Κάθονταν εκεί έξω απ’ τη μικρή αυλή, χάμω στο μαλακό χώμα, με την πλάτη στραμμένη στο σπίτι πίσω, έτσι αφημένο να στέκει εκεί μονάχο του. Ο γέρος είχε απλώσει το…

Το γραφείο δε βρισκόταν πολύ μακριά. Εκεί θα γινόταν και η αλλαγή του χρόνου. Όπως πάντοτε, έτσι και φέτος είχε έρθει η ώρα να επιτελέσει ένα απλό, όσο και καθοριστικό…

Ένα ομοίωμα νεκροκεφαλής ήταν καρφωμένο πάνω σε ένα κλαδί δέντρου. Από δίπλα ρουνικά σύμβολα και σκαλιστές πέτρες με τον Ουροβόρο. Το σπίτι είχε ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα και η κατασκευή…

Δεν σήκωνε κουβέντα: «Μαμά τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες δεν θα τα αγοράσουμε φέτος απ’ έξω. Θα τα φτιάξουμε εμείς στο χωριό, όπως τα έκανε η γιαγιά μου». Τη γιαγιά…

Σηκώθηκε για κατούρημα. Βγήκε από την σκηνή σιγά-σιγά, προσέχοντας μη την ξυπνήσει. Ωραία. Να κατουρήσει στη θάλασσα, δεν του καλοφάνηκε. Ξεκίνησε να πάει πάνω, στους κέδρους. Έβλεπε να περπατήσει άλλωστε…