Αυτά που αγαπώ στη Νικόλ: όταν μιλάς, σε ακούει με προσοχή. Κάνει τα κουρέματα όλων μας. Μπορούσε να γίνει σταρ του Χόλιγουντ πίσω στο LA, όμως επέλεξε να έρθει στη…

Marriage Story: Ανατομία ενός Σύγχρονου Χωρισμού

Αυτά που αγαπώ στη Νικόλ: όταν μιλάς, σε ακούει με προσοχή. Κάνει τα κουρέματα όλων μας. Μπορούσε να γίνει σταρ του Χόλιγουντ πίσω στο LA, όμως επέλεξε να έρθει στη Νέα Υόρκη μαζί μου και να ασχοληθεί με το θέατρο. Είναι ανταγωνιστική.

Αυτά που αγαπώ στον Τσάρλι: δεν αισθάνεται ποτέ ότι αποτυγχάνει. Είναι αυτοδημιούργητος και ταλαντούχος. Υπομένει όλες μου τις διακυμάνσεις. Είναι ανταγωνιστικός.

 

 

Αυτό που, όμως, αρχικά φαντάζει σαν ένα γράμμα αγάπης μεταξύ εραστών, μια εκατέρωθεν ερωτική εξομολόγηση και απαρίθμηση όλων εκείνων των μικρών, ασήμαντων συνηθειών και ανεπαίσθητων χαρακτηριστικών που έκαναν τον έναν να ερωτευθεί τον άλλον, όσο η κάμερα τους ακολουθεί σε μικρές, καθημερινές στιγμές της κοινής τους ζωής, είναι, τελικά, κάτι πολύ πιο κυνικό: μια άσκηση επιβεβλημένη απο τον σύμβουλο γάμου – διαμεσολαβητή, μια ύστατη προσπάθεια του ζευγαριού να περισώσει τα τελευταία ψίχουλα αγάπης, σεβασμού και αλληλοεκτίμησης πριν τον τελικό χωρισμό.

Ο μάστορας της quirky, νεοϋρκέζικης δραμεντί, γουντιαλενικών καταβολών και ύφους, σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Νόα Μπάουμπαχ, καταπιάστηκε για πρώτη φορά με τη θεματική του διαζυγίου στην ταινία που τον καταξίωσε, το The Squid and the Whale, υιοθετώντας, εκεί, τη φωνή των παιδιών που βιώνουν τα επίπονα διαζύγια των γονιών τους, όντας και ο ίδιος παιδί χωρισμένων γονιών. Τώρα, σχεδόν 15 χρόνια αργότερα, ωριμότερος, πιο έμπειρος και με πολλές φεστιβαλικές περγαμηνές ως διαπιστευτήρια, επανέρχεται στα ίδια, γνώριμα σε αυτόν, κατατόπια, αλλά αυτήν τη φορά από τη σκοπιά και την οπτική του ίδιου του εν διαστάσει ζευγαριού, με κεκτημένο του, πλέον, το προσωπικό βίωμα: το διαζύγιό του από την ηθοποιό Τζένιφερ Τζέισον Λι, με την οποία είχε αποκτήσει και αυτός έναν γιο.

