Έχει περάσει πάνω από ενάμισης χρόνος από όταν ανακοινώθηκε ότι ο Quentin Tarantino θα επέστρεφε κινηματογραφικά μετά από αρκετά χρόνια, κάνοντας τον κόσμο να ανυπομονεί, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση του…

Μια άλλη ματιά στο Once Upon a Time… in Hollywood

Έχει περάσει πάνω από ενάμισης χρόνος από όταν ανακοινώθηκε ότι ο Quentin Tarantino θα επέστρεφε κινηματογραφικά μετά από αρκετά χρόνια, κάνοντας τον κόσμο να ανυπομονεί, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση του βαρύγδουπου cast των Leonardo DiCaprio, Brad Pitt και Margot Robbie. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να μου δημιουργείται μεγάλη περιέργεια, όταν έμαθα πως η πλοκή θα περιλαμβάνει την ιστορία της δολοφονίας της Sharon Tate από τους ακόλουθους του Charles Manson, τόσο για τον τρόπο με τον οποίο θα προσέγγιζε ο Tarantino ένα τέτοιο συμβάν όσο και για την ενδεχόμενη αντίδραση του Roman Polanski – τότε συζύγου της Tate, για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν. Το μόνο σίγουρο εξαρχής ήταν ότι ο τίτλος-homage στον Sergio Leone, Once Upon a Timein Hollywood, υποσχόταν μια σινεφιλική ταραντινική ταινία (ο καλός φίλος του Tarantino, Robert Rodriguez, είχε κάνει ήδη το δικό του homage από το 2003, με το Once Upon a Time in Mexico). Λίγο η περιέργεια, λίγο το spamαρισμένο trailer που πείθει για μια εγγυημένη ταραντινική εμπειρία με ’60s αισθητική («παίζει και ο Al Pacino;!»), λίγο η είδηση πως η σύζυγος του Polanski, Emmanuelle Seigner, ήταν έξαλλη στις Κάννες για το ότι ο σύζυγός της δεν ρωτήθηκε ποτέ, βρέθηκα κι εγώ στο σινεμά.

Η ταινία, λοιπόν, αποτελεί ένα πάντρεμα του fiction με το πραγματικό, κάτι που ο Tarantino έχει ήδη ξανακάνει στο Inglourious Basterds (ίσως γι’ αυτό να εγκωμιάζει τον εαυτό του με μια ίδια σκηνή από πάρα πολύ νωρίς). Παρά το ότι ακούγεται εκπληκτική ιδέα, ιδιαίτερα με φόντο το Hollywood των late ’60s, δυστυχώς δεν λειτουργεί, με βασικότερο πρόβλημα το σενάριο. Αυτό φυσικά προκαλεί μεγάλη έκπληξη, γιατί έχουμε συνηθίσει τον Tarantino να μας κερδίζει με τις ιστορίες που έχει να πει – αυτή τη φορά όμως δίνει την εντύπωση πως δεν έχει να πει τίποτα. Ενώ έχουμε τον άπλετο χρόνο των 2 ωρών και 41 λεπτών να ακολουθήσουμε τις ιστορίες των τριών κεντρικών χαρακτήρων, του Rick Dalton (Leonardo DiCaprio), ενός ηθοποιού με καριέρα στα τηλεοπτικά western, ο οποίος επιθυμεί να εξελίξει την καριέρα του στον κινηματογράφο, του Cliff Booth (Brad Pitt), πιστού κασκαντέρ του Dalton, και της πραγματικής Sharon Tate (Margot Robbie), η οποία μένει δίπλα από το σπίτι του Dalton, δεν ολοκληρώνεται καμία από αυτές. Οι χαρακτήρες δεν προλαβαίνουν να εξελιχθούν ποτέ, καθώς η ιστορία και η πλοκή παρακωλύονται από ανούσιες σκηνές και μένουν εντέλει λειψοί. Η ιστορία του Dalton, παρά το ότι μας έχει δώσει ενδιαφέροντα στοιχεία του χαρακτήρα, περιορίζεται στο να τον ακολουθάμε σε μακρόσυρτα γυρίσματα western που παγώνουν την πλοκή. Κάπως έτσι κυλάει και αυτή του Booth, με μεγάλες επαναλαμβανόμενες και κακά μονταρισμένες διαδρομές με το αυτοκίνητο – αν και πρέπει να αναφερθεί, πως είναι ίσως η πιο καλογραμμένη ιστορία της ταινίας. Τέλος, η ιστορία της πραγματικής Tate εμποδίζεται από πολλές σκηνές χορού, αλλά και από ένα ηθικό πρόβλημα που δημιουργείται, αλλά θα αναλυθεί παρακάτω. Το σενάριο είναι τόσο προβληματικό που κάνει όλη την ταινία να μοιάζει με ένα εκτεταμένο trailer, το οποίο δεν «μπαίνει» ποτέ. Σίγουρα υπάρχει μια στοιχειώδης ανάπτυξη των χαρακτήρων, ελάχιστες φορές με ευρηματικές σκηνές όπως αυτή της Tate στον κινηματογράφο να βλέπει τον εαυτό της ή αυτή του Dalton να θυμώνει για την υποκριτική του επίδοση, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που βλέπουμε είναι η εμπειρία και το ταλέντο των ηθοποιών – δεν αναπτύσσεται πραγματικά ο Dalton, αλλά ο DiCaprio «κουβαλάει» τον χαρακτήρα του. Αξιοσημείωτο εδώ είναι να αναφερθεί πως ο χαρακτήρας του Al Pacino ως ατζέντη του Dalton είναι βαλμένος ξεκάθαρα για λόγους trailer, καθώς αυτό που υποτίθεται πως βοηθάει στην πλοκή έρχεται να το κάνει καλύτερα από τον χαρακτήρα του Pacino, αλλά τελείως αξιοθρήνητα τεχνικά, ένας ξαφνικός αφηγητής που εισέρχεται περί τη δεύτερη ώρα, να εξηγήσει όσα δεν μπόρεσαν να εξηγηθούν σεναριακά για δύο ολόκληρες ώρες.

