Cover photo: Konstantinos Tsakalidis / SOOC Την Τετάρτη το πρωί σηκώθηκα και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να μπω στο ίντερνετ από το κινητό να δω τι έγινε στις εκλογές…

Κώστας Ζουράρις, ο ”Κύριος Βυζαντινοτέτοιος” της πολιτικής

Cover photo: Konstantinos Tsakalidis / SOOC

Την Τετάρτη το πρωί σηκώθηκα και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να μπω στο ίντερνετ από το κινητό να δω τι έγινε στις εκλογές των ΗΠΑ, όπως όλοι μας. Πήγα στη δουλειά σοκαρισμένος, το συζήτησα με τους συναδέλφους, γύριζε στο μυαλό μου όλη τη μέρα και ήμουν σίγουρος ότι θα έγραφα κάτι σχετικό στο περιοδικό, βρίσκοντας ενδεχομένως μια ενδιαφέρουσα οπτική γωνία όπως αυτός εδώ. Η μοίρα όπως παίζει περίεργα παιχνίδια [δραματική μουσική]. Την Πέμπτη το πρωί είδα στο ΦΒ αυτό, και κάτι ράγισε μέσα μου:

katagrafi

«Επειδή υπηρέτησα στον τότε Αμερικανοβασιλόφρονα στρατό, ως χαρακτηρισμένος ως «εν ενεργεία δρων κομμουνιστής, κατηγορία Γ, λοιπός οπλίτης», εκεί στο Σουφλί, αλλά και στο φυλάκιο του Ερυθροποτάμου, πάλι εκεί, κατά τα χριστεπώνυμα έτη 1963- άνοιξη, και 1964 -χειμώνα και επειδή η συχωρεμένη μητέρα μου είναι Θρακιώτισσα από την πρωτεύουσά της, δηλαδή την Βασιλεύουσα, γι’ αυτό έμαθα ν’ αγαπώ στο πετσί μου την Θράκη, πολύ πριν από τους νεοεθνοκηφήνες της σήμερον.

Όσοι ανελλήνιστοι δεν νιώθουν από την Αριστοφάνειον ειρωνεία, ας ξαναδιαβάσουν Αριστοφάνη, Ροΐδη και Ζουράρι. Και να κρατούν σημειώσεις, τις οποίες, εξεχόντως, οφείλω να εγκρίνω».

Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και ιδίοις δακτύλοις, αυτό το αχαρακτήριστο πράγμα ανέβηκε στο σάιτ του Υπουργείου Παιδείας. Ο νέος υφυπουργός Παιδείας, Κώστας Ζουράρις (να μια φράση που δεν πίστευα ποτέ πως θα έγραφα) απαντώντας σε κάποια ακαθόριστα «πρόσφατα δημοσιεύματα» εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση, που περιλαμβάνει φράσεις όπως «τα χριστεπώνυμα έτη», «νεοεθνοκηφήνες της σήμερον» και «Όσοι ανελλήνιστοι δεν νιώθουν από την Αριστοφάνειον ειρωνεία». Επίσης, από την ανακοίνωση του υφυπουργού Παιδείας μαθαίνουμε πως η πρωτεύουσα της Θράκης είναι η «Βασιλεύουσα». Και κάπου εδώ σταματάει όλο αυτό να είναι αστείο.

Έχω ξαναγράψει ότι ζούμε σε περίεργους, ξηρούς, μετα-αποκαλυπτικούς πολιτικούς καιρούς. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει το μέτρο και τη μπάλα σε κάθε πιθανό πεδίο. Ακόμα και σε ζητήματα που θεωρητικά θα μπορούσε να δράσει κάπως αυτόνομα και εκτός δημοσιονομικών περιορισμών, όπως οι σχέσεις με την Εκκλησία ή οι τηλεοπτικές άδειες, τα έχει πάει πολύ άσχημα –είτε υποκύπτοντας σε ακραία συντηρητικούς κύκλους, είτε φανερώνοντας ότι ο γενικότερος σχεδιασμός του είναι μηδενικής στάθμης. Με την (υφ)υπουργοποίηση Ζουράρι όμως έκανε και ένα βήμα παραπάνω.

Μπορεί να μην πρόκειται για μια κίνηση που θα επηρεάσει ιδιαίτερα τη δημόσια ζωή, αλλά πρόκειται για έναν συμβολισμό που συμπυκνώνει την αδυναμία σχεδιασμού, την οπισθοχώρηση σε κάθε πιθανό και απίθανο πεδίο, την ατολμία και την ανικανότητα να απευθυνθεί σε οποιοδήποτε προοδευτικό ακροατήριο. Ένα κόμμα που θεωρητικά ανήκει στην Αριστερά τοποθετεί στο υπουργείο από το οποίο αντλεί ένα τεράστιο ποσοστό της νομιμοποίησής του έναν ακροδεξιό, συνωμοσιολόγο και γενικώς μηδενικής σοβαρότητας άνθρωπο. Το πρόβλημα δεν είναι ότι γελοιοποιείται ο ΣΥΡΙΖΑ με αυτή την κίνηση (πράγμα που έχει συμβεί καιρό τώρα), ούτε ότι πληγώνεται το κύρος της Αριστεράς (αυτό δεν πληγώνεται τόσο εύκολα, ειδικά όταν αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιείται από διάφορους Αδώνιδες Γεωργιάδηδες)∙ το πρόβλημα είναι ότι εξευτελίζεται το ίδιο το αντικείμενο που ανέλαβε ο Ζουράρις.

Konstantinos Tsakalidis / SOOC

Το πρόβλημα με την απαράδεκτη (υφ)υπουργοποποίηση Ζούραρι είναι βασικά ότι θα λειτουργήσει ως ένας «κύριος Βυζαντινοτέτοιος» της πολιτικής. Δεν είναι μόνο ότι είναι ένας ψεκασμένος ακροδεξιός τύπος, ούτε ότι θα διαλύσει την ελληνική εκπαίδευση (το πιο πιθανό είναι να μην κάνει τίποτα). Το βασικό πρόβλημα είναι ότι θα μολύνει με την γελοιότητά του το αντικείμενο που του ανατέθηκε. Θα δώσει τροφή σε κάθε λογής αντιδιανοουμενισμό, από αυτόν του ταξιτζή («έλα μωρέ με τους» τάδε) μέχρι αυτόν του χρυσαυγίτη, λειτουργώντας ως το αρχέτυπο της καρικατούρας του ανθρώπου που μιλάει με δύσκολες λέξεις και που είναι στα όρια της παραφροσύνης. Με άλλα λόγια, ο «διανοούμενος» ταυτίζεται έτσι εύκολα με γραφικές φιγούρες που θυμίζουν τον Χάρη Ρώμα στο Κωνσταντίνου και Ελένης.

«Μας ενδιαφέρει τι θα σκεφτεί κάποιος που τα πιστεύει αυτά;», θα μου πείτε. Εννοείται πως μας ενδιαφέρει, γιατί ένα από τα πράγματα που κάνει μια κυβέρνηση και μια εξουσία γενικότερα είναι να διαχέει σε μαζικό επίπεδο εικόνες οι οποίες επηρεάζουν το πώς σκεφτόμαστε την πολιτική και την κοινωνία. Όπως το θέμα με το ύψος του Μεϊμαράκη παρήγαγε συγκεκριμένες εικόνες για το πώς οφείλει (για κάποιους) να είναι ένας πολιτικός αρχηγός, έτσι και ο Ζουράρις με τα παραληρήματά του στο επίσημο σάιτ του υπουργείου παράγει συγκεκριμένα στερεότυπα βάσει των οποίων χτίζεται η εικόνα της πολιτικής ηγεσίας σε θέματα παιδείας –και τελικά της ίδιας της παιδείας.

Είναι αδιανόητο πόσο μπάχαλο τα έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδο πολιτικού συμβολισμού (και στα άλλα προφανώς), το οποίο είναι πολύ λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι χρηματοδοτεί μέσα επιπέδου Periodista και FAQ. Θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα με ανθρώπινο δυναμικό που προέρχεται σε σημαντικό βαθμό από τον χώρο της παιδείας και του πολιτισμού να δίνει μεγαλύτερη σημασία σε τέτοια θέματα αυτοεικόνας και συμβολισμού. Φαίνεται όμως ότι η εμμονή για παραμονή στην εξουσία με κάθε μέσο καλύπτει τα πάντα, δημιουργώντας ένα ισχυρό ρεύμα ισοπέδωσης που φτάνει στην υπουργοποίηση ενός ανθρώπου για τον οποίο ο όρος «ψεκασμένος» δεν είναι καθόλου υπερβολή.

Konstantinos Tsakalidis/SOOC

Το ζήτημα δεν είναι να δοθεί απάντηση στην άλλη πλευρά, η οποία αναμασά κενολογίες περί Αριστείας. Ούτε «πέφτω από τα σύννεφα», όπως ακούγεται συχνά, σε μια λογική άρνησης να αναλυθούν τα πράγματα βήμα-βήμα και να τα εξεταστούν σε μια προοπτική. Το ζήτημα είναι ακριβώς το αντίθετο: ότι κάθε κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ προς την παρακμή και την αυτογελοιοποίηση πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά.

Πρέπει να φτιαχτεί κομμάτι-κομμάτι η πορεία από την 25η Ιανουαρίου 2015 μέχρι το σημείο το σάιτ του υπουργείου Παιδείας να περιλαμβάνει ανακοίνωση όπου αναφέρεται η «Βασιλεύουσα», και ακόμα παραπέρα. Θα είναι τρομερά επιπόλαιο να σταματήσει αυτή η κριτική σε μια λογική «έτσι κι αλλιώς τα διέλυσαν όλα, άστους». Χωρίς μια τέτοια διαδικασία, η κριτική είναι καταδικασμένη να θυμίζει είτε μια απλή επίκληση πτυχίων, είτε κακογραμμένο διάλογο από σήριαλ του Χάρη Ρώμα.