Αγαπητοί τρομολάγνοι και χοροροφάνς, καλή χρονιά και καλωσήρθατε στο νέο άρθρο του Horrorscope, το πρώτο για το 2018. Καιρό έχουμε να τα πούμε, και αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο υποφαινόμενος. Είπα ότι με την ολοκλήρωση του καινούργιου μου μυθιστορήματος τον Δεκέμβρη, θα έπιανα με τη μια το Horrorscope… Έλα όμως που εμφανίστηκαν από το πουθενά και χωρίς καμία προειδοποίηση τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Το πληκτρολόγιο πήγε στην άκρη και το μυαλό έπεσε σε χειμερία νάρκη (λόγω κουραμπιέδων και λοιπών χριστουγεννιάτικων λιχουδιών)
Τώρα όμως που όπως φαίνεται χωνέψαμε επιτέλους βασιλόπιτες και μελομακάρονα, είναι ώρα για επιστροφή στην κανονικότητα.
Το άρθρο σήμερα δεν έχει βιβλιοπροτάσεις και εμβάθυνση σε κάποιο υποείδος του Τρόμου. Σήμερα θα σας πάω στο μακρινό παρελθόν και την αρχαία Ελλάδα, και μαζί θα διορθώσουμε μια μεγάλη αδικία και ένα τεράστιο ψέμα που επιβιώνει ακόμα ως τις ημέρες μας.
Ας μιλήσουμε για το αγαπημένο τρομο-αρχέτυπο της στήλης, τα φαντάσματα.
Μια από τις πιο συνηθισμένες εικόνες που έχουμε για την εν λόγω μορφή, πέρα από το σεντόνι με τις τρύπες για μάτια ή τον Κάσπερ (που δεν μοιάζει με σεντόνι αλλά φουσκωμένη μαξιλαροθήκη) είναι τα σάβανα και οι αλυσίδες που τρίζουν. Η εικόνα μοιάζει σηκωμένη αυτούσια από το διάσημο έργο του Τσαρλς Ντίκενς, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», στην οποία ένας συρφετός από φαντάσματα επισκέπτονται τον σπαγκοραμμένο και γρουσούζη Εμπενίζερ Σκρουτζ τη νύχτα πριν τα Χριστούγεννα για να τον προειδοποιήσουν και να τον κάνουν να αλλάξει τους τρόπους του προτού καταδικαστεί στην αιώνια κόλαση. Ευχάριστες, τυπικές στιγμές Χριστουγεννιάτικης θαλπωρής.
Πριν του την πέσουν τα φαντάσματα των Χριστουγέννων (περασμένων, τωρινών και μελλοντικών) τον Εμπενίζερ επισκέπτεται το πνεύμα του Μάρλεϊ. Ο πρώην συνεργάτης και νυν μακαρίτης είναι εκείνος που προαγγέλλει τον ερχομό των εν λόγω φαντασμάτων. Ο Μάρλεϊ είναι δεμένος με αλυσίδες οι οποίες συμβολίζουν τις αμαρτίες που κουβαλάει στη μεταθανάτια ύπαρξή του. Είναι ίσως η πιο διάσημη εικόνα της ιστορίας, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί σε ένα σωρό έργα μέχρι σήμερα, σε σημείο η χρήση της να θεωρείται αγγλισμός ή κλισέ. Κλισέ είναι μετά βεβαιότητας, αν και όχι από εκείνα τα κλισέ που σε πετάνε από την ιστορία. Το να θεωρείται αγγλισμός όμως… Αυτή την ‘κατηγορία’ θα καταρρίψουμε ευθύς αμέσως.
Ξεκινάμε από την αρχαία Ρώμη, σχεδόν δυο χιλιετίες πριν πατήσει σε τούτη τη Γη ο Τσαρλς Ντίκενς. Εκεί γύρω στον 1ο αιώνα μ.Χ. ζούσε ο Γάιος Πλίνιος Καικίλιος ο Δεύτερος, πιο γνωστός και ως Πλίνιος ο Νεότερος.
Εκτός από ένα σκασμό ονόματα, ο Πλίνιος Β’ είχε και άλλα τόσα επαγγέλματα. Δικηγόρος και δικαστής στην αρχαία Ρώμη, αλλά και έπαρχος, ποιητής, συγγραφέας, στρατιωτικός, ρήτορας, συγκλητικός, ιστορικός, άνοιγε και δικό του φύλλο για στριφτόπιτα άμα λάχει.
Ο εν λόγω πολυπράγμων κύριος λοιπόν, σε μια από τις άπειρες επιστολές του, περιγράφει την αρχαιότερη τυπική ιστορία φαντασμάτων που έχει φτάσει ως τις ημέρες μας και όπως πολλά από τα σημαντικότερα πράγματα σε αυτό τον κόσμο (δημοκρατία, φιλοσοφία, λαχανοντολμάδες) έχει αρχαιοελληνική προέλευση.
