Φθινόπωρο του 2010. Πίνουμε ουίσκυ στην μπάρα του Low Profile, που τότε βρισκόταν στο Κολωνάκι, στη Λυκαβηττού. Βρέχει αρκετά, πρέπει να ήταν η πρώτη βροχή του φθινοπώρου. Ο Αλέξης, δίπλα…

Μια συνάντηση με τον Λέοναρντ Κοέν

Φθινόπωρο του 2010. Πίνουμε ουίσκυ στην μπάρα του Low Profile, που τότε βρισκόταν στο Κολωνάκι, στη Λυκαβηττού. Βρέχει αρκετά, πρέπει να ήταν η πρώτη βροχή του φθινοπώρου. Ο Αλέξης, δίπλα μου, αισθητά πιο λιώμα από μένα, όπως πάντα. Τραγουδάει στην πρώτη μπάντα που έπαιξα ποτέ, μια μπάντα που τα παρανοϊκά της μπλουζ ξεψύχησαν σε κάποιο ρετιρέ του Παγκρατίου. Πλουσιόπαιδο, μεγαλωμένος στον Καναδά, με πατέρα Έλληνα και μάνα Καναδή. Σπουδαγμένος στην Αγγλία, μεγάλη φωνή, κάνει πια παραγωγές για τιτάνες του ροκ και του μπλουζ στο Λος Άντζελες. Αεικίνητος, ανήσυχο μυαλό, γλυκά διεστραμμένος. Πίνουμε και καπνίζουμε για ώρα, τον έχω πάρει μονότερμα, του μιλάω για το μυθιστόρημα που γράφω, του διαβάζω παραγράφους, του εξηγώ κρυμμένες αναφορές, τον έχω ζαλίσει πως δεν μπορώ να το συνεχίσω, πως έχω κολλήσει ανεξήγητα. Εκείνος με κοιτάει κουρασμένος, σηκώνει το ποτήρι με το ουίσκυ, ένα Μπάσμιλς, και το αποτελειώνει. Από τα ηχεία του μπαρ ακούγεται το So long, Marianne, του Κοέν. Θα σου πω τι πρέπει να κάνεις. Πρέπει να φύγεις από δω, μου λέει. Κοιτάει ψηλά, γνέφει προς κάτι απροσδιόριστο. Δες τι έκανε ο δάσκαλος Κοέν. Εγώ τον κοιτάω σιωπηλός. Ανάβω ένα ακόμα τσιγάρο.

Την άλλη μέρα το πρωί, αφού ξεσουρώσαμε στο σπίτι του στο Παγκράτι, ξεκινήσαμε με το αμάξι για τις Σπέτσες, όπου βρισκόταν το πατρικό του Αλέξη (μάλλον, σωστότερα, το πατρικό του πατέρα του Αλέξη). Η βροχή είχε σταματήσει, τα πάντα γύρω μας όμως ήταν υγρά και γλιστερά, σαν ο κόσμος να είχε μόλις γεννηθεί. Φτάσαμε στις Σπέτσες το μεσημεράκι. Oι μέρες περνούσαν σαν όνειρο, μέσα σε καπνούς και άρωμα ρετσίνας. Εγώ σηκωνόμουν πρωί, ο Αλέξης συνήθως κοιμόταν ακόμα με κάποια τουρίστρια ή κάποια παλιά γνωστή από τα καλοκαίρια που περνούσε εκεί, κι έγραφα μέχρι αργά κι ύστερα μαγείρευα κοιτώντας το πέλαγος, που απλωνόταν μουντό και γκρίζο, από την κουζίνα του  ψηλού καπετανόσπιτου. Τις νύχτες τρώγαμε και πίναμε κρασί και συζητούσαμε για τα πάντα. Το βράδυ που τελείωσα την πρώτη μου νουβέλα, βγήκαμε και το γιορτάσαμε. Την επόμενη μέρα την ξαναδιάβασα όλη και το βράδυ πέταξα τα χαρτιά στη θάλασσα.