Σε αυτό το σημείο, πολλοί θα διαφωνήσουν με το επιχείρημα πως όλη αυτή η σεναριακή θυσία γίνεται στο όνομα του απόλυτου εγκωμίου που πλέκει ο Tarantino στη δεκαετία των ’60s,μέσω λεκτικών και αισθητικών αναφορών. Ακούω για ευφυείς σινεφιλικές αναφορές, καταπληκτική αναπάρασταση της εποχής, πραγματικά πρόσωπα, αστεία μπλεγμένα με τα fictional του σεναρίου – στοιχεία που μάλλον συνθέτουν ένα ελιτιστικό έργο για ένα εξίσου ελιτιστικό κοινό. Προσωπικά, θα ήμουν υπέρ αυτού του ελιτιστικού εγκωμίου και θα δεχόμουν το ελλιπές σενάριο, αν κάτι τέτοιο ήταν αληθές. Στην πραγματικότητα, αν εξαιρέσουμε τη σκηνογραφία, οι αναφορές για τα trends της εποχής δίνονται σε ανέμπνευστους μικροδιαλόγους χαρακήρων, το Βιετνάμ (το πιο σημαντικό θέμα της εποχής) αναφέρεται με το ζόρι δύο φορές, οι χίπηδες θυμίζουν περισσότερο hipster ακροατές του Glastonbury 2013 παρά του Woodstock 1969, ενώ δίνεται η ξεκάθαρη εντύπωση πως, κατά τη διετία που παρουσιάζεται, μόνο τα western κυριαρχούσαν στους κινηματογράφους. Όσο για τις σινεφιλικές αυτές αναφορές, δεν καταλαβαίνω πού κρύβεται το αστείο σε έναν «μη μου άπτου» Bruce Lee, τον οποίο «έχει άνετα» ο Brad Pitt, ή σε μια έμμεση παραδοχή πως ο Sergio Leone είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης spaghetti western, με ακόλουθο τον Sergio Corbucci, στου οποίου τις ταινίες πρωταγωνιστεί ο Dalton. Καταλαβαίνω, πάντως, πως όλα αυτά δημιουργούν σε κάποιο κοινό την αίσθηση πως το αστείο είναι εκεί γι’ αυτούς. Υπάρχει όμως το ηθικό ζήτημα της Sharon Tate.

Η πραγματική ιστορία της Tate δεν φαίνεται πουθενά στην ταινία· την ακολουθούμε αρκετά, αλλά δεν τη μαθαίνουμε ποτέ. Αντ’ αυτού, βλέπουμε «αστεία» για τον σύζυγό της, Polanski, όπως επίσης έμμεσες σπόντες προς τον τελευταίο για παιδεραστία και ενοχή για τον θάνατο της γυναίκας του, μέσω του χαρακτήρα του Booth. Ο ίδιος ο Tarantino δηλώνει πως εκτιμάει πολύ την Tate, αλλά δεν είναι κάτι τέτοιο ξεκάθαρο. Πολλές φορές, μου δινόταν η εντύπωση πως παρουσιάζεται πιο πολύ σαν bimbo της εποχής, παρά για πρόσωπο που βάζει σε βάθρο η ταινία. Εντέλει, με την πραγματική ιστορία να μην αποτυπώνεται, με το επώνυμο του Manson να μην ακούγεται ποτέ, με το ότι δεν εξηγείται ποτέ πως οι χιπο-hipsters είναι οι ακόλουθοί του και, κυριότερα, με έναν παραλληλισμό της δολοφονίας που στέκεται ως το βίαιο ταραντινικό κρεσέντο αλλά και ως η πιο αστεία σκηνή της ταινίας, έχω την εντύπωση πως όλη αυτή η αναφορά στην Tate καταλήγει να είναι –ή έστω να φαίνεται– μάλλον προσβλητική. Το κοινό που γνωρίζει την ιστορία της και βλέπει την ευκτική πλευρά του θέματος, θα διαφωνήσει, αλλά εγώ με τη σειρά μου αναρωτιέμαι: με την πολύμηνη διαφήμιση και το συγκεκριμένο cast, πόσοι είναι αυτοί που φτάνουν στην αίθουσα γνωρίζοντας το τραγικό συμβάν; Ξέρω πως η κριτική δεν γίνεται στο κοινό, αλλά στο έργο και στον δημιουργό του, αλλά αισθάνθηκα πολύ άσχημα ακούγοντας τον κόσμο να γελάει για πρώτη φορά στην έκρηξη της βίας. Αυτό όμως είναι κάτι που ο Tarantino το ξέρει και το θέλει. Σίγουρα, στο μυαλό του, αποτίει φόρο τιμής σε όσα αγαπάει, με τον κλασικό του αστείο τρόπο, ενώ ξέρει πως το κοινό του θα το καταλάβει. Αυτό που με κάνει να αναρωτιέμαι είναι εάν θα επέτρεπε το ίδιο κοινό τόσο εύκολα σε κάποιον άλλο δημιουργό να παίζει με ευαίσθητα θέματα όπως θέλει, στο όνομα του προσωπικού του ύφους, όσο επιτρέπει στον Tarantino. Αλλά αρκετά με την ηθική.

Αν τώρα κρίνουμε το Once Upon a Timein Hollywood ως ταραντινική ταινία, θα δούμε πως είναι ξεκάθαρα η πιο διαφορετική ταινία του. Εκτός του ότι το σενάριο δεν είναι ολοκληρωμένο και η αισθητική είναι σχετικά άστοχη και πολύ προσωπική, ο κλασικός ταραντινικός διάλογος είναι απών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ενώ δεδομένης της μουσικής δυναμικής της εποχής και του ότι ο Tarantino μάς έχει διδάξει κομματάρες στο παρελθόν, το soundtrack είναι σχεδόν αδιάφορο και ταυτόχρονα τόσο πυκνό, που χάνει και το νόημά του. Οι χαρακτήρες θα μπορούσαν να θυμίζουν Tarantino αλλά, όπως είπαμε, χάνονται στον βωμό μιας αποτυχημένης badassίλας που γίνεται αυτοσκοπός σε όλη την ταινία, πνίγοντας το ίδιο το σενάριο. Αν όλα αυτά λείπουν, σημαίνει πως λείπει και η αναμενόμενη διασκέδαση, άρα μένουμε με 2:41 ώρες κενές. Έτσι έμεινα πραγματικά με την απορία για το πού αποσκοπεί αυτή η ταινία.

Προσωπικά, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η ευφυής ιδέα του μπλεξίματος fiction με ιστορικό υπόβαθρο σε νοσταλγικό ύφος χάθηκε στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μια πολύπτυχη ταινία. Η ταινία αστοχεί και δυσκολεύεται να πει τις ιστορίες των τριών χαρακτήρων της, αλλά και να κρατήσει ταυτόχρονα τον badass/εγκωμιαστικό/fictional/βιογραφικό χαρακτήρα που θέλει να της δώσει ο Tarantino. Αυτό όμως δεν δικαιολογείται, γιατί υπάρχει άπλετος χρόνος, ο οποίος εντέλει κουράζει το θεατή και τον αφήνει με ερωτηματικά. Μου δόθηκε πολλές φορές η εντύπωση πως ο Tarantino «χρωστούσε» αυτή την ταινία στον εαυτό του (και στο σινεμά;), αλλά δεν του βγήκε σωστά· είναι αναμφισβήτητα ένα προσωπικό έργο, αλλά μοιάζει forced. Η ταινία είναι λειψή, τεχνικά και ηθικά λάθος.

Όπως και να ’χει, αναμένεται να αποτελέσει τεράστια εμπορική επιτυχία λόγω του έμπειρου cast, που δικαιώνει τον θεατή, και της τεράστιας διαφήμισής της, ενώ τα σφάλματα του Tarantino μάλλον θα παραγραφούν υπό το κύρος της υπογραφής του. Αλλά αυτά γίνονταν από πάντα… στο Hollywood.