Χρήστος Τριανταφύλλου – Russian Doll     Η σειρά που με άγγιξε βαθύτερα φέτος ήταν σαφώς η τρίτη σεζόν του True Detective, αλλά αφενός πρέπει να υπάρχει ποικιλία σε…

5 σειρές που ξεχωρίσαμε αναπάντεχα μέσα στο 2019

 

Χρήστος Τριανταφύλλου – Russian Doll

 

 

Η σειρά που με άγγιξε βαθύτερα φέτος ήταν σαφώς η τρίτη σεζόν του True Detective, αλλά αφενός πρέπει να υπάρχει ποικιλία σε αυτή τη λίστα, αφετέρου ανάμεσα στις δύο σειρές υπάρχουν ορισμένες αναπάντεχες ομοιότητες – κυρίως στην πραγμάτευση της υποκειμενικότητας του χρόνου ως συστατικού στοιχείου της ανθρώπινης εμπειρίας και όχι ως απλής σκληρής πραγματικότητας που κυβερνάται από φυσικούς νόμους.

Καθόλου τυχαία, το Russian Doll είναι το πνευματικό τέκνο τριών γυναικών κωμικών, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει η αγαπημένη Amy Poehler. Οι τρεις δημιουργοί καταφέρνουν κάτι που ακούγεται απλό, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται πραγματικά πολύ δύσκολο: συνδυάζουν την κωμωδία, το παράλογο και τον μαγικό ρεαλισμό με μια ειλικρινή ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις.

Κατά κάποιον τρόπο, το Russian Doll είναι το live action αντίστοιχο του Big Mouth, το οποίο είχα διαλέξει στην περυσινή λίστα. Η σειρά δεν ενδιαφέρεται τόσο για (αμπελο)φιλοσοφικά παιχνίδια, ούτε αποτελεί μια επίδειξη ευφυΐας· αντίθετα, χρησιμοποιεί το παράλογο για να μιλήσει για την ανθρώπινη κατάσταση, σαρκάζοντάς την τρυφερά και όχι υποτιμώντας την.

Είναι, με άλλα λόγια, πιο κοντά σε έργα μεγάλων δημιουργών όπως οι Αδελφοί Κοέν ή ο Φίλιπ Ντικ, παρά στη ρηχή επιδειξιομανία σκηνοθετών όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν. Σε μια εποχή που η επιστημονική φαντασία και το παράλογο έχουν ενταχθεί πλήρως στο λεξιλόγιο της ποπ κουλτούρας, είναι πραγματικά κρίμα να χρησιμοποιούνται αυτά τα στοιχεία μόνο και μόνο ως οπτικό στολίδι ή –ακόμα χειρότερα– ως ευκαιρία για να αποσυνδεόμαστε πλήρως από τον πιο φλέγοντα αρμό της μυθοπλασίας: να αφηγούμαστε ιστορίες ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες.

 

Νίκος ΣταματίνηςWhen They See Us

 

 

Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο δεν είχα αποφασίσει ποια από τις δύο να διαλέξω. Για την ακρίβεια ακόμα δεν έχω αποφασίσει. Δώστε μου λίγο χρόνο.

Ευχαριστώ. Οκ, δύο καλύτερες σειρές κατά τη γνώμη μου φέτος (με δεδομένο ότι αφήνω απ’ έξω τον Bojack, γιατί δεν είδαμε ολοκληρωμένο) είναι το The Boys και το When They See Us. Oκ, αποφάσισα και επίσης δεν έχει κανένα νόημα όλο αυτό, γιατί θα το δείτε στην κεφαλίδα.

Για ακόμα μια φορά στη ζωή μου δεν θα πάω με την πρωτοτυπία. Γιατί το Τhe Boys ήταν πραγματικά υπέροχα πρωτότυπο και πανέξυπνο αλλά σε κάποιες φορές έδειχνε να παίρνει τις στροφές λίγο πιο ανοιχτά. Η μίνι σειρά When The See Us, από την άλλη, ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε. Και η αλήθεια είναι πως σε μια κοινωνία που βιώνει ένα δεύτερο –πολύ λιγότερο ριζοσπαστικό βέβαια– κίνημα για τα δικαιώματα, μια σειρά με μια αληθινή ιστορία κάποιων νέων που κατηγορήθηκαν άδικα για έναν βιασμό λόγω του χρώματός τους, ε, δεν είναι και κάτι που δεν περίμενες να δεις.

Κι όμως. Εδώ έχουμε ένα πρίσμα διαφορετικό, που απέδειξε ότι δεν αρκεί να έχεις να πεις πράγματα. Πρέπει να ξέρεις πώς να τα πεις και αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο (γκουχ Τζόκερ γκουχ). Έτσι, μέσα στα λίγα επεισόδιά του πρόλαβε να ξετυλίξει μια ιστορία που σε έπιανε από τον λαιμό και σε βάραγε στον τοίχο μέχρι να καταλάβεις ότι ο κόσμος είναι σκατά χωρίς τον λουστραρισμένο τρόπο με τον οποίο υιοθέτησες αυτή την παραδοχή από ακαδημαϊκά συγγράμματα και mainstream επιτυχίες.

Η κοινωνική αδικία είναι άσχημη, απαίσια και βλέποντάς τη δεν βλέπεις ένα success story κάποιου που τελικά δικαιώθηκε. Βλέπεις κατεστραμμένες ζωές. Γιατί, ανεξάρτητα από την έκβαση της σειράς, στο τέλος σου μένει ένας κόμπος στο στομάχι. Ο κακός δεν διαμελίστηκε, ο αδικημένος δεν θριάμβευσε. Δεν υπήρχαν εδώ δάκρυα συγκίνησης. Ίσως αυτό εξηγεί και το μίσος που έφαγε η villain της σειράς Linda Faistein στην πραγματική ζωή. Το αηδιασμένο κοινό έψαχνε τη λύτρωση που η σειρά δεν του έδωσε. Διαλέγω, λοιπόν, αυτή τη σειρά γιατί μίλησε για τον θεσμοποιημένο ρατσισμό παίρνοντάς σου το κεφάλι και κολλώντας το σε απόσταση αναπνοής από όλη την ασχήμια της. Εδώ που τα λέμε, καμιά φορά είναι ακόμα πιο απαιτητικό να αναπαραστήσεις το άσχημο.

 

Δημοσθένης Γαβαλάς – Chernobyl

 

 

Γράφω αυτό το κείμενο έχοντας μια βεβαιότητα: το Chernobyl δεν ήταν σε καμία περίπτωση η αγαπημένη μου σειρά μέσα στο 2019, πιθανότατα ούτε και η καλύτερη που είδα, με έναν τρόπο όμως έχω την εντύπωση ότι ήταν η σημαντικότερη σειρά της χρονιάς.

Η ιστορία γνωστή: η δραματοποίηση της πορείας προς την πυρηνική καταστροφή και η διαχρονική –και διακαθεστωτική– διαπραγμάτευση της εξισορρόπησης μεταξύ του πολιτικού/οικονομικού κόστους  και της ανθρώπινης ζωής. Υπερβαίνοντας τις εξαιρετικές ερμηνείες, τις πιστές απεικονίσεις, αλλά όχι και τα «κλισέ» του Σοβιετικού «άλλου», το Chernobyl κατάφερε να επιτελέσει μια αναγκαία λειτουργία μέσα στο 2019 την οποία πολλά πολιτιστικά παράγωγα διεκδίκησαν χωρίς όμως την ίδια επιτυχία, την ένταξη δηλαδή του λόγου για την κλιματική αλλαγή και τον συσχετισμό της με την ανθρώπινη επέμβαση μέσα σε ένα πλαίσιο κεντρικού πολιτικού διακυβεύματος.

Μέσα από μια διαδρομή αναγωγών και περίτεχνων αναλογιών –για τις οποίες η σειρά, μας κλείνει το μάτι– μπορούμε να προβάλλουμε το προαναγγελθέν ατύχημα του 1986 στην εποχή μας, της δυστοπικής αναμονής για την προαναγγελθείσα και επερχόμενη περιβαλλοντική καταστροφή, πάλι με τους ίδιους όρους, αυτούς της χυδαίας εξισορρόπησης μεταξύ ανθρώπινης ζωής και πολιτικού/οικονομικού κόστους. Σε μια εποχή αποκαθαρμένη από τις προοπτικές των «μεγάλων ιδεολογιών» και την ανατρεπτική τους διάθεση, το Chernobyl μέσω της πρωτοφανούς του μαζικότητας έρχεται ακριβώς να ενώσει τις κουκίδες μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ προειδοποίησης και επιτέλεσης, απευθυνόμενο σε μια γενιά της οποίας η πολιτική συγκρότηση γίνεται ακριβώς στη βάση της κλιματικής αλλαγής. Ε, ναι, είναι σημαντικό για μια σειρά να αναδεικνύει ότι το βασικό διακύβευμα δεν είναι τα πλαστικά καλαμάκια του καφέ αλλά η κεντρική πολιτική.

