορβηγίας με τα προβλήματα του παρελθόντος, αναδεικνύοντας έτσι την σημασία του παρελθόντος ως ένα φάντασμα που στοιχειώνει τη κοινωνία και δεν μπορεί να κρυφτεί πια κάτω από το χαλί της οικονομικής ευμάρειας και την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Οι νικητές μπορεί να γράφουν της ιστορία, όμως οι ηττημένοι είναι αυτοί που γράφουν τα επόμενα κεφάλαια με τον δικό τους, εφιαλτικό τρόπο. Η υπογραφή μπαίνει όμως από τους ανήμπορους νικητές, σε ένα κείμενο το οποίο δεν έχουν εν τέλει λόγο.

 

Το Αρχηγείο της Αστυνομίας του Όσλο.

 

Ο Χάρι Χόλε όμως είναι ένας γνήσιος αντισυμβατικός αστυνόμος. Δεν μπορεί να μην είναι αλκοολικός, να μην έχει δοκιμάσει όλα τα ναρκωτικά. Το υπόβαθρό του μπορεί να μην είναι πρωτότυπο –αυτό όμως είναι και το νόημα με τα μοτίβα στα λογοτεχνικά είδη, η προσέγγιση γνωστών αφηγηματικών και ψυχογραφικών ατραπών και η ανάπτυξή τους περαιτέρω–, ωστόσο δεν γίνεται να μην συμπαθήσεις τον προβληματικό Επιθεωρητή. Ο εξανθρωπισμός του από τον συγγραφέα είναι μοναδικός. Είναι απείθαρχος και ριψοκίνδυνος, αλλά προσπαθεί έντιμα να φροντίζει και να προστατεύει τους οικείους του, τον πατέρα του, την αδερφή του η οποία πάσχει από σύνδρομο Ντάουν, την Ράκελ, η οποία είναι η γυναίκα της ζωής του, αλλά όχι η μόνη, και τον γιό της τον Όλεγκ. Προσπαθεί, αποτυγχάνει, τιμωρεί τον εαυτό του. Αυτός ο κύκλος είναι τόσο φαύλος, όσο και ειλικρινής. Έχει επίγνωση ότι τα μαύρα σκυλιά είναι εκεί κάτω στα σωθικά του και δεν θα φύγουν ποτέ. Ωστόσο, προσπαθεί διαρκώς να κάνει ένα και μόνο πράγμα, αυτό που ο Bukowski έλεγε ότι είναι υψίστης σημασίας: να περπατά μέσα στη φωτιά. Δεν καταφέρνει πάντα να το κάνει καλά. Αλλά, όπως στον Λυτρωτή, είπε ενώπιον Θεού, σε μια ρημαγμένη εκκλησία, μπροστά σε μια γριά γυναίκα, όταν τον ρώτησε σε τι πιστεύει:

Πιστεύω στην επόμενη υπόσχεση […]. Μπορεί κανείς να τηρήσει μια υπόσχεση, έστω κι αν έχει αθετήσει την προηγούμενη. Πιστεύω σε μια καινούργια αρχή. Ίσως δεν το έχω πει ποτέ, αλλά αυτός είναι ο λόγος που κάνω αυτή τη δουλειά.

Και η δουλειά του Χόλε είναι η ζωή του.