Κινηματογραφικό alter ego του σκηνοθέτη ο Τσάρλι του Άνταμ Ντράιβερ, ένας 30άρης, μποέμ, καταξιωμένος θεατρικός σκηνοθέτης με δικό του θίασο. Ο Τσάρλι ανεβάζει αβάν γκαρντ, επιτυχημένες καλλιτεχνικά παραστάσεις, δεν βγάζει πολλά λεφτά αλλά έχει δει τον εαυτό του στο εξώφυλλο των Times, ένα πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας τονωτικό στην αυτοπεποίθηση και τον εγωισμό του άνδρα καλλιτέχνη. Ο Τσάρλι είναι παντρεμένος με τη Νικόλ της Σκάρλετ Γιόχανσον, ηθοποιό και πρωταγωνίστριά του, η οποία άφησε πίσω το ηλιόλουστο LA, την οικογένειά της, αλλά και την καριέρα της σε (αμφιβόλου ποιότητας) χολιγουντιανές ταινίες, για να ακολουθήσει τον Τσάρλι και τον θίασό του στις θεατρικές σκηνές του Μανχάταν. Όμως, κάμποσα χρόνια και έναν οκτάχρονο γιό αργότερα, η Νικόλ συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει τον εαυτό της, ότι η ταυτότητά της επικαθορίζεται πια όχι από την ίδια, αλλά από τον ρόλο που επιτελεί ως μητέρα, σύζυγος και μούσα του Τσάρλι. Αποφασίζει να ζητήσει διαζύγιο και δέχεται έναν ρόλο στον πιλότο μιας τηλεοπτικής σειράς, για τον οποίο μετακομίζει προσωρινά πίσω στο Λος Άντζελες μαζί με τον γιό τους, Χένρι. Άλλωστε, η μετακόμιση αυτή δεν είναι μόνιμη, πρόκειται απλώς για μια μεταβατική περίοδο, το διαζύγιο είναι συναινετικό και η διαδικασία θα κυλήσει ομαλά και σε περιβάλλον αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης, δεν είναι έτσι? Μέχρι που η Νικόλ θα έρθει σε επικοινωνία με τη δικηγόρο διαζυγίων Νόρα Φάνσο (Λόρα Ντερν), η οποία θα την πείσει ότι οφείλει να διεκδικήσει ολοένα και παραπάνω παροχές από τον πρώην σύζυγό της, ολοένα και περισσότερες παραχωρήσεις, και κάπως έτσι η σχέση  της Νικόλ με τον Τσάρλι θα μετεξελιχθεί σε μια μαινόμενη αντιδικία, που θα αποσώσει τα τελευταία αποθέματα αγάπης και τρυφερότητας που έχουν ο ένας για τον άλλον.

 

 

Το Κράμερ εναντίον Κράμερ, ο Πόλεμος των Ρόουζ είναι μερικές μόνο από τις ταινίες του πρόσφατου κινηματογραφικού παρελθόντος που έρχονται στο μυαλό ως επιρροές για την Ιστορία Γάμου και, μέχρι ένα σημείο, όντως προσομοιάζει σε αυτές: μια πικρή δικαστική διαμάχη, δύο πρώην σύζυγοι να εκτοξεύουν προσβολές ο ένας στον άλλον, αδίστακτοι, αμοραλιστές μεγαλοδικηγόροι να εκμεταλλεύονται την παραμικρή λεπτομέρεια και πληροφορία, κάθε ελάχιστη υπόνοια μεμπτής συμπεριφοράς του αντιδίκου τους προς το συμφέρον του εντολέως τους, ενσαρκωμένοι σε τρεις χαρακτηριστικές (και συνάμα λίγο στερεοτυπικές…) φιγούρες του επαγγέλματος: τον μεγαλοκαρχαρία, σκληρόπετσο δικηγόρο του Ρέι Λιότα, την «παλιά γενιά» δικηγόρων, με τον ισχυρότερο ηθικό κώδικα, του Άλαν Άλντα, και, φυσικά, τη δυναμική, καριερίστρια γυναίκα δικηγόρο της Λόρα Ντερν, που με τον φεμινιστικό της μονόλογο για την άνιση, δικαϊκά και κοινωνικά, θέση της γυναίκας – μητέρας, θα δώσει στο φιλμ τη σύγχρονη, φρέσκια πνοή, που θα το διαχωρίσει από τον σωρό των divorce movies.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, όμως, η Ιστορία Γάμου θυμίζει περισσότερο το ίσως κορυφαίο δείγμα χειρουργικής ανατομίας των συζυγικών σχέσεων και του τέλους τους που έχουμε δει στο σινεμά, και αυτό δεν είναι άλλο από τις Σκηνές από έναν Γάμο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: με γρήγορο, κοφτό μοντάζ, ντοκιμαντερίστικο ρεαλισμό και διεισδυτικά γκρο πλαν, ο Μπάουμπαχ μελετά και την παραμικρή σπιθαμή συναισθηματικού μετασχηματισμού στα πρόσωπα των χαρακτήρων του και αποσπά μια αναμενόμενα εξαιρετική ερμηνεία από τον πάντοτε άρτιο Ντράιβερ αλλά και μια ερμηνεία – αποκάλυψη από μια εμφανώς ωριμότερη, εξωτερικά και ερμηνευτικά, Γιόχανσον, ως σύγχρονη Λιβ Ούλμαν, που επάξια θα της κερδίσει την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ.

 

 

Με ρεαλιστικούς διαλόγους, σεναριακές φέτες αληθινής ζωής και υποδόριο χιούμορ, ο Μπάουμπαχ, αποστασιοποιημένα και διακριτικά, και καθόλου εκβιαστικά ή μελοδραματικά, μας οδηγεί στην οδυνηρή παραδοχή, στην οποία όλοι, με τρόπο λιγότερο ή περισσότερο επώδυνο, έχουμε αναγκαστεί να καταλήξουμε: συνήθως όσα μας γοητεύουν, μας ελκύουν, μας ενθουσιάζουν στον άλλον, όσα μας έκαναν να ερωτευτούμε Εκείνον, να αγαπήσουμε Εκείνη, μετουσιώνονται στα ίδια ακριβώς πράγματα που βρίσκουμε δυσβάσταχτα, ανυπόφορα, κουραστικά στο τέλος της σχέσης. Ο Τσάρλι δεν είναι πια φιλόδοξος, επίμονος και αποφασιστικός, είναι εγωιστής, επικριτικός, υπερόπτης και αγνώμων για τις επιθυμίες των άλλων. Η Νικόλ δεν είναι πια μια μητέρα δοτική και στοργική, αλλά ασφυκτική και καταπιεστική, ακριβώς όπως η μητέρα της, η Νικόλ δεν άφησε την καριέρα της στο LA για να ακολουθήσει τον Τσάρλι και να αφοσιωθεί στην οικογένειά τους, αλλά παρασίτησε πάνω του για να αποκτήσει πρεστίζ ως ηθοποιός και να βρει τη φωνή που ποτέ δεν είχε. Και κάπως έτσι, τα τρυφερά βλέμματα και τα υποστηρικτικά χαμόγελα δίνουν τη θέση τους στην αποξένωση, στις αντικριστές θέσεις στο μετρό, στις αλληλοεκτοξευόμενες κατηγόριες και εκφράσεις μίσους και απέχθειας, και, φυσικά, στον τόσο μεγάλο, στον τόσο αφόρητο πόνο. Και μέσα απο αυτήν τη διαδικασία, κάποιοι θα αναγεννηθούν απο τις στάχτες τους, θα επουλώσουν τις πληγές του παρελθόντος, θα ανακατασκευάσουν τον εαυτό τους και θα επαναδιαπραγματευτούν τους όρους της ευτυχίας τους. Κάποιοι άλλοι, όμως, μπορεί και να μην κατορθώσουν να συνέλθουν ποτέ, μπορεί να μείνουν μόνοι, τραγουδώντας μεθυσμένοι σε ένα μπαρ για τον έρωτα, με μόνο ένα γράμμα με τα τελευταία λόγια αγάπης να τους απομένει.

 

 

Γλυκόπικρος, νατουραλιστικός, ημι-αυτοβιογραφικός και βαθιά ψυχαναλυτικός, ο Μπάουμπαχ παραδίδει την πληρέστερη και πιο πολυεπίπεδη ταινία του μέχρι σήμερα, το magnum opus του, κερδίζει 6 υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες (εκ του συνόλου των 17 για το Νέτφλιξ, που -και- φέτος θα έχει την τιμητική του) και μερικές σίγουρες θέσεις στις οσκαρικές πεντάδες, και διηγείται μια από εκείνες τις «μικρές» ιστορίες που, δίχως να αποτελεί κάτι το συνταρακτικό ή το πρωτοφανές, απευθύνεται κατευθείαν στις πονεμένες καρδιές μας και μιλά για ένα συναίσθημα που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στο θυμικό μας: το άλγος της απώλειας και της διάψευσης του παντοτινού.

Αντενδείκνυται για άρτι σχηματισθέντα ζευγάρια.