Η επιστολή του Πλινίου υπάρχει μεταφρασμένη στα Αγγλικά στο τέλος του άρθρου, αλλά επιτρέψτε μου να σας την διηγηθώ εγώ, έτσι για να τηρήσουμε την παράδοση των αρχαίων ημών προγόνων που διηγούνταν τις ιστορίες ο κάθε αφηγητής με τον δικό του τρόπο. Σας ορκίζομαι πως ό,τι γράφω παρακάτω προέρχεται απαράλλαχτο από το αρχικό κείμενο του αρχαίου πολυμήχανου Πλινίου.
Στην αρχαία Αθήνα λοιπόν υπήρχε μια μεγάλη έπαυλη την οποία συνόδευε μια ιδιαίτερα δυσοίωνη φήμη. Κάθονταν λοιπόν οι αρχαίοι στο ταβερνάκι και έλεγαν μεταξύ ρετσίνας και ελιάς πως αν περνούσες από τη συγκεκριμένη έπαυλη κατά τη διάρκεια της νύχτας, μπορούσες να ακούσεις το σύρσιμο και την κλαγγή αλυσίδων, αρχικά από μακριά και όσο περνούσε η ώρα όλο και πιο κοντά, μέχρις ότου μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα εμφανιζόταν η φασματική μορφή ενός σαβανωμένου αρρωστιάρη γέρου δεμένου με αλυσίδες που τις ανέμιζε εδώ κι εκεί, για να τρομάζει τους ένοικους και όποιον τύχαινε να περάσει από εκεί κοντά.
Α ναι, σωστά να σημειωθεί ότι το μέρος έχει και ενοίκους.
Ακόμα και στο φως της ημέρας, η δυσάρεστη αίσθηση παρέμενε ισχυρή γύρω από το μέρος. Οι ένοικοι λοιπόν αρχικά δυσκολεύονταν να κοιμηθούν από τον σαματά (εγώ θα έβαζα φωτιά στο σπίτι και θα το έβαζα στα πόδια, μάλλον θα άνηκαν στους στωικούς, δεν εξηγείται αλλιώς αυτή η απάθεια) σε ένα σημείο αρρώστησαν και στο τέλος πέθαναν. Hardcore τα αρχαιοελληνικά φαντάσματα.
Τέλος πάντων, η έπαυλη έμεινε κατά συνέπεια στο φάντασμα που μπορούσε να ανεμίζει τις αλυσίδες του με την ησυχία του και χωρίς ζωντανούς να του χαλάνε την πιάτσα. Επειδή όμως, καλά και σεβαστά τα στοιχειώματα όμως να βγάλουμε και κάνα φράγκο ρε παιδιά, οι υπεύθυνοι της περιοχής αποφάσισαν να το νοικιάσουν έναντι πενιχρού αντιτίμου σε όποιον κακομοίρη τύχαινε να μην γνωρίζει για τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα του σπιτιού και έψαχνε στέγη.
Εκείνο τον καιρό λοιπόν εμφανίζεται ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος στην πόλη. Τυπικός φιλόσοφος ο φίλος μας (μετάφραση: άφραγκος) δεν εμφανίστηκε με πινακίδα που να λέει «Άνθρωπον ζητώ» αλλά κάτι στο στυλ «ένα δυαράκι αν σας βρίσκεται, ρε παιδιά, με ζεστό νερό κατά προτίμηση». Πέφτει λοιπόν το μάτι του στη διαφήμιση και αφού γουρλώνει με την απίστευτη τιμή του ενοικίου –αφού με τα λεφτά που ζητούσαν, όχι έπαυλη, ούτε γάιδαρο δεν νοίκιαζες– ψάχνει να μάθει για ποιο λόγο είναι τόσο φθηνό. Αφού τον διαβεβαιώνουν ότι δεν έχουν πρόβλημα τα λούκια, ούτε έχει εμφανίσει μούχλα στα ταβάνια, απλά είναι στοιχειωμένο από ένα οργισμένο πνεύμα που αρρωσταίνει ως θανάτου τους ενοίκους, ο φιλόσοφος ψήνεται να το νοικιάσει, όπως και πράττει.
Από το πρώτο κιόλας βράδυ, ο Αθηνόδωρος σέβεται τις συμβάσεις του είδους του τρόμου και αποφασίζει να ξενυχτήσει δουλεύοντας, έχοντας νωρίτερα ζητήσει να τοποθετηθεί ένα γραφείο στο μπροστά μέρος του σπιτιού –εκεί που εμφανίζεται συνήθως ο αλυσοδεμένος– όπου και απλώνει χαρτιά, βιβλία, πένες από φτερά πετεινού, μπορείτε άνετα να φανταστείτε το ντεκόρ. Στέλνει τους υπηρέτες στα άνωθεν διαμερίσματα του σπιτιού και μένει μόνος του υπό το φως του κεριού να δουλέψει.
Το πρώτο κομμάτι της νύχτας περνάει χαλαρά, και σίγουρα όσο δουλεύει και πίνει και τη ρετσίνα του θα σκέφτεται τι καλά που τους την έφερε και τσίμπησε φίνα μεζονέτα με φραγκοδίφραγκα. Οπότε όπως φαντάζεστε, εκείνη την ώρα ακούγονται οι αλυσίδες από την άλλη πλευρά της πόρτας.
