Τελείως αθόρυβα (τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα) συμπληρώθηκαν τον Αύγουστο του 2019 τετρακόσια χρόνια από την άφιξη των πρώτων Αφρικανών στο Πόιντ Κόμφορτ της αποικίας της Βιρτζίνια, το σημερινό Φορτ Μονρό….

1619: Oι Ηνωμένες Πολιτείες έρχονται αντιμέτωπες με το παρελθόν τους

Τελείως αθόρυβα (τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα) συμπληρώθηκαν τον Αύγουστο του 2019 τετρακόσια χρόνια από την άφιξη των πρώτων Αφρικανών στο Πόιντ Κόμφορτ της αποικίας της Βιρτζίνια, το σημερινό Φορτ Μονρό. Φαντάζομαι ότι ο Τζων Ρολφ (John Rolfe), ένας Άγγλος αξιωματούχος από το Νόρφολκ, πολύ γνωστός στους αποίκους στα πρώτα σκοτεινά και δύσκολα χρόνια ζωής του Jamestown (εισήγαγε την καλλιέργεια καπνού, σώζοντας έτσι από αφανισμό την αποικία), όταν έγραφε την αναφορά του στον Σερ Έντουιν Σαντς (Sir Edwin Sandys) για την είσοδο στο λιμάνι –με διαφορά λίγων ημερών– δύο πλοίων, του White Lion και του Treasurer, θα συγκλονιζόταν αν μάθαινε ότι η διαδικαστική περιγραφή του φορτίου τους με τη φράση 20 and odd Negroes[1] θα περνούσε στη σφαίρα της μυθολογίας και η ιστορία των πρώτων Αφρικανών στη Βόρεια Αμερική θα ήταν πεδίο αντιπαράθεσης (το odd του Ρολφ σημαίνει κάτι παραπάνω, συγκεκριμένα κάτι παραπάνω από είκοσι Αφρικανοί),[2] ιστοριογραφικής διαμάχης και δημόσιου διαλόγου αιώνες αργότερα.

Όπως είναι φυσικό, όσο πλησίαζε η τετρακοσιοστή επέτειος και με το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο να είναι έκρυθμο, με τους θανάτους (δολοφονίες) Αφροαμερικανών πολιτών από λευκούς αστυνομικούς και την επακόλουθη δημιουργία του κινήματος «Black Lives Matter» (μετά τη δολοφονία του ανήλικου Travyon Benjamin Martin το 2012), με την υπόθεση για τις αποζημιώσεις των απογόνων των σκλάβων (το οποίο αναδεικνύεται σε κυρίαρχο ζήτημα των επερχόμενων προεδρικών εκλογών του 2020) που με εμφατικό τρόπο έθεσε εκτός των άλλων ο Τα-Νεχίσι Κόουτς (Ta-Nehisi Coates) το 2014, που προκάλεσε τις αντίστοιχες συντηρητικές και γραφικές αντιδράσεις, ενώ μούδιασμα στην Αφρο-αμερικανική κοινότητα προκάλεσε και η αρνητική τοποθέτηση του Μπέρνι Σάντερς (Bernie Sanders), με τις μαζικές φυλακίσεις Αφροαμερικανών και Λατινοαμερικάνων που ενώ είναι το 32% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελούν το 56% των φυλακισμένων, με τις φυλετικές διακρίσεις να αγγίζουν κάθε θεσμό και δομή του αμερικάνικου κράτους, από την εκπαίδευση μέχρι τη στέγαση και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, η δημόσια αντιπαράθεση από τα τηλεοπτικά πάνελ μέχρι και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έφτασε σε ιστορικά ύψη.

Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 2019 είδε το φως της δημοσιότητας ένα λεύκωμα/ημερολόγιο της Ιατρικής Σχολής της Ανατολικής Βιρτζίνια. Μέσα σε αυτό μπορούσε κανείς να βρει μια φωτογραφία με δύο νεαρούς, ο ένας με στολή και κουκούλα της Κου Κλουξ Κλαν και ο άλλος με blackface. Ο ένας από τους δύο νεαρούς της φωτογραφίας ήταν ο Ραλφ Νόρθαμ (Ralph Northam), ο Κυβερνήτης της Βιρτζίνια με το κόμμα των Δημοκρατικών. Μετά τον σάλο που προκλήθηκε και με την έντονη κριτική που του ασκήθηκε από δημόσια πρόσωπα, αλλά και από χιλιάδες πολίτες που ζητούσαν την παραίτησή του, ο Νόρθαμ αποφάσισε να εμφανιστεί στο αμερικάνικο τηλεοπτικό δίκτυο CBS, στην εκπομπή της Γκέιλ Κινγκ (Gayle King).

