Ο Λουκάς δεν ήταν πλέον των μεγάλων πάρτι. Είχαν πεθάνει οι εποχές που μας έπαιρνε να πάμε σε queer πάρτι και να καταλήξουμε να ξερνάμε την άλλη ημέρα. Τα ήθελε πλέον πιο…

No, Honey 3.04: Νέα/παλιά διλήμματα

Ο Λουκάς δεν ήταν πλέον των μεγάλων πάρτι. Είχαν πεθάνει οι εποχές που μας έπαιρνε να πάμε σε queer πάρτι και να καταλήξουμε να ξερνάμε την άλλη ημέρα. Τα ήθελε πλέον πιο φτωχικά. Είχε καλέσει εμένα και τη Βίκυ στο σπίτι να ακούσουμε ποπ και να πιούμε μπύρες από το σούπερ μάρκετ. Ένιωθα ότι η λιτότητά του ήταν μια αντίδραση – γινόταν 25 και αισθανόταν ότι μεγάλωνε, ότι το να μεγαλώνεις σημαίνει να μαθαίνεις να ζεις με λίγα και καλά. Τον καταλάβαινα – είναι λίγο τρομαχτικό να καταλαβαίνεις ότι οι μεγάλες παρέες των 18 σου και οι μεγαλοπρεπείς εορτασμοί των 20 είναι φούσκες γιατί σου έχουν μείνει δυο ή τρία άτομα από τις παρέες και δεν είχες ποτέ ουσιαστικά την αντοχή να αντιμετωπίσεις τόσο κόσμο μέσα σε ένα βράδυ. 

«Λες να γινόμαστε μίζερα;» ρώτησα το Λουκά. 

«Ίσως» έκανε. 

Η Βίκυ δε μιλούσε. Έμοιαζε να είναι αλλού. Όλη την ώρα. 

«Μήπως μας πιάνουν νοσταλγίες ηλικιωμένων για το παρελθόν;» αναρωτηθήκα. 

Ωπ. Η Βίκυ δάκρυσε. 

«Τι έχεις;» τη  ρώτησα. 

«Ακόμα σκέφτομαι τον Κλεάνθη» παραδέχθηκε. «Τον βλέπω ακόμα και στον ύπνο μου» 

Τη χάιδεψα. Το δέχθηκε. 

«Δεν είναι πραγματικά το παρόν σου» της θύμισα. 

«Είναι βαθύτερος ο λόγος που σε κρατάει πίσω» της είπε ο Λουκάς. 

«Νιώθω ντροπή για τις επιλογές μου» παραδέχθηκε. «Μέσα σε ένα χρόνο, τα έφτιαξα με το Λάμπρο και παρίστανα τη συναιαθηματικά διαθέσιμη, χώρισα, σκέφτομαι το απωθημένο μου και κατέληξα να τραβιέμαι με έναν τοξικό φωτογράφο. Πήρα και την Έλλη στο λαιμό μου, γιατί πίστευα ότι με βοηθούσε που είχε και εκείνη μια εξίσου καταδικασμένη σχέση, τα σπάσαμε, τα ξαναβρήκαμε και έκανα τα πράγματα χειρότερα» 

Η φωνή της είχε μια χροιά μετάνοιας. Μου άρεσε λίγο αυτό – πάντα πίστευα σε εκείνην και θεωρούσα ότι χαντάκωνε μόνη της τον εαυτό της. Ήξερα ότι η μετάνοια είναι μια σκληρή και πολύ συναισθηματική υπόθεση, αλλά μπορούσε να σε κάνει μόνο καλύτερο άτομο. Και ήθελα να συνεισφέρω σε αυτό. 

«Όταν πιέζεις τον εαυτό σου να ξεπεράσει το παρελθόν, απλά κάνεις κακές επιλογές» τη συμβούλευσα. «Δε χαίρεσαι ό,τι έχεις μπροστά σου. Απλά αφήνεις καταστάσεις, που έχουν περάσει, να σε εξουσιάσουν. Δεν αξίζει» 

Τώρα έκλαιγε γοερά. Ωχ. 

«Όλα είναι αποτέλεσμα της ανικανότητας μου να δω ότι αξίζω καλά πράγματα» έκανα. 

Ο Λουκάς μελαγχόλησε μαζί της. 

«Όσο κλισέ και αν ακούγεται, δε μπορείς να κάνεις κάτι για όσα πέρασαν. Μπορείς μόνο να δημιουργήσεις κάτι καινούριο, χωρίς το άγχος του να είναι καλό αυτό το καινούριο» της εξήγησε. 

Πήρε μια ανάσα. 

«Βγαίνω ραντεβού μετά από τόσο καιρό» ανακοίνωσε. «Είναι μια φρίκη για ‘μένα. Ένα πήγε καλά. Τι θα κάνω αν ξαναβγώ μαζί του; Και αν η δεύτερη φορά γίνει  τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, χιλιοστή πέμπτη;» 

Τον χάιδεψα. 

«Το ότι δεν κράτησες μια σχέση στο επίπεδο που ήθελε ο άλλος μια φορά δεν είναι ενδεικτικό με το πόσο αφοσιωμένος είσαι στις σχέσεις εν γένει» του είπα. «Μην ξεχνάς ότι δεν ήθελες πραγματικά να πας Βερολίνο με τον πρώην σου. Πιέστηκες να το κάνεις. Δε χρειάζεται να λες στον εαυτό σου ότι αυτό θα επαναληφθεί. Είναι σαν να υπογράφεις την καταδίκη σου» 

Εν τω μεταξύ, η Βίκυ σκούπιζε τα δάκρυά της. 

«Μπορούμε να μιλήσουμε για ποπ και για κοκτέιλ;» μας είπε. 

Ναι, αυτό θα μας έκανε να νιώσουμε καλύτερα. 

Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, η Βίκυ με ρώτησε κάτι: 

«Ήμουν κάπως δραματική, ε; Όπως είμαι πάντα;» 

«Όχι ρε, σε καταλαβαίνω» είπα.  

«Πέτυχα τον Κλεάνθη τις προάλλες και μου βγήκε όλη μου η ανασφάλεια» 

«Δε χρειάζεται. Δουλεύω μαζί του και ξέρω ότι σε καταλαβαίνει και αυτός. Γιατί όχι άλλωστε;» 

«Νομίζω ότι τον ζήλευα» 

«Η ζήλια μας πάει πίσω πολλές φορές» 

Ξέραμε και οι δυο ότι είχα δίκιο. Μα δεν είχε νόημα να το συζητάμε άλλο. Ήταν ψυχοπλακωτικό. 

«Θα πας στους δικούς σου για Πάσχα;» τη ρώτησα για να αλλάξω θέμα. 

«Ναι, για λίγο βέβαια» μου απάντησε. «Εσύ τι θα κάνεις;» 

«Θα περάσω λίγο χρόνο μόνη μου. Το χρειάζομαι» 

Όντως αφιέρωσα το Πάσχα στις μεγάλες βόλτες περισυλλογής. Ένιωθα πάντα μόνη όταν τις έκανα και πάντα μου φαινόταν παράξενο που βρισκόμουν ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Σε αντίθεση με ‘μένα, οι περισσότεροι ήταν με τις παρέες τους. Μπορούσα να τους παρατηρώ και να κάνω υποθέσεις – ποιοι είναι, τι κάνουν, τι σχέσεις έχουν μεταξύ τους. 

Πέρασα έξω από ένα φούρνο – από αυτούς που λένε έξω «ψωμί-καφέ-γλυκό» και είχαν τραπεζάκια έξω. Ξεχώρισα ένα ζευγάρι που κουβέντιαζαν. Είχα σχεδόν ένα χρόνο να κάνω σχέση και μου έλειπε αυτό – αλλά είχα αποδεχθεί ότι αυτό δε θα ερχόταν σύντομα γιατί δεν ήμουν έτοιμη. Τους ζήλευα – και η ζήλια μου ήταν ευγενής, ήξερα ότι κάποια στιγμή θα έκανα και εγώ σχέση. 

