Έχω δει πολλούς σερβιτόρους στη ζωή μου. Και σίγουρα θα έβλεπα κι άλλους. Δεν ήξερα, όμως, πως θα υπήρχε ένας σερβιτόρος που θ’ αναστάτωνε τη Βίκυ. Εκείνη προσπάθησε ν’ αρθρώσει…

Νο, Honey 9: Κανένα πισωγύρισμα

Έχω δει πολλούς σερβιτόρους στη ζωή μου. Και σίγουρα θα έβλεπα κι άλλους. Δεν ήξερα, όμως, πως θα υπήρχε ένας σερβιτόρος που θ’ αναστάτωνε τη Βίκυ. Εκείνη προσπάθησε ν’ αρθρώσει δυο φορές τη λέξη «sagria» κι είχε κοκκινίσει.

«Τι φάση;» τη ρώτησα.

«Δεν ήξερα καν ότι δουλεύει εδώ» είπε εκείνη.

«Τον ξέρεις;» έκανε η Πηνελόπη.

Η Βίκυ είχε κοκκινίσει περισσότερο.

«Είναι το απωθημένο μου» παραδέχθηκε.

«Όλοι έχουμε ένα» είπα. «Μην ανησυχείς»

«Φοβάμαι πως μου αρέσει ακόμα» έκανε ντροπιασμένη.

«Μπορεί να ‘ναι λάθος συναγερμός» την καθησύχασε η Πηνελόπη.

«Είμαι με το Λάμπρο, γιατί να δώσω τόση σημασία;» έκανε απελπισμένη η Βίκυ.

Στράφηκα προς την κατεύθυνση του μπαρ. Ο σερβιτόρος έφερνε τα ποτά μας.

«Σόρι που δε σε χαιρέτησα πριν»  είπε στη Βίκυ. «Δεν είναι η ημέρα μου σήμερα»

«Ούτε κι η δικιά μου» χαμογέλασε εκείνη αμήχανα.

Μας σύστησε. Τον έλεγαν Κλεάνθη. Δε θα ξεχνούσα το όνομά του εύκολα. Ούτε το πρόσωπό του. Είχε μια γοητεία. Μπορούσα να καταλάβω γιατί άρεσε στη Βίκυ.

Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν σε θρησκείες. Άλλοι στην τέχνη. Άλλοι ακόμα και στα ζώδια. Εγώ πίστευα στις καλές σχέσεις που υπήρχαν εκεί έξω. Στο ότι υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τα βρίσκουν, βρίσκουν από κοινού ουσιαστικές λύσεις στα προβλήματά τους, κοιμούνται αγκαλιά μαζί και ζουν το παρόν. Που, τέλος πάντων, αγαπάνε ο ένας τον άλλον, το ξέρουν και φροντίζουν γι’ αυτό κάθε ημέρα. Η Βίκυ κι ο Λάμπρος ήταν η τελευταία μου ελπίδα να πιστέψω σ’ αυτό – κι όλα αυτά ώσπου να γνωρίσω καλύτερα τη Βίκυ.

Σηκώθηκα για να πάω τουαλέτα. Ή τουλάχιστον έτσι είχα πει στα κορίτσια. Ντρεπόμουν να τις αντικρίσω γιατί θα μιλούσα σε λίγο με το Ραφαήλ. Ναι, μιλούσαμε ακόμα. Ντρεπόμουν που τον άφηνα να είναι στη ζωή μου με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο μα δε μπορούσα να φανταστώ μια ημέρα χωρίς να μιλάμε. Δεν είχε σημασία αν θα μου ράγιζε την καρδιά σήμερα. Είχε σημασία πως προσπαθούσα ν’ αντισταθώ και, κάθε φορά που έλεγε πως τα είχα καταφέρει, έπιανα το κινητό ν’ απαντήσω στο μήνυμά του.

Μιλήσαμε. Χαιρετήσαμε ο ένας τον άλλον. Θα το ξανακάναμε – και το ήξερα γιατί, όταν έκλεισα το τηλέφωνο, άρχιζα να κλαίω, να με βρίζω μα η ήξερα μέσα μου ότι ο κύκλος θα επαναλαμβανόταν. Όλο έλεγα πως δε θα το κάνω και τελικά το έκανα. Ένιωθα πως η επικοινωνία μαζί του δε χρειαζόταν μα να ‘μαι πάλι, να κλαίω μπροστά σ’ έναν καθρέφτη με κακό φωτισμό. Άκουγα τη φωνή της μάνας μου να με κατηγορεί. «Πάλι τα ίδια;», «πότε θα βάλεις μυαλό;». Η δική μου εσωτερική φωνή μου έλεγε «Είσαι ένα σκουπίδι!» κι εγώ ήθελα να τη βάλω στο mute κάθε φορά. Κι αυτή τη φορά έπρεπε να το κάνω. Όχι, Έλλη, δεν είσαι σκουπίδι, προσπάθησα να μου πω. Τα κορίτσια με περίμεναν. Δε μπορούσα να χαλάσω το μακιγιάζ μου γιατί θα πρόδιδε πως έκλαιγα. Δε μπορούσα να χαλάσω κι άλλο κομμάτι του εαυτού μου. Κάπου είχα διαβάσει ότι, σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, δε χρειαζόμουν ολόκληρη μα σήμερα επέλεγα τουλάχιστον να δείχνω ολόκληρη. Πήρα βαθιά ανάσα. Δε μπορούσα να τις αφήσω να περιμένουν άλλο.

«¨Εκείνος ο τύπος που βγαίνετε;» με ρώτησε η Βίκυ.

«Κάτι γίνεται» είπα εγώ.

Ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. Στάνταρ θα μου έλεγε έπειτα πως είναι μεθυσμένη. Μεθούσε εύκολα. Μπορούσα να το καταλάβω.

«Οκ, είμαι ακόμα ερωτευμένη με τον Κλεάνθη» άρχισε να μου εξομολογείται. «Κι η σχέση μου με το Λάμπρο δεν πάει καλά. Ποτέ δεν ήταν καλή. Δεν ξέρω καν αν όντως τον αγαπώ. Κι είμαι θυμωμένη με το Λουκά. Πολύ θυμωμένη. Ήμασταν κολλητοί και με πλήγωσε. Μα να μου πει πως είμαι τελείως στον κόσμο μου; Δεν έχει κανένα δικαίωμα να μου το πει από τη στιγμή που είναι τόσο ανεύθυνος»

Η Πηνελόπη στράφηκε προς το μέρος μου.

«Είναι χάλια» έκανε. «Το βλέπεις, έτσι;»

«Εντάξει, έχω αμάξι σήμερα» της είπα. «Θα τη γυρίσω εγώ σπίτι»

Έτσι κι έκανα. Πρώτα γύρισα την Πηνελόπη σπίτι κι έπειτα μείναμε μόνες μας με τη Βίκυ.

«Δε θα έπρεπε» μου είπε.

«Έλα ρε μαλάκα, πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι» έκανα.

Χασμουρήθηκε.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί ακόμα τραβιέσαι με το Ραφαήλ» έκανε.

Γαμώτο, το είχε καταλάβει.

«Δική μου υπόθεση» έκανα απότομα.

Σταμάτησα στο φανάρι.

«Για ποιο γαμημένο λόγο με κρίνεις;» της φώναξα. «Ας πούμε εσύ δεν έχεις κάνει λάθη;»

«Ναι, αλλά εγώ δεν κάνω το ίδιο λάθος συνέχεια!» έκανε.

Αυτό έπρεπε να σταματήσει.

«Απλά μη με κρίνεις» της είπα χαμηλόφωνα.

Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Ανησυχώ για σένα ρε μαλάκα» μου είπε.

Χαμογέλασα.

«Το εκτιμώ» έκανα.

Με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Σ’ αγαπώ» μου είπε.

Κοκκίνισα. Άλλοι ανταποδίδουν το «σ’ αγαπώ», εγώ απλά κοκκίνιζα. Δε θ’ ανταποκρινόμουν ποτέ πλήρως σε αυτές τις καταστάσεις.

Φθάσαμε σπίτι της. Την πήρα αγκαλιά πριν φύγει.

«Συγγνώμη που σου φώναξα πριν» της είπα. «Μα πραγματικά δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς. Ξέρω τι κάνω»

Χαμογέλασε αχνά μα πολύ γρήγορα πήρε το προηγούμενο επικριτικό της ύφος.

«Δε σε πιστεύω» μου είπε.

«Δεν πειράζει» έκανα.

Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Κάτι μου έλεγε πως όντως μ’ αγαπούσε. Είχε κολλήματα, ήταν υπερπροστατευτική μα μ’ αγαπούσε. Τι καλό έχω κάνει για ν’ αξίζω την αγάπη της;

https://www.youtube.com/watch?v=xu7_FMOVoD4

”How the hell are we supposed to know we are through?»