Στη συνέντευξη επισήμανε τη σπουδαιότητα της επερχόμενης επετείου των 400 χρόνων που συμπληρώθηκαν τον Αύγουστο που διανύουμε από την άφιξη των πρώτων Αφρικανών στην αποικία της Βιρτζίνια, αλλά και τους χαρακτήρισε υπηρέτες με σύμβαση υποχρεωτικής εργασίας (indentured servants), για να τον διορθώσει αμέσως η παρουσιάστρια ότι ήταν σκλάβοι.

Μετά τη συνέντευξη ο Νόρθαμ δέχθηκε σφοδρή κριτική για τη χρήση του όρου «υπηρέτης» αντί για «σκλάβος» από συντριπτικό μέρος της Αφροαμερικανικής κοινότητας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γιατί ελαχιστοποιεί με αυτό τον τρόπο τα δεινά της αμερικανικής δουλείας.

Σκοπός του άρθρου δεν είναι να καταπιαστεί εκτενώς με το εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα της κοινωνικής θέσης αυτών των δύστυχων πρώτων Αφρικανών που έφτασαν στο Ολντ Ντομίνιον (ένα chicken or the egg debate), τη Βιρτζίνια, την πρώτη αγγλική αποικία. Αρκεί να σκιαγραφήσουμε συνοπτικά την ιστορία αυτών των ανθρώπων, όπως μας φτάνει σε θρυμματισμένα κομμάτια από τη σχετική έλλειψη των αρχείων, για να βγάλουμε με κάποια ασφάλεια τα πρώτα συμπεράσματα.

Ήταν αιχμάλωτοι του πολέμου των Πορτογάλων και των Αφρικανών συμμάχων τους (Imbangala) με το βασίλειο του Ντόνγκο, με πρωτεύουσα την Καμπάσα, που βρισκόταν νοτιοανατολικά του λιμανιού της Λουάντα, στη σημερινή Ανγκόλα. Τους επιβίβασαν στο πλοίο São João Bautista, ένα από τα 36 πλοία που απέπλευσαν από τη Δυτική Αφρική με χιλιάδες σκλάβους για τις ισπανικές αποικίες (τα στέμματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ήταν ενωμένα ώς το 1640).

Κατευθυνόταν στη Βέρα Κρουζ του Μεξικό, για να πωληθούν οι σκλάβοι σε κάποια πορτογαλική ή ισπανική φυτεία στη Νότια Αμερική, όταν του επιτέθηκαν τα δύο αγγλικά πειρατικά πλοία.

Τo White Lion αποβιβάστηκε στην ανατολική ακτή της Βόρειας Αμερικής, πουλώντας τους Αφρικανούς που προορίζονταν για τη Βέρα Κρουζ στο Πόιντ Κόμφορτ, για να πάρουν διάφορες προμήθειες, σε πλούσιους και επιφανείς ιδιοκτήτες φυτειών της αποικίας της Βιρτζίνια, όπως ο κυβερνήτης Σερ Τζωρτζ Γιρντλεϋ (Sir George Yeardley) και ο επιφανής έμπορος Έιμπραχαμ Πίρσεϋ (Abraham Piercey). Το άλλο αγγλικό πειρατικό, το Treasurer, αποβιβάστηκε στην αδερφή αποικία της Βιρτζίνια, στις Βερμούδες, όπου και πούλησε τους υπόλοιπους Αφρικανούς. Το ότι τους αποκάλεσε υπηρέτες με συμβόλαιο[3] ο Ραλφ Νόρθαμ και όχι σκλάβους δεν είναι τόσο σοκαριστικό όσο φαντάζει αρχικά. Απηχεί μια ιστοριογραφική παράδοση που κρατάει ώς τις μέρες μας,[4] ενώ άρθρα που υποστηρίζουν αυτή τη θέση βγαίνουν και σε έγκριτες και γνωστές σε όλους μας ιστοσελίδες τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο.