 

Εύα Πλιάκου – The Morning Show

 

 

Το The Morning Show είναι μια σειρά που μιλάει για πράγματα καθόλου εύκολα. Ξεκινάει με την απόλυση ενός παρουσιαστή μιας πρωινής εκπομπής (του αντίστοιχου Γιώργου Παπαδάκη της αμερικανικής πρωινής ζώνης), που υποδύεται εξαιρετικά ο Steve Carell, εξαιτίας διάφορων καταγγελιών για σεξουαλική εκμετάλλευση των υφισταμένων του γυναικών. Η Jennifer Aniston (συμπαρουσιάστριά του για 15 χρόνια), σε μια προσπάθεια να σώσει την εκπομπή και τη θέση της, αποφασίζει να προσλάβει ως αντικαταστάτριά του τη Reese Witherspoon, μια δημοσιογράφο από ένα μικρό τοπικό κανάλι που είναι ταγμένη στην «αληθινή» δημοσιογραφία.

Κι ενώ όλο αυτό που ξεκινάει ως δράμα με τρομερές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς –αλλά δεν ξέρεις αν μπορεί να πάει κάπου παραπέρα από το απολαυστικό binge– στο 4ο επεισόδιο μεταλλάσσεται σε μια συγκλονιστική σειρά, υπερβολικά αληθινή και δύσκολη. Στο συγκεκριμένο επεισόδιο η Witherspoon παίρνει συνέντευξη από ένα από τα «θύματα» του Carell  και αυτό το δεκάλεπτο είναι μια σκηνή που αφήνει με κομμένη την ανάσα τους θεατές, είναι ίσως η πιο σημαντική σκηνή που αφορά το me_too που έχει παιχτεί μέχρι στιγμής στην τηλεόραση.

Το φινάλε δε της πρώτης σεζόν είναι σοκαριστικό, από αυτά τα φινάλε που θα θυμάμαι για χρόνια. Το The Morning Show ήταν μια από τις σειρές με τις οποίες έκανε ντεμπούτο το apple tv+, τα δε ποσά που παίρνουν οι πρωταγωνίστριες είναι αδιανόητα. Μπορεί να μην είναι σπουδαία σειρά (εγώ πιστεύω ότι είναι, αλλά αυτό θα το δείξει ο χρόνος), είναι πάντως σίγουρα από τις πιο ουσιαστικές και σημαντικές σειρές που βγήκαν τη χρονιά που πέρασε.

 

Γιώργος Νούσης – True Detective

 

 

Μετά την πρώτη του εξαιρετική εμφάνιση το 2014 –για την οποία είχα γράψει– και τη δεύτερη σχεδόν αποτυχημένη σεζόν του 2015 (δεν κατάφερα να την ολοκληρώσω), το True Detective επέστρεψε με την ωριμότερη ίσως –και κατά τη γνώμη μου καλύτερη– ιστορία που μας έχει δώσει έως τώρα. Η τρίτη σεζόν ήταν πραγματικά αριστουργηματική από κάθε άποψη.

Αν στην πρώτη έχουμε ένα τρομακτικό ατμοσφαιρικά ντεμπούτο, με κάποια κομμάτια να παραμένουν μετέωρα ή αμήχανα ως προς τη συνέπεια και τη σχέση μεταξύ μιας αφηγηματικά κλιμακούμενης προσδοκίας που καλλιεργείται και ενός μάλλον αφελούς, αδύναμου φινάλε, στην τρίτη σεζόν τα πάντα είναι εναρμονισμένα. Η καταπληκτική ατμόσφαιρα (χαρακτηριστικό και της πρώτης σεζόν), η σφιχτή δομή και η άρτια νοηματική σύνδεση σε ένα δυσκολότερο αυτή τη φορά εγχείρημα –καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται σε τρία χρονικά επίπεδα, 1980, 1990 και 2015– δημιουργούν ένα στυλιζαρισμένο μνημονικό παλίμψηστο, όπου τα μωσαϊκά αφαιρούνται σιγά σιγά και αποκαλύπτουν ένα νέο παρελθόν.

Μια υπόθεση εξαφάνισης η οποία ξεδιπλώνεται σε τρεις χρονικότητες αποτελεί τον άξονα πάνω στον οποίο οι πρωταγωνιστές δομούν τις σχέσεις τους και ταυτόχρονα τοποθετούν τις ιστορίες τους, σε μια προσπάθεια διαρκούς αναμέτρησης με το παρελθόν. Οι εξαιρετικές ερμηνείες των Mahershala Ali, Stephen Dorff, Carmen Ejogo και Scoot McNairy δίνουν πνοή στους χαρακτήρες οι οποίοι πλάθονται σταδιακά και αποκτούν ολοκληρωμένη υπόσταση μέσα από τη διαρκή αφηγηματική αλληλεπίδραση παρελθόντος-παρόντος. Η λειτουργία της μνήμης (και η ενδεχόμενη απώλειά της) αναδεικνύεται εδώ όχι μόνο ως μέσο ανάκλησης και ανακατασκευής του παρελθόντος αλλά ως ουσιώδες στοιχείο συγκρότησης μιας ανθρώπινης ταυτότητας.

  • Social Links: