Θα μπορούσα να το θεωρήσω αριστούργημα αν δεν μου δημιουργούσε την αίσθηση ότι κάτι έλειπε. Κάτι που να το κάνει “ταινία” με αρχή-μέση-τέλος και όχι αποσπασματικά κομμάτια που ενώ φαινομενικά…

Δυο λόγια για τη «Δουνκέρκη»

Θα μπορούσα να το θεωρήσω αριστούργημα αν δεν μου δημιουργούσε την αίσθηση ότι κάτι έλειπε. Κάτι που να το κάνει “ταινία” με αρχή-μέση-τέλος και όχι αποσπασματικά κομμάτια που ενώ φαινομενικά αποτελούν μέρη της ίδιας ιστορίας, μοιάζουν ασύνδετα μεταξύ τους καθώς η έλλειψη μιας σφιχτής δομής και ενός κεντρικού αφηγηματικού άξονα το έκανε περισσότερο ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ.

Νομίζω ότι η διάθεση του σκηνοθέτη να μην μιλήσει, να μην αφηγηθεί, να μην περιγράψει και να μην εστιάσει στο ιστορικό-κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι εμφανέστατη (και αποτελεί φυσικά επιλογή), με το αποτέλεσμα να είναι αμφιλεγόμενο.

Η ικανότητα του Nolan να αφουγκράζεται την ανθρώπινη ψυχολογία σε μία δραματική κατάσταση και να την αποτυπώνει ως εικόνα είναι εξαιρετική. Εντούτοις, η αδυναμία του να αναδείξει την ιστορικότητα ενός γεγονότος, και η απογύμνωσή του από τα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα εξασφαλίζουν απλά την ύπαρξή του στο χρόνο στερώντας του οποιουδήποτε νοήματος. Ο πόλεμος ουσιαστικά δεν υπάρχει. Ο εχθρός δεν έχει σημασία. Το μόνο στοιχείο που κυριαρχεί και δημιουργεί μια τεταμένη ατμόσφαιρα αγωνίας, είναι ο χρόνος που μετρά αντίστροφα. Η επικείμενη καταστροφή και το τέλος που πλησιάζει βασανιστικά σε καθεμιά από τις παράλληλες ιστορίες. Και λέω παράλληλες διότι δεν δείχνουν να τέμνονται σε κανένα σημείο. Η καθεμιά θα μπορούσε να πηγαίνει σε διαφορετικό προορισμό. Η Δουνκέρκη, αποκομμένη από τα ιστορικά συμφραζόμενα λειτουργεί μόνο ως τοπωνύμιο.

Η επιλογή του σκηνοθέτη να εστιάσει στις προσωπικές αντιδράσεις αφαιρεί τη δυναμική του πολέμου (ως παράγοντα που θα συγκροτήσει την ιστορική ταυτότητα αυτού του τόπου) καθιστώντας τον σχεδόν ανύπαρκτο ή άνευ σημασίας. Δεν αναφέρομαι στις πολιτικές ή μη πολιτικές συνδηλώσεις ούτε στην καταγραφή ή μη μιας πραγματικότητας (τι συνέβη και πως), αλλά στο γεγονός ότι τελικά η Δουνκέρκη με μία έννοια απο-ιστορικοποιείται και μένει το όνομα μόνο ενός λιμανιού των γαλλικών ακτών, αποτελώντας το μέσο για να αναδειχθεί κάτι άλλο.


Αυτό που καταφέρνει ο Νόλαν δεν είναι να δημιουργήσει ένα αντιπολεμικό αριστούργημα ούτε να αποτυπώσει τη φρίκη του πολέμου. Δεν είναι μια πολιτική ταινία. Δεν αποτυπώνει τίποτα το ηρωικό και τίποτα το «αντί-». Κινηματογραφεί αριστοτεχνικά, με λιτά μέσα (δίχως περιττά CGI και υπερβολές), τις ανθρώπινες αντιδράσεις, το φόβο, τις ενστικτώδεις αποφάσεις και την αβεβαιότητα εκείνων των αμέτρητων, ακαταγράφητων ιστορικών στιγμών οι οποίες δεν επηρέασαν την έκβαση του πολέμου, καθόρισαν όμως τις ζωές των δρώντων υποκειμένων, συνθέτοντας τον ίδιο τον πόλεμο. (στη σκηνή που κάποιος στρατιώτης ψάχνει σε πανικό έναν ενδεχόμενο τρόπο διαφυγής σε περίπτωση που βυθιστεί το πλοίο, ο προσωπικός φόβος και η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές).

Η εκπληκτική μουσική επένδυση που ντύνει τις σκηνές δημιουργεί ένα διαρκές αίσθημα άγχους που σε κυριεύει, μετατρέποντας τη «Δουνκέρκη» σε ένα κλειστοφοβικό καθηλωτικό ψυχόδραμα το οποίο θεωρώ αδικεί τελικά τον εαυτό του, καθώς η απουσία σεναρίου και η έλλειψη συνοχής μεταξύ των μερών, δημιουργούν ένα σύνολο που στέκει αμήχανα μέσα σε υπέροχα, θεαματικά κινηματογραφικά κάδρα.

Όπως και να ‘χει, μιλάμε για έναν διαφορετικό Νόλαν που σε κάθε περίπτωση αξίζει κανείς να δει στη μεγάλη οθόνη.