Αρκεί να αναφέρουμε ότι η Βιρτζίνια ήταν μέρος του ευρύτερου Ατλαντικού κόσμου που άρχισε να διαμορφώνεται με ρευστά πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά όρια. Κάθε μελέτη σχετική με το δουλεμπόριο πρέπει ως μεθοδολογία να λάβει υπόψη αυτή τη διεθνική φύση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συναλλαγών και να μην εγκλωβιστεί σε μια αμιγώς τοπική προσέγγιση. Ο Μαρκ Μπλοχ (Marc Bloch) έλεγε ότι οι άνθρωποι αποτυγχάνουν να αλλάξουν το λεξιλόγιό τους όταν αλλάζουν τις συνήθειές τους. Θα πρέπει, λοιπόν, όταν χρησιμοποιούμε όρους όπως δουλεμπόριο, σκλάβοι ή φυτείες, να προσέχουμε τη μεταβολή τους στο πέρασμα των χρόνων. Όταν αναφέρουμε τις φυτείες καπνού της Βιρτζίνια το 1620, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα της εποχής, μιλάμε περισσότερο για εγκαταστάσεις και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέονται με τις γιγαντιαίες βαμβακοφυτείες της ζώνης του Ήλιου στον αμερικάνικο Νότο τον 19ο αιώνα. Είναι τελείως διαφορετική η μικρής ακόμα κλίμακας αγοραπωλησία των Αφρικανών στη Βιρτζίνια τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα –και χωρίς νομικό πλαίσιο να κωδικοποιεί την κοινωνική θέση τους στην αποικία– και άλλο το τεράστιο σκλαβοπάζαρο στο Τσάρλστον της Νότιας Καρολίνας έναν αιώνα αργότερα.

Παρόλο που δεν υπήρχαν νόμοι στις αποικίες, οι Αφρικανοί ήταν από την αρχή μια ξεχωριστή κατηγορία εργατών. Εκείνοι που βρίσκονταν στο São João Bautista μεταφέρθηκαν από το λιμάνι της Λουάντα στην Αγκόλα για να πωληθούν στην Αμερική σαν δούλοι των Ισπανών. Ως πειρατική λεία, σε κάθε βήμα του ταξιδιού τους θεωρούνταν εμπόρευμα, ιδιοκτησία των Άγγλων ναυτικών και εμπόρων. Δεν έκαναν το υπερατλαντικό ταξίδι εκούσια, βίαια αρπάχθηκαν από την πατρίδα τους σε πολέμους ή επιδρομές και δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευθούν κάποιο συμβόλαιο εργασίας – σε αντίθεση με τους λευκούς υπηρέτες. Στα αποικιακά αρχεία, στις απογραφές, στα επίσημα έγγραφα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις ομογενοποιούνται κάτω από έναν δυσοίωνο όρο: Negroes.

Οι Άγγλοι είχαν επίγνωση του δουλεμπορίου των Ισπανών και των Πορτογάλων πριν από αυτούς. Δεν ήταν δύσκολο, όταν θα το απαιτούσαν και οι συνθήκες φυσικά, να σκεφτούν τους Αφρικανούς για καταναγκαστική εργασία. Σε έναν κόσμο που αντιλαμβανόταν την παρουσία του στη γη με θρησκευτικούς όρους, όπου η ύπαρξη ιεραρχιών ήταν μια ακλόνητη βεβαιότητα, εκείνος που ήταν διαφορετικός στο χρώμα του δέρματος, στο ντύσιμο και στον τρόπο ομιλίας ήταν σχεδόν μεταφυσικά διαφορετικός. Η δουλεία μπορεί να μην είχε συστηματοποιηθεί, αλλά αυτή η ομογενοποίηση αποκαλύπτει μια δυσοίωνη κατεύθυνση. Δεν είχε σημασία αν ήσουν Ίγκμπο, Φούλα, Μάντε ή Γιορούμπα, αν ανήκες σε μια από τις φυλές της Κεντρικής Αφρικής και είχες αιχμαλωτιστεί σε κάποια μάχη και αναγκαζόσουν να διασχίσεις αμέτρητα χιλιόμετρα ερήμου για να φτάσεις σε κάποιο λιμάνι ώστε να μεταφερθείς στις αποικίες μετά από χιλιάδες μίλια στη θάλασσα. Αν επιβίωνες θα ήσουν Νέγρος, ίδιος με άλλους τελείως άγνωστους ανθρώπους. Και εκλείπει από τα αρχεία η χώρα προέλευσης ή ημερομηνία αναχώρησης ή άφιξής τους στην αποικία, κάτι που δείχνει ότι ήδη από την αρχή κάποιοι ήταν ισόβια δέσμιοι σε κάποιον αφέντη ή ιδιοκτήτη φυτειών. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ για κανέναν λευκό, ανεξάρτητα από την εθνική του καταγωγή ή τον τόπο προέλευσης του.

Στις 30 Ιουλίου του 1619, σε μια εκκλησία στο Τζέιμσταουν συγκλήθηκε η Γενική Συνέλευση, το πρώτο αντιπροσωπευτικό κυβερνητικό σώμα στην Αμερική. Ο Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump) πήγε για τους εορτασμούς των τετρακοσίων χρόνων της δημοκρατίας και αποδοκιμάστηκε έντονα.

Οι Times της Νέας Υόρκης έκαναν ένα αφιέρωμα δημοσιεύοντας άρθρα πολλών συγγραφέων και μια ποιητική συλλογή για τη σημασία της επετείου, με την ονομασία 1619 project, καταδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους η βαριά κληρονομιά του δουλεμπορίου απλώνει τη σκιά της ώς σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που ενεργοποίησε τα συντηρητικά αντανακλαστικά πολλών δημόσιων και μη προσώπων.

Αν και κάποιοι ιστορικοί, σε μια πιο ψύχραιμη προσέγγιση, προσπάθησαν να θέσουν τα γεγονότα του 1619 σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο, υποβαθμίζοντας τη σημασία τους, όπως ο εξαιρετικός Μάικλ Γκουάσκο (Michael Guasco), κατά τη γνώμη του γράφοντος, είναι πολύ σημαντικό αυτή η διχασμένη χώρα να έρθει αντιμέτωπη με το σκοτεινό παρελθόν της. Να παρατηρήσει στον καθρέφτη το ζοφερό σημάδι που άφησαν αιώνες φυλετικών προκαταλήψεων, δουλείας και ρατσισμού, που τόσο καιρό αρνείται ή δεν μπορεί να δει. Τον Ιούλιο του 1619 η σύγκλιση της πρώτης νομοθετικής συνέλευσης ήταν ένα σπουδαίο γεγονός, το σπέρμα της δημοκρατίας στο δυτικό ημισφαίριο. Ταυτόχρονα, έναν μήνα μετά, το White Lion αποβίβαζε τους πρώτους Αφρικανούς στην αποικία: η απαρχή ανείπωτης εκμετάλλευσης, καταπίεσης και θηριωδίας.

Οι πατέρες του αμερικανικού έθνους την στιγμή που έγραφαν την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας όπως ο Τζέφερσον και ο Ουάσινγκτον ήταν ιδιοκτήτες σκλάβων. Η αμερικάνικη ευημερία και οικονομική ανάπτυξη στηρίχτηκε στο αίμα και στην εργασία των Αφροαμερικανών.

Αυτή η αντίφαση αποτελεί την ραχοκοκαλιά των Ηνωμένων Πολιτειών και όποιος δεν μπορεί να το κατανοήσει αυτό, δεν μπορεί να καταλάβει την ιστορία τους.

Στιγμιότυπα από την αριστουργηματική σεκάνς της ταινίας Mudbound.

 

Σημειώσεις

[1] Στο πρωτότυπο: «About the latter end of August, a Dutch man of Warr of the burden of a 160 tunes arriued at Point-Comfort, the Comandor name Capt Jope, his Pilott for the West Indies one Mr Marmaduke an Englishman. They mett wth the Trer in the West Indyes, and determyned to hold consort shipp hetherward, but in their passage lost one the other. He brought not any thing but 20. and odd Negroes, wth the Governor and Cape Marchant bought for vietualle (whereof he was in greate need as he p’tended) at the best and easyest rate they could…».

[2] Ο Ρολφ θα συγκλονιζόταν επίσης αν μάθαινε ότι η δεύτερη γυναίκα του, η κόρη του αρχηγού Ποουχάταν με το όνομα Ποκαχόντας, θα περνούσε και εκείνη στη σφαίρα της μυθολογίας και θα γυριζόταν ταινία της Ντίσνεϋ το 1995, στην οποία θα εμπλέκονταν ερωτικά με έναν άλλο άποικο, τον Τζον Σμιθ – με τον ίδιο να απουσιάζει εντελώς από την ιστορία, αλλά ας το αφήσουμε αυτό για την ώρα.

[3] Οι περισσότεροι λευκοί άποικοι έρχονταν ως υπηρέτες με σύμβαση υποχρεωτικής εργασίας. Η συγκεκριμένη μορφή εργασίας ήταν η πιο σημαντική στις βορειοαμερικανικές αποικίες μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα και η πλειονότητα των ανθρώπων που έκαναν τον διάπλου του Ατλαντικού ήταν υπηρέτες. Πλήρωναν τα ναύλα του ακριβού υπερατλαντικού ταξιδιού δηλαδή με την εργασία τους, η οποία είχε ορισμένη χρονική διάρκεια, συνήθως 4-7 χρόνια (το συμβόλαιο οφείλει την ονομασία του στο χαρτί που κοβόταν στη μέση περίπου, ένα για κάθε συμβαλλόμενο μέρος, έτσι ώστε αν τα τοποθετούσε κανείς δίπλα να ταίριαζαν, στην κυριολεξία: το indentured σημαίνει οδοντωτό).

[4] Που ξεκίνησε με το επιδραστικό άρθρο του Oscar και της Mary Handlin το 1950 στο William and Mary Quarterly.