Το  πρωί, αφού είχα ετοιμάσει το λιτό μου σακίδιο, κατέβηκα στο λιμάνι για να περιμένω το καραβάκι που θα με περάσει απέναντι στο Πορτοχέλι. Ο Αλέξης θα έμενε κάποιες μέρες ακόμα. Εγώ δεν άντεχα. Κάθισα σε ένα καφέ μπαρ, καθώς το καραβάκι θα έφευγε σε μία ώρα. Έπινα τον ελληνικό μου και χάζευα την λιγοστή κίνηση στο λιμανάκι, καπνίζοντας. Ξαφνικά, ο ουρανός σκοτείνιασε, ένα μαύρο σύννεφο ήρθε και σκέπασε τις Σπέτσες. Από την άκρη του λιμανιού, στη στροφή του δρόμου, κατέβαινε ένας μαυροντυμένος άντρας, με μαύρο καπέλο και σακάκι, κρατώντας μπαστούνι. Ο χαρακτηριστικός ήχος του μπαστουνιού στον πλακόστρωτο δρόμο, με έκανε να κοιτάξω προς το μέρος του, κι ύστερα ο ρυθμικός ήχος με βύθισε σε κάποια περίεργη διάσταση, όπου ο χρόνος άλλαξε και τα δευτερόλεπτα πλέον ισούνταν με τους αργούς χτύπους του μπαστουνιού. Ο άντρας πλησίασε, συνοφρυωμένος και χαμένος στις σκέψεις του. Μπήκε στο καφέ και κάθισε στην μπάρα. Παρήγγειλε έναν ελληνικό καφέ σκέτο κι  έβγαλε το καπέλο του και το απίθωσε στον πάγκο. Ήταν μεγάλος, γύρω στα εβδομήντα, ίσως και παραπάνω, αλλά απέπνεε μια περίεργη νεανικότητα. Τα μάτια του ήταν μελαγχολικά, αλλά και πονηρά ταυτόχρονα, σα δεκάχρονου αγοριού. Άναψε τσιγάρο. Ήταν ο Λέοναρντ Κοέν.

Ένα τέταρτο περίπου έκατσε, ώσπου έφυγε ξανά, μπαρκάροντας σε ένα μικρό καΐκι. Πέρασε από μπροστά μου και με κοίταξε, μου χαμογέλασε αμυδρά κάνοντας και μια αμελητέα σύσπαση με το αριστερό του μάτι. Λίγα πράγματα έχω μετανιώσει πραγματικά στη ζωή μου. Ένα από αυτά ήταν που δεν του μίλησα εκείνη τη μέρα.

Στο ταξίδι της επιστροφής, στριμωγμένος στο ΚΤΕΛ, μπουκωμένος απο την αποπνικτική ατμόσφαιρα της χαλασμένης θέρμανσης και των βρωμερών αναπνοών των συνταξιδιωτών μου, έκλεισα τα μάτια  και τον σκεφτόμουν. Τον σκεφτόμουν περίπου στην ηλικία μου, να βλέπει τα ίδια όνειρα όταν κοιμάται και να ποθεί τις ίδιες γυναίκες, τον σκεφτόμουν να σιχαίνεται την άρρωστη μουντάδα του Λονδίνου και τον έβλεπα τότε, το 1960, να κάθεται σε καταθλιπτικά υγρά δωμάτια ξενοδοχείων και να γράφει ποιήματα. Τον είδα, να ξοδεύει όλα του τα χρήματα για να αγοράσει μια γραφομηχανή Ολιβέτι και ένα μπλε αδιάβροχο παλτό. Τον είδα να μπαίνει σε μια τράπεζα, παράρτημα της Τράπεζας της Ελλάδος, βρεγμένος και μίζερος και να ρωτάει τον υπάλληλο πως και είχε μαυρίσει τόσο πολύ και τον υπάλληλο να του απαντάει, μα, μόλις γύρισα απ’ την Ελλάδα δικέ μου, απ’ την Ελλάδα!

Τον είδα ύστερα να φτάνει στην Αθήνα, να σουλατσάρει στα στενά της Πλάκας και να κάθεται να ξεκουραστεί κάτω από κάποια μουριά, να ανεβαίνει στην Ακρόπολη, σαν κάποιος προσκυνητής αλλοτινών καιρών. Κι ύστερα να κατεβαίνει στον Πειραιά, με κάποιο αστικό λεωφορείο που δεν θα μύριζε διαφορετικά από αυτό που βρίσκομαι τώρα. Θα έτρωγε σε κάποιο καπηλειό, ότι του βρισκόταν, ίσως λίγα μπακαλιαράκια τηγανητά και λίγη ρεβιθάδα και θα έπινε λευκό κρασί. Ύστερα θα ανέβαινε στο καράβι και θα κατέβαινε στην Ύδρα, στη μυθική Ύδρα, όπου τα αυτοκίνητα απογορεύονταν και ο ηλεκτρισμός καλά καλά δεν είχε φτάσει ακόμα, την Ύδρα που τόσοι εξόριστοι ποιητές, μπήτ και καλλιτέχνες είχαν διαλέξει σαν σπίτι κι έγραφαν τα καταραμένα τους ποιήματα κάτω απο το φως κεριών και λαμπών κηροζίνης. Στην αρχή νοίκιασε ένα δωμάτιο για δεκατέσσερα δολάρια το μήνα. Ύστερα, αγόρασε ένα σπίτι, για δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια, με την κληρονομιά που του χε αφήσει η γιαγιά του. Αγόρασε σιγά σιγά λιγοστά έπιπλα, μεταχειρισμένα, ένα γραφείο, κρεβάτι και καρέκλες ‘«σαν αυτές που ζωγράφιζε ο Βαν Γκογκ’». Τον βλέπω να σηκώνεται πρωί και να γράφει τα μυθιστορήματά του, σαν ένας άλλος εαυτός, πρώτα το «The Favorite Game» κι ύστερα το «Beautiful Losers» και τόσα άλλα ποιήματα και στιχάκια. Τον βλέπω να τα παρατάει και να τα ξαναπιάνει με μεγαλύτερη μανία. Τον βλέπω να ρεμβάζει χτυπημένος από τον ήλιο και το αλκοόλ, κοιτώντας τα πουλιά να εποικίζουν σιγά σιγά τα καλώδια του ρεύματος που έρχεται στο νησί (κι ύστερα να γράφει το Bird in a Wire). Τον βλέπω να καίγεται στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ. «Καθόμουν στην Ταράτσα μου στην Ύδρα, περιμένοντας να δω τον Θεό. Τελικά, κατέληξα με ένα τρομερό χανγκόβερ», είπε κάποτε. Τον βλέπω να θαμπώνεται απ’ την ομορφιά της Marianne, να αφήνεται στη σκοτοδίνη του έρωτα (ύστερα, της έγραψε, βεβαίως, το So Long, Marianne), τον νιώθω να ματώνει για την τέχνη και την ζωή.

Το βράδυ που έφτασα στην Αθήνα, βυθίστηκα στις μουσικές του. Έρωτας, θάνατος, Θεός, όλα παρόντα ταυτόχρονα, ερωτήματα ποτισμένα με  βαθιά αίσθηση της τραγικότητας αλλά και της κωμικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατέβασα από το ίντερνετ το «Beautiful Losers» και την επόμενη, μην μπορώντας να εγκαταλείψω την ερωτική μου σχέση με το χαρτί, το εκτύπωσα σ’ ένα τυπογραφείο της γειτονιάς. Διάβαζα όλη τη μέρα, ρουφούσα λέξη-λέξη, πρόταση-πρόταση, σελίδα- σελίδα. Έχοντας διαβάσει πρόσφατα το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας του Πύντσον, πίστευα πως τίποτα δεν θα με συνεπάρει ξανά, όσο αναφορά τη λογοτεχνία. Οτιδήποτε και να είχα διαβάσει ύστερα, μου φαινόταν λίγο και ρηχό. Το βιβλίο του Κοέν, ανέδιδε απο κάθε του πόρο, μία μυστήρια, μυστικιστική σχεδόν, επαναστατικότητα,   έναν ερωτισμό διεστραμμένο μα και ρομαντικό, όλα αυτά ειπωμένα σε μια γλώσσα που προσομοίαζε στους μπητ απο τη μία και στη Βίβλο απο την άλλη. Απο τότε, αυτά τα τυπωμένα φύλλα, χιλιοτσαλακωμένα, κιτρινισμένα, βρίσκονται συνεχώς πάνω στο γραφείο μου, σαν κάτι δικό μου, σαν λέξεις που ‘χουν βγει απ’ τα σπλάχνα μου. Είναι απο τα πολύ λίγα βιβλία (ίσως πίσω μόνο απ’ τον Οδυσσέα του Τζόυς και το Ουράνιο Τόξο του Πύντσον), στα οποία επανέρχομαι ξανά και ξανά.

Ο Λέοναρντ Κοέν πέθανε πριν λίγες ημέρες, στις 7 Νοεμβρίου του 2016. Για μένα δεν ήταν απλά ένας τροβαδούρος-ποιητής, που άκουγα τις μελωδίες του και ταξίδευα ή ερωτευόμουν με τους στίχους του. Για μένα ανήκει σε μια μικρή κάστα ανθρώπων (αυτός, ο Ντύλαν, ο Λού, ο Τομ Γουέιτς, ο Μπουκόφσκι, ο Κέιβ, ο Πύντσον, ο Μπόρχες, ο Τζόυς) οι οποίοι με έχουν διαπλάσει ουσιαστικά, είναι συνένοχοι σ’ ότι και να συμβαίνει μέσα μου, μέσα στο χάος που λέγεται μυαλό. Κι όταν πεθαίνει ένας από αυτούς, ένα κομμάτι του εαυτού μου πεθαίνει, μοιραία, μαζί τους.