Ο Αθηνόδωρος, όμως, βράχος. Δεν δίνει σημασία στο σαματά, παρά μόνο συνεχίζει να γράφει. Αφού λοιπόν δεν υπήρξε αποτέλεσμα μόνο με το θόρυβο, να σου ο γέρος με τα σάβανα που εμφανίζεται φάντης μπαστούνι μπροστά στον Αθηνόδωρο.
Ο οποίος δεν σηκώνει καν το κεφάλι του για να τον κοιτάξει. Φιλόσοφοι – φαντάσματα 1-0
Αφού τρώει το πρώτο γκολάκι το φάντασμα, και βλέπει τον φιλόσοφο όχι απλά να μην αλλάζει τριανταεφτά χρώματα και σώβρακο, αλλά ούτε καν να του χαρίζει ένα βλέμμα, σηκώνει το σαφρακιασμένο χέρι με τα γαμψά νύχια και τον καλεί κοντά του με ένα νεύμα.
Και εκεί ο Αθηνόδωρος σηκώνει το χέρι και του κάνει «μην με ενοχλείς, έχω δουλειά τώρα. Θα περιμένεις». Και επιστρέφει στο γράψιμο.
Μετά το δεύτερο απανωτό γκολ, κι αφού τα έχει δει όλα το φάντασμα, καταφεύγει στην κλασική και αγαπημένη κίνηση να βάλει τις αλυσίδες πάνω από το σκυμμένο κεφάλι του φιλοσόφου και να αρχίσει να τις κροταλίζει. Μια εικόνα που 1800 χρόνια αργότερα ο Ντίκενς σαν άλλος Έλγιν ξεπατίκωσε και την ενστερνίστηκε ως δική του.
Ε, εκεί το τσακαλάκι ο Αθηνόδωρος αφού μορφάζει τύπου «Ουφ, μας έσκασες, τι θες πια;» σηκώνει το βλέμμα και μετά τις παρακινήσεις του στοιχειώματος (που πια δείχνει να έχει χάσει το ενδιαφέρον του να αρρωστήσει, τρομάξει ή/και σκοτώσει τον φιλόσοφο) παίρνει το κερί ανά χείρας και το ακολουθεί στην αυλή. Εκεί σέρνει το αλυσοδεμένο σαρκίο του ως ένα συγκεκριμένο σημείο προτού γίνει ένα με τη νύχτα και αφήσει τον Αθηνόδωρο μονάχο του.
Ελλείψει τσιγάρου που δεν είχε εφευρεθεί ακόμη, ο φιλόσοφός μας κοίταξε μια από δω μια από κει, έβγαλε το σανδάλι και έκανε μια έτσι με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού στο χώμα όπου τον είχε αφήσει ο συγχωρεμένος, ξερίζωσε και καναδυο αγριάδες που ήταν φυτρωμένες εκεί και ξαναμπήκε μέσα για να κοιμηθεί. Εκείνο το βράδυ δεν ακούστηκε ξανά ούτε αλυσίδα, ούτε τίποτα.
Το επόμενο πρωί, όταν ξημέρωσε ο Δίας τη μέρα, ο Αθηνόδωρος κατέβηκε στους προύχοντες της περιοχής και τους ζήτησε να σκάψουν το εν λόγω σημείο (δεν ξέρω αν δεν του βρισκόταν φτυάρι, πάντως θέληση να σκάψει μόνος του προφανώς δεν, είπαμε φιλόσοφος). Και όπως φυσικά μαντέψατε ύστερα από τόσες ιστορίες τρόμου και επεισόδια Supernatural που έχετε δει, οι σκαφτιάδες ανέσυραν μέσα από την τρύπα κόκαλα ανθρώπου τυλιγμένα με παλιές σκουριασμένες αλυσίδες. Αφού τα περισυνέλεξαν και τα έθαψαν –δημοσία δαπάνη, παρακαλώ, γιατί δεν μας περισσεύουν– το φάντασμα δεν ξαναφάνηκε στην έπαυλη και έτσι ο φιλόσοφός μας παρέμεινε να ζει ευτυχισμένος εκεί με ένα ξεφτίλα ενοίκιο, χωρίς να έχει να σκοτίζει το κεφάλι του με φαντάσματα, ΕΝΦΙΑ και τα συναφή. The end.
Όπως σας υποσχέθηκα, και για να μην νομίζετε ότι σας δουλεύω, εδώ θα βρείτε στα Αγγλικά την επιστολή του ίδιου του Πλινίου τζούνιορ, μεταφρασμένη από το λατινικό πρωτότυπο. Αν λοιπόν για οποιοδήποτε λόγο δεν διαβάζετε ελληνικό τρόμο επειδή «Ε, ξέρω γω, αυτά είναι ξενόφερτα και μοιάζουν με μετάφραση, και σιγά και δεν νιώθουν οι Έλληνες να γράψουν τρόμο», ορίστε μια δικαιολογία λιγότερη! Μέχρι να τα ξαναπούμε στο επόμενο άρθρο του Horrorscope, να περνάτε καλά, να μη μασάτε από φαντάσματα και να διαβάζετε τρόμο!
Social Links: