Το παρακάτω κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση “Παγανιστικές δοξασίες στην ελληνική λογοτεχνία”, που συνδιοργάνωσαν οι Αντίποδες, το Λεξικοπωλείο και το ΣΚΡΑ-punk με αφορμή την έκδοση των ”Παγανιστικών Δοξασιών της Θεσσαλικής Επαρχίας”…

Από τον Ερωτόκριτο στους Villagers of Ioannina City: η επαν-επινόηση της παράδοσης

Το παρακάτω κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση “Παγανιστικές δοξασίες στην ελληνική λογοτεχνία”, που συνδιοργάνωσαν οι Αντίποδες, το Λεξικοπωλείο και το ΣΚΡΑ-punk με αφορμή την έκδοση των ”Παγανιστικών Δοξασιών της Θεσσαλικής Επαρχίας” του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη. Φωτογραφίες από την εκδήλωση μπορείτε να δείτε εδώ, ενώ στο τέλος του κειμένου θα βρείτε και την εκδήλωση βιντεοσκοπημένη.

 

Σκεπτόμενος πώς θα δομήσω αυτό το κείμενο, ρώτησα τον πατέρα μου, που τώρα είναι γύρω στα 60 και τότε ήταν «μέσα στη φάση» –όπως θα λέγαμε με σημερινό λεξιλόγιο– πώς τους φάνηκε όταν ο Σαββόπουλος έβαλε παραδοσιακά στοιχεία στο ροκ. «Μια χαρά μας φάνηκε», ήταν η απάντηση. «Είχαμε μεγαλώσει με αυτά τα ακούσματα, κυρίως όσοι ήμασταν από την επαρχία, και το ότι τα ακούγαμε με ροκ τρόπο ήταν πιο οικείο». Το σκέφτηκε λίγο παραπανω∙ «αλλά κυρίως, μας φάνηκε μια χαρά γιατί μας το πάσαρε αυτός».

Γιατί ένας σημερινός 20χρονος πηγαίνει σε συναυλίες των VIC, ενός συγκροτήματος που αναμειγνύει το σκληρό ροκ, και συγκεριμένα το stoner rock, με κλαρίνα και νταούλια; Γιατί στη μισή συναυλία χτυπιέται και στην άλλη μισή χορεύει κάτι σαν παραδοσιακό χορό με τους υπόλοιπους, για να καταλήξει να τραγουδάει με πάθος μια metal διασκευή του μεσοπολεμικού ρεμπέτικου «τούτοι οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα»; Γιατί το «Zvara» έγινε τα τελευταία χρόνια ο ύμνος της αριστερής-εναλλακτικής-ριζοσπαστικής νεολαίας, για να φτάσει μέχρι την Ελληνοφρένεια; Και ταυτόχρονα, γιατί έχει τόση απήχηση το βιβλίο ενός 30ρη συγγραφέα, που αναμειγνύει έναν επινοημένο λαογραφικό πλούτο της Θεσσαλίας με στοιχεία λογοτεχνίας τρόμου, νότες από fantasy και υποδόρια black metal αισθητική; Συνδέονται αυτά τα δύο μεταξύ τους;

Σύμφωνα με το λεξικο Τριανταφυλλίδη, ως παράδοση ορίζεται «ό,τι αναπτύσσεται ιστορικά και μεταδίδεται (στα πλαίσια μιας ομάδας, κοινωνίας κτλ.) από γενιά σε γενιά σε σχέση με συμπεριφορές, αντιλήψεις, ιδέες, έθιμα, δραστηριότητες, πρακτικές κτλ», καθώς και «παλιές ιστορίες, μυθικές διηγήσεις, θρύλοι που δημιουργήθηκαν και μεταδόθηκαν κυρίως προφορικά στους μεταγενεστέρους». Μια απόπειρα να ορίσουμε τι αντιλαμβανόμαστε ως παράδοση στον δημόσιο λόγο θα έπεφτε στο κενό, γιατί πρόκειται για ένα απο τα πράγματα που προσεγγίζονται κατεξοχήν διαισθητικά. Η παράδοση είναι, τελικά, αυτό που μας έχει «παραδοθεί». Το από ποιον, σε ποιους και το πώς δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια ως ερωτήματα, λόγω του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουν οι κοινωνίες το παρελθόν τους: αν και υπάρχουν σταθερά σημεία του παρελθόντος και αποδείξεις για την ύπαρξή τους, εντούτοις η σχέση μας με αυτά είναι πάντα μια διαπραγμάτευση. Ερμηνεύουμε το παρελθόν σύμφωνα με τις ανάγκες του παρόντος και διαβάζουμε το παρόν σύμφωνα με τους φακούς του παρελθόντος. Διδασκόμαστε και εμπνεόμαστε από το παρελθόν, αλλά αυτό το παρελθόν το διαλέγουμε κιόλας∙ επινοούμε παραδόσεις και κατασκευάζουμε προγόνους και γενεαλογίες σύμφωνα με τις ανάγκες μας, ενώ ταυτόχρονα αυτή η κατασκευή λαμβάνει χώρα όπως μας έχουν μάθει να την κάνουμε –με όρους οικειότητας και ταύτισης. Το παρελθόν είναι μια σειρά από καθρεφτίσματα άλλων καθρεφτισμάτων ή μια στρωματογραφία όπου κάθε στιβάδα επικάθεται πάνω σε προηγούμενες. Γυρνάμε στο παρελθόν για να διαλέξουμε τα στοιχεία που μας βολεύουν κάθε φορά, χρησιμοποιώντας οδηγίες χρήσεως από αυτό το ίδιο το παρελθόν. Αυτή η αξεδιάλυτη σχέση είναι τόσο στενή, ώστε συχνά είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς την αλήθεια από την κατασκευή.