Και μετά είδα το Ραφαήλ. Έβγαινε από το μαγαζί και κρατούσε έναν καφέ στο χέρι. Βρισκόταν αρκετά κοντά μου. Έστρεψα εντελώς μηχανικά τα μάτια μου προς εκείνον. Με κοίταξε και εκείνος. Ντράπηκα. Την τελευταία φορά που είχα μιλήσει μαζί του είχα πει ότι θα ερχόμουν σπίτι του και δεν είχα εμφανιστεί ποτέ. Και θα μου το θύμιζε – πάντα έτσι έκανε.  

«Τι κάνεις;» με ρώτησε τελικά. 

Παίξε το άνετη. 

«Καλά» χαμογέλασα. «Εσύ;» 

«Καλά» αποκρίθηκε. «Μόλις βγήκα από το στρατό» 

Θεέ μου. Είχα ξεχάσει ότι είχε πάει στρατό, ένα μήνα αφού χωρίσαμε. Το unfollow είχε αποδόσει καρπούς. 

«Και πώς είναι τα πράγματα τώρα;» τον ρώτησα. 

Νοιαζόμουν. Ω, Θεέ μου. 

«Πολύ μπερδεμένα» έκανε αυτός. «Δεν έχω ζωή, δεν έχω δουλειά, δεν έχω ενέργεια» 

«Μπορώ να σε βοηθήσω κάπως;» 

Γιατί νοιάζεσαι για ένα χειριστικό άνθρωπο, Έλλη; 

«Πες μου αν δεις κάτι» χαμογέλασε εκείνος. 

«Ναι, θα σου πω» έκανα. 

Και το εννοούσα. Ήθελα να τον βοηθήσω. Γιατί είσαι θύμα;, ρώτησα τον εαυτό μου. 

Το χειρότερο ήταν ότι την αμέσως επόμενη ημέρα είδα μια αγγελία που θα τον ενδιέφερε. Ήθελα πάρα πολύ να του τη στείλω. Αλλά, όχι, αυτό θα ήταν μια από τις χειρότερες αποφάσεις που μπορούσα να πάρω. Χρειαζόμουν έναν άνθρωπο να με συνεφέρει. Πήρα το Λουκά. Δεν το σήκωνε.Δε θα έπαιρνα την Πηνελόπη. Δε θα καταλάβαινε. Θα έπαιρνα το ρίσκο και θα τηλεφωνούσα στη Βίκυ. 

«Ρε όλα αυτά είναι οκ» μου είπε η Βίκυ. «Εγώ είχα καταλάβει ότι τον αγαπάς» 

«Ναι, αλλά ξέρεις τι μου έκανε» της υπενθύμισα. 

«Ξέρεις να προστατεύεις τον εαυτό σου, έτσι;» 

Είχε δίκιο. Δεν ήμουν το ίδιο άτομο. Δε θα τον ανεχόμουν αν μου έκανε κάτι κακό.Δε μπορούσε να με ελέγξει – το έκανε τότε μέσω του σεξ μα είχα κάθε δικαίωμα να μην του διαθέσω το σώμα μου. Δε θα του επέτρεπα να μου κάνει κάτι. Ποτέ ξανά. 

Έτσι, του έστειλα την αγγελία. Εκείνος με ευχαρίστησε. Ωραία, σκέφτηκα, έκανα μια καλή πράξη και σήμερα, εύχομαι να έχω καλό κάρμα. 

«Πάμε για καφέ;» μου έστειλε εκείνος. 

«Να πάμε!» του έγραψα. 

Έπραξα όπως ένιωθα. Και δε θα απολογιόμουν γι’ αυτό. 

Το μυαλό μου ταξίδεψε στην πρώτη μας νύχτα με την Πηνελόπη στα Εξάρχεια. 

«Πώς νιώθεις;» με ρώτησε πριν κοιμηθούμε. 

«Είχα δει το Ραφαήλ στον ύπνο μου χθες το βράδυ και ξύπνησα πολύ αναστωμένη» της εξομολογήθηκα. «Ελπίζω να σταματήσω να τον βλέπω τώρα που η ζωή μου αλλάζει» 

«Τον σκέφτεσαι ακόμα, ε;» με ρώτησε. 

«Πάντα θα τον σκέφτομαι και θα τον αγαπάω»  

Είμαι ένα βαθιά νευρωτικό άτομο που αγαπάει εξίσου βαθιά – και αυτό είναι που με βασανίζει. 

Every night you haunt me, but you move so carefully