Οι Παγανιστικές Δοξασίες κάνουν ακριβώς αυτό. Ο Χρυσόστομος δεν θεωρεί πως η «παράδοση» είναι ένα κουτί στο οποίο βάζεις το χέρι σου και τραβάς από μέσα ό,τι σου χρειάζεται ή ό,τι σε διδάσκει κάτι. Όπως μου είπε στη συζήτησή μας για το βιβλίο, η παράδοση δεν είναι «ένα άχρονο πηγάδι ασπίλωτο από τα διανύσματα της ιστορίας». Η παράδοση είναι μια ζύμη που υπάρχει, αλλά την πλάθεις όπως θέλεις, προσθέτοντας, αφαιρώντας, επανερμηνεύοντας και χτίζοντας πάνω της κόσμους, σύμπαντα και τρόπους να βλέπεις τα πράγματα. Το τι θεωρείται ως παράδοση είναι διαφορετικό σε κάθε συγκυρία, και η παράδοση δεν ταυτίζεται ούτε με το παρελθόν, ούτε με την ιστορία, ούτε με την κληρονομιά. Η παράδοση είναι παράδοση επειδή είναι ανιστορική∙ έχει κάποια γενικά μοτίβα μέσα στα οποία εγγράφεται, κι από κει και πέρα ρέει σε έναν μυθικό χρόνο, ως «παλλόμενο παλίμψηστο» –για να χρησιμοποιήσω άλλη μια φράση του Χρυσόστομου. Η παράδοση υπάρχει επειδή έχουμε ανάγκη να μας έχει «παραδοθεί» κάτι, ώστε να μπορούμε να επιστρέφουμε κατά βούληση σε αυτό. Στους προγόνος, σε έναν κόσμο-καταφύγιο από τον δικό μας, σε ένα corpus που νομιμοποιεί τις επιλογές μας. Λίγο πολύ σαν το fantasy.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια έξαρση της επιστροφής σε κάποια «παράδοση» με πολλούς τρόπους. Το Γκιακ είναι ίσως το επικρατέστερο παράδειγμα, και είναι ακριβώς ένα παλίμψηστο: η άχρονη ζωή της υπαίθρου συμπλέκεται με την ιστορικότητα της Μικρασιασιατικής Καταστροφής και της ελληνικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ. Τα στοιχειά και οι δαίμονες συμπλέκονται με τα ήθη και τα έθιμα, όπως στον εξαιρετικό Ερωτόκριτο ο Κορνάρος συμπλέκεται με την αισθητική του Game of Thrones. Στους Μυθοναύτες του Γιάννη Ρουμπούλια οι ήρωες του 1821 συμπλέκονται με την cyberpunk αισθητική και στη μουσική των VIC το δημοτικο τραγούδι συμπλέκεται με τον τραχύ ήχο που ξεπήδησε από την αμερικανική έρημο στη δεκαετία του 1990. Ένα παλίμψηστο είναι πετυχημένο σε μορφολογικό επίπεδο όταν το αισθητικό του πάντρεμα είναι αρμονικό, και σε εννοιολογικό επίπεδο όταν τα στοιχεία που το αποτελούν μπορούν να μας ενεργοποιούν με τη θραυσματικότητά τους.

 

Τους VIC τους είχα ανακαλύψει τυχαία από το 2010, αλλά όταν είδα την επιτυχία τους τα τελευταία χρόνια (ιδίως σε αριστερούς και ριζοσπαστικούς χώρους), η πρώτη μου ενστικτώδης σκέψη ήταν πως «παίρνουν τα κλαρίνα από τη Δεξιά και μας τα δίνουν πίσω». Προσπάθησα μετά να αναλύσω λίγο παραπάνω αυτό το ενστικτώδες σκεπτικό και αναρωτήθηκα γιατί να θέλουμε τα κλαρίνα πίσω –με έμφαση στο πίσω. Το ένα σκέλος της απάντησης είναι αυτό που μου είπε ο πατέρας μου για τον Σαββόπουλο: γιατί μας τα δίνουν αυτοί. Γιατί πλαισίωσαν έτσι τα κλαρίνα, ώστε να μας είναι οικεία –μεταμορφώνοντας το νόημά τους και κάνοντας τα δική μας παράδοση. Ταυτόχρονα, όμως, κάνοντάς τα οικεία, τους έδωσαν ένα ριζοσπαστικό πρόσημο. Άλλωστε, η ευρύτερη Αριστερά γυρνάει συχνά σε αυτό που θεωρείται ως παράδοση για να αναζητήσει γενεαλογίες ριζοσπαστισμού: οι αντάρτες παρομοίαζαν τους εαυτούς τους με τους κλέφτες του 1821 και παρήγαγαν σχετικά τραγούδια, ο κοινοτισμός προτάθηκε συχνά ως αντίβαρο στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, η μεταπολιτευτική Αριστερά αναζήτησε την πολιτικοποιημένη εκδοχή της δημοτικής παράδοσης στο πλαίσιο της συνεργασίας του Μαρκόπουλου με τον Ξυλούρη, και μέσα από τις συζητήσεις στο περιοδικό Αντί, μορφές όπως ο Μακρυγιάννης έγιναν σύμβολα αιώνιας αντίστασης, όλα τα αριστερά πολιτικά φεστιβάλ περιλάμβαναν ρεμπέτικη μουσική –σήμερα, δε, όλα αυτά τα φεστιβάλ έχουν πάντα και από ένα «λαϊκό γλέντι»–, ενώ στον αναρχικό χώρο οι κλέφτες και οι ληστές των βουνών χρησιμοποιήθηκαν κατεξοχήν ως φαντασιακοί πρόγονοι.

Αν και σε αυτούς τους χώρους οι συνδέσεις είναι πιο ευδιάκριτες, νομίζω ότι και περιπτώσεις όπως το Γκιακ και οι Παγανιστικές Δοξασίες μπορούν να εγγραφούν στο ίδιο πλαίσιο. Όχι τόσο ως άμεση αναζήτηση προγόνων και συμβόλων ριζοσπαστισμού, αλλά περισσότερο ως μια «ανάδειξη της ετερότητας, των ετερόδοξων αφηγήσεων, που έμειναν στο περιθώριο και κάτω από την κυριαρχία μιας κεντρικής εθνικής αφήγησης», όπως το θέτει η Έφη Γιαννοπούλου στην κριτική της για τις Δοξασίες. Εδώ η ετεροδοξία σχετίζεται κυρίως με μια αντίσταση στην παντοκρατορία του αστικού ορθολογισμού και στα καθεστώτα αλήθειας που αυτός δημιουργεί: μια γραμμική αντίληψη που σχετίζεται με την καπιταλιστική συσσώρευση, με μια εμμονική προσκόλληση προς ένα φαντασιακό δυτικό μοντέλο και προς ένα αδιάκοπο κυνήγι του εκσυγχρονισμού με κάθε κόστος. Πρόκειται για μια διαφυγή από την αστική λογοτεχνική αφήγηση, η οποία κινείται πάντα προς τα εμπρός –ακόμη κι όταν αντλεί στοιχεία από το παρελθόν, όπως έκανε η περίφημη Γενιά του ’30. Όπως το θέτει ο Χρυσόστομος, πρόκειται για μια «προσπάθεια να ξεσκονίσουμε κάποια από αυτά τα παραδοσιακά στοιχεία, αφαιρώντας βαρετούς, ενοχλητικούς ή προβληματικούς ιστούς. Ιστούς που έχουν αφήσει πάνω τους οι γονείς μας, η πρόσφατη ιστορία, η παιδική ηλικία, το πασοκικό κράτος, η εκκλησία, ο ρατσισμός και σεξισμός της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Ο καθαρισμός αυτός στοχεύει σε μια επανανοηματοδότησή τους, μια ένταξή τους σε μια δικιά μας ποπ κουλτούρα, και όχι αυτή του ’50, του ’80, ή του 1720, έτσι ώστε να τα επανοικειοποιηθούμε, και να μπορέσουμε να τα απολαύσουμε  και να τα νοσταλγούμε με τους δικούς μας όρους». Το να μπορείς να νοσταλγείς κάτι με δικούς σου όρους –ακόμα, ή, κυρίως κι αν δεν το έζησες– είναι μια διαδικασία που σου επιτρέπει να συγκροτήσεις ως συλλογικό υποκείμενο (ως γενιά ίσως) το δικό σου εννοιολογικό οπλοστάσιο και να αντλήσεις ό,τι σου φαίνεται χρήσιμο από ένα παρελθόν που έχεις επιλέξει να οικειοποιηθείς. Με αυτή την έννοια, πρόκειται για ένα εξόχως ριζοσπαστικό εγχείρημα με απελευθερωτικό πρόσημο.

Μένει ακόμα ένα βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίο του Χρυσόστομου: η nerd culture (ή, αν θέλετε, νερντοσύνη) ως διαμορφωτικό στοιχείο του σκεπτικού και της γραφής του. Αυτή η κουλτούρα, που παλαιότερα βρισκόταν στις παρυφές του πολιτισμικού φάσματος και πλέον διεκδικεί σημαντική ορατότητα λ.χ. μέσω κινηματογραφικών μεταφορών κόμιξ, βρίσκεται παντού στο βιβλίο –αν ξέρει κανείς πού να κοιτάξει: οι μεγάλοι της λογοτεχνίας τρόμου και φανταστικού, όπως ο Λάβκραφτ και ο Τόλκιν, η μυστηριακή και παγερή ατμόσφαιρα του black metal, η βγαλμένη από rpg «αποστολή» που κλείνει το βιβλίο, όλα συνηγορούν σε ένα αμάλγαμα της αναβίωσης της παράδοσης με βασικούς πυλώνες της ευρύτερης κουλτούρας του escapism.

Ωστόσο, αν δούμε το θέμα πιο προσεκτικά, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για τόσο διαφορετικά πράγματα. Η δυτικοφερμένη κουλτούρα αυτή συγκροτήθηκε εξαρχής σε μια λογική «ρομαντικής θέασης ενός φαντασιακού παρελθόντος», όπως το θέτει ο συγγραφέας. Τα έργα της λογοτεχνίας τρομου και φανταστικού, ένα σημαντικό τμήμα της ακραίας μουσικής και τα περισσότερα βιντεοπαιχνίδα ρόλων αντλούν από την ίδια μήτρα: την επιστροφή στο μυθικό παρελθόν, γερμανικής ή νορδικής συνήθως φύσης. Εδώ πρέπει να επισημαθούν κατ’ αρχάς οι προβληματικές πλευρές αυτού του φαινομένου. Τα τελευταία κυρίως χρόνια έχει αναπτυχθεί μια επικοδομητική κριτική προς αυτόν τον μαζικό γερμανικό και αγγλοσαξονικό ρομαντισμό, είτε διότι περιέχει σημαντικά ποσοστά εθνικισμού ή και ακροδεξιών ιδεολογιών (λ.χ. ο ρατσισμός του Λάβκραφτ ή το συχνό φλερτ του νορβηγικού και μη black metal με τον νεοναζισμό), είτε διότι είναι μια κουλτούρα που παράγεται από και απευθύνεται σε λευκούς, στρέιτ, μεσοαστούς άνδρες, αποκλείοντας οποιονδήποτε άλλον (λ.χ. η υπόθεση του gamergate).

Το βιβλίο του Χρυσόστομου είναι μια από τις απόπειρες για να οικειοποιηθούμε, έστω έμμεσα, αυτή την κουλτούρα με προοδευτικούς όρους, καθώς όσοι και όσες μεγαλώσαμε με αυτήν τη νιώθουμε δική μας. Είναι μια επικοινωνία δύο φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους κόσμων, που μοιράζονται όμως τη ριζοσπαστική, προδευτική χρήση κάποιας παράδοσης, σε μια εποχή που από τη μία όλο και πληθαίνουν οι απροβλημάτιστες, trendy αναβιώσεις χωρίς συγεκριμένο πρόταγμα, και από την άλλη η νερντοσύνη γίνεται fashion statement υποκρύπτοντας τα προβληματικά της στοιχεία. Δεν πρόκειται για κάποια περιφρούρηση των μυημένων· Πρόκειται για μια γόνιμη επεξεργασία στοιχείων που μας είναι οικεία μέσα από τις προσωπικές μας διαδρομές, με πλούσιο αισθητικό και διανοητικό υπόβαθρο, το οποίο εγγράφεται στο ίδιο πλαίσιο με άλλες αξιόλογες προσπάθειες και που βουτάει στο παρελθόν για να φέρει ένα πρόταγμα που συχνά συζητιέται αλλά σπάνια τίθεται τόσο σαφώς: μια ριζοσπαστική παραδοσιακότητα που σώζει την υπόρρητη μαγεία του κόσμου, χωρίς να στρέφεται σε εθνικές ονειρώξεις. Έναν σύγχρονο ρομαντισμό, όπου οι αρχέγονες δυνάμεις τίθενται στην υπηρεσία της απελευθέρωσης του ανθρώπου και όχι της υποδούλωσής του σε ορατά και αόρατα δαιμόνια.

 

Το βίντεο της εκδήλωσης: