Μέρος B’: Στην «καρδιά» των Αφρικανικών blues: Ήχοι από τη Σαχέλ   Σε αντίθεση με τις μουσικές της highlife και Afrobeat που είδαμε στο πρώτο μέρος, οι οποίες είναι κατά…

‘Music is the weapon of the future’: Αφρικανικά ηχοτοπία στα χρόνια της ανεξαρτησίας, 1960-1980 (2ο μέρος)

Μέρος B’: Στην «καρδιά» των Αφρικανικών blues: Ήχοι από τη Σαχέλ

 

Σε αντίθεση με τις μουσικές της highlife και Afrobeat που είδαμε στο πρώτο μέρος, οι οποίες είναι κατά κύριο λόγο παράγωγα του αστικού πολιτισμού, το δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου εστιάζει σε μια περιοχή της Αφρικανικής ηπείρου όπου οι μακραίωνες μουσικές παραδόσεις, η πνευματικότητα αλλά και οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί έχουν καθορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη μουσική σύνθεση και παραγωγή. Αυτή η περιοχή, ονόματι Σαχέλ, αποτελεί ουσιαστικά τη γεωγραφική ζώνη – μετάβαση μεταξύ Σαχάρας και των βορειότερων τμημάτων της υποσαχάριας Αφρικής και περιλαμβάνει, όπως φαίνεται και στην εικόνα, μεγάλα κομμάτια της Μαυρυτανίας, της Σενεγάλης, του Μάλι, του Νίγηρα, του Τσάντ, του Σουδάν και μέρος της Ερυθραίας. Από αυτή την περιοχή, το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στο Μάλι αλλά και στην πλούσια μουσική κληρονομιά των νομαδικών λαών όπως οι Tuareg.

 

 

Η μουσική στο ανεξάρτητο Μάλι (1960-1980): η εμφάνιση των Rail bands και των ορχηστρικών συνόλων

Στην παγκόσμια μουσική σκηνή, η μουσική του Μάλι εκπροσωπείται κατά κύριο λόγο από δύο ονόματα – θρύλους της αφρικανικής μουσικής. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Ali Ibrahim ‘Farka’ Touré και Salif Keita, αμφότεροι καταξιωμένοι μουσικοί με πλούσιο υλικό, διεθνείς συνεργασίες και εκατοντάδες εμφανίσεις σε φεστιβάλ. Πριν όμως εστιάσουμε στους δύο αυτούς, παγκόσμιας εμβέλειας καλλιτέχνες, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στη μουσική σκηνή του Μάλι όπως αυτή διαμορφώθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν την ανεξαρτησία της χώρας από τη Γαλλία (1960). Πρόκειται για μια ιδιαίτερα δραστήρια σκηνή της οποίας κύριοι πρωταγωνιστές υπήρξαν τα πολυμελή ορχηστρικά σύνολα, μέσω των οποίων πολλοί Μαλιανοί μουσικοί ξεκίνησαν την καριέρα τους όπως ο ίδιος ο Salif Keita, ο Mory Kanté (Γουϊνέα), ο Sory Bamba (Μάλι) και άλλοι.

 

 

Καταλυτικός παράγοντας για τη μουσική δραστηριότητα της νεοσύστατης (τότε) Μαλιανής δημοκρατίας ήταν η παροχή κονδυλίων σε αυτά τα σχήματα με απώτερο σκοπό την ενδυνάμωση της τοπικής μουσικής δραστηριότητας και παραγωγής. Η Εθνική Ορχήστρα “A” της Μαλιανής δημοκρατίας (L’Orchestre National “A” De La République Du Mali) ήταν από τα πρώτα συγκροτήματα που σχηματίστηκαν μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας. Στα πλαίσια ανάδειξης και ενδυνάμωσης της πολιτισμικής δραστηριότητας από την κυβέρνηση Keita (1960-1968), η Ορχήστρα ‘Α’ αποτελούνταν από μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς της χώρας οι οποίοι, ουσιαστικά, ήταν επιφορτισμένοι με το «ιερό» έργο της ανάδειξης και ενδυνάμωσης της μαλιανής μουσικής.

Παρόλα αυτά, το συγκρότημα που συνέδεσε περισσότερο το όνομά του με την μουσική δραστηριότητα στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας ήταν οι Orchestre Rail-Band De Bamako (εν συντομία Rail Band). Δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 από τον griot[i] και τζαζίστα Tidiani Koné και συνδύαζαν εντέχνως μουσικές παραδόσεις από την κουλτούρα των Manding με τους δημοφιλείς – τότε –  ήχους της Calypso και των Αμερικανικών rhythm ‘n’ blues δημιουργώντας έτσι ένα άκρως χορευτικό μουσικό κράμα. Κατά τα πρώτα της βήματα, η ορχήστρα εμφανιζόταν στο χώρο που στέγαζε τον σιδηροδρομικό σταθμό του Bamako και συγκεκριμένα στο περίφημο Buffet Hôtel de la Gare de Bamako. Μέσα σε ένα ιδιόμορφο μωσαϊκό ανθρώπων που απαρτιζόταν από ταξιδιώτες, αστυνομικούς και πολιτικούς μέχρι πόρνες και «περίεργες» μορφές της νύχτας, οι Rail Band εμφανίζονταν 5 φορές τη βδομάδα, συχνά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Το 1970 η διορατικότητα του Koné ενέταξε στις τάξεις των Rail Band έναν νεαρό αλμπίνο με χαρισματική φωνή ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Salif Keita, ενώ δύο χρόνια αργότερα και ο Mory Kanté έγινε μέλος του σχήματος (ο οποίος αρχικά έπαιζε balafon, μια παραλλαγή του γνωστού μας ξυλόφωνου).

 

 

Το αντίπαλο δέος των Rail Band ήταν αδιαμφισβήτητα το ορχηστρικό σύνολο των L’ Ambassadeurs Du Motel de Bamako (λόγω των αρχικών τους εμφανίσεων σε ένα μοτέλ στο Bamako). Δημιουργήθηκαν το 1969 ή 1970 έπειτα από πρωτοβουλία του αστυνομικού και μέλους της κυβέρνησης Traoré, Tiekoko Bagayogo ο οποίος υπήρξε λάτρης τόσο της νυχτερινής διασκέδασης στο Bamako όσο και των τοπικών μουσικών σχημάτων. Στην αρχική σύνθεση των «πρέσβεων» συγκαταλέγονταν μερικοί από τους πιο αξιόλογους μουσικούς της χώρας όπως οι Kanté Manfila στην κιθάρα και Idrissa Soumaoro στα πλήκτρα (ο οποίος αργότερα θα σχημάτιζε το δικό του μουσικό γκρουπ). Το όνομα του σχήματος υποδήλωνε ουσιαστικά το γεγονός ότι κάθε ένας από τους μουσικούς των Ambassadeurs εκπροσωπούσε ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η χώρα στη συγκεκριμένη περίοδο.

Το 1973, ο Salif Keita αποχώρησε από τους Rail Band και προστέθηκε στο σχήμα των Ambassadeurs, καθιστώντας τους έτσι το πλέον διάσημο supergroup του ανεξάρτητου Μάλι. Το 1978, η μπάντα μετέφερε τις δραστηριότητές της στην Abidjan (πρωτεύουσα της Ακτής Ελεφαντοστού) η οποία, εως τα τέλη της δεκαετίας του ’70, είχε αναδειχθεί σε οικονομική πρωτεύουσα της Δυτικής Αφρικής και, ως εκ τούτου, οι ευκαιρίες για μουσικούς και μουσικά σύνολα ήταν πολύ περισσότερες. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης ήταν αρχικά η αλλαγή του ονόματος σε ‘Les Ambassadeurs International’ αλλά και η ηχογράφηση του εξαιρετικού ‘Mandjou’ (1979), το οποίο έκανε διάσημους σε παναφρικανικό επίπεδο τόσο τους ίδιους τους Ambassadeurs International όσο και τον τραγουδιστή τους, Salif Keita.

 

 

Μερικά ακόμα αξιόλογα σχήματα της περιόδου που αξίζουν την προσοχή μας είναι οι Super Djata Band de Bamako[ii], οι L’ Eclipse De L’I.J.A. του Idrissa Soumaoro[iii], οι L’Orchestre Kanaga De Mopti, και οι Le Super Biton National de Ségou[iv]. Πολλά από αυτά τα σχήματα είχαν την τύχη να κυκλοφορήσουν τις μουσικές τους υπό την αιγίδα του μουσικού και παραγωγού Boubacar Traoré (συνεργάστηκε αργότερα και με τον Ali Farka Touré), ο οποίος υπήρξε από τους πιο διάσημους ραδιοφωνικούς παραγωγούς στο Μάλι (Radio Mali).

 

 

 

Ali Ibrahim ‘Farka’ Touré: ο χαμένος κρίκος μεταξύ των Delta blues και της Δυτικοαφρικανικής μουσικής

 

“There is someone playing the music of my country but he doesn’t know it.

Before that, I had heard Albert King, Jimmy Smith, Ray Charles, James Brown.

I listened to those people but I swore they were Malian”.

– Ali Ibrahim ‘Farka’ Touré[v]

 

Ο παγκοσμίου φήμης πλέον Ali Farka Touré (31/10/1939 – 7/3/2006) εξακολουθεί να μνημονεύεται ως ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της Αφρικανικής μουσικής. Συνδυάζοντας παραδοσιακές φόρμες και όργανα (με την kora[vi] ως το πιο δημοφιλές) από την πολιτισμική κληρονομιά των Manding και Songhai, κατάφερε να «παντρέψει» την μαλιανή παράδοση και πνευματικότητα με τον ήχο και τη δυναμική των Αμερικανικών blues όπως κανένας άλλος μουσικός της γενιάς του. Ο αυθεντικός ήχος του Touré εγκωμιάστηκε από το Δυτικό κοινό ουκ ολίγες φορές. Ενδεικτικά, ο Martin Scorsese είχε δηλώσει ότι η μουσική του Touré συντηρεί το «DNA των blues».

Γεννημένος στη Niafunke, μια μικρή πόλη στις όχθες του Νίγηρα στο βορειοδυτικό Μάλι, ο Ali Ibrahim Touré απέσπασε το προσωνύμιο ‘Farka’ (που στην Songhai διάλεκτο σημαίνει «γάιδαρος») εξαιτίας του πείσματός του για ζωή, καθότι ήταν το πρώτο από τα εννιά παιδιά της οικογένειας που επέζησε της βρεφικής ηλικίας. Ενώ ξεκίνησε από μικρός ακόμα να εργάζεται αρχικά ως αγρότης και στη συνέχεια ως μηχανικός και ράφτης, το πάθος του για τη μουσική άρχισε να διαμορφώνεται με την παρουσία του σε διάφορες θρησκευτικές τελετές που λάμβαναν χώρα στις όχθες του Νίγηρα. Μέσω αυτών των τελετών ο νεαρός Touré ανέπτυξε μια ιδιαίτερη εκτίμηση για τα παραδοσιακά δυτικοαφρικανικά όργανα, οδηγώντας τον έτσι στην ενασχόλησή του πρώτα με το n’goni (ένα είδους παραδοσιακής 4χορδης άρπας) και το n’jarka (παραδοσιακή μονόχορδη κιθάρα παρόμοια με αυτή στην φωτογραφία που ακολουθεί). Η αγάπη του για την κιθάρα γεννήθηκε όταν άκουσε τον σπουδαίο Γουϊνέζο κιθαρίστα Keita Fodeba και επισημοποιήθηκε το 1962 όταν δέχτηκε να συμμετάσχει σε  ένα τοπικό σχήμα ονόματι Troupe 117 το οποίο, όντας χρηματοδοτούμενο από την νεοσύστατη Μαλιανή κυβέρνηση, είχε ως σκοπό τη διαφύλαξη και προώθηση της παραδοσιακής μουσικής.

Η καριέρα του στη μουσική ξεκίνησε ουσιαστικά με την μετακίνησή του στο Bamako το 1970 όπου ανέλαβε ως τεχνικός ήχου στο Ράδιο Μάλι, στις εγκαταστάσεις του οποίου υπήρχε και το μοναδικό στούντιο ηχογραφήσεων στη χώρα. Μέσω αυτής της δουλειάς, ο Touré ήρθε αναπόφευκτα σε επαφή και με μουσικές εκτός Μάλι, και συγκεκριμένα με σπουδαίους καλλιτέχνες της blues και rhythm ‘n’ blues όπως οι Ray Charles, Otis Redding και John Lee Hooker[vii] (τους οποίους είχε ακουστά μόνο μέσα από κασέτες) και για τους οποίους ανέπτυξε ιδιαίτερο προτίμηση. Μέχρι και το 1980, ο Touré εργαζόταν ως τεχνικός ήχου ενώ παράλληλα, εκμεταλλευόμενος την πρόσβασή του στις μοναδικές εγκαταστάσεις ηχογράφησης, πραγματοποίησε έναν αριθμό προσωπικών ηχογραφήσεων τις οποίες και έστειλε σε Γαλλικές εταιρείες και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το 1976 κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο ‘Ali Farka Touré’ μέσω της Sonafric (θυγατρική της γαλλικής Sonodisc), επανακυκλοφορία του οποίου έγινε από την Βρετανική World Circuit[viii] το 1987, καθιστώντας τον γνωστό σε ένα ευρύτερο (και αμιγώς Δυτικό) ακροατήριο.

 

 

Η δημοτικότητα του Touré σε διεθνές επίπεδο κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μία περίοδος που συνέπεσε με την κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος για την λεγόμενη ‘world music’. Η ακόρεστη δίψα του Δυτικού ακροατηρίου για μουσικές και ήχους πέρα από το φράγμα της αγγλόφωνης ροκ και mainstream pop (και ειδικά για μουσικές προερχόμενες από την Αφρική και τη Λατινική Αμερική) λειτούργησε καταλυτικά για την δημοτικότητα του Μαλιανού μουσικού. Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και έπειτα από μια σειρά διεθνών εμφανίσεων και συνεργασιών (με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τον βραβευμένο με Grammy δίσκο ‘Talking Timbuktu’ μαζί με τον Αμερικανό bluesman Ry Cooder), ο Touré επάξια κέρδισε τον τίτλο του «χαμένου κρίκου μεταξύ Δυτικής Αφρικής και των Mississippi blues. Παρόλη την μεγάλη επιτυχία του, ο Touré δεν ξέχασε ποτέ τα πάτρια εδάφη και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε τόσο ο ίδιος όσο και οι άνθρωποί του. Μεγάλο μέρος των κερδών από τις κυκλοφορίες του τα διέθετε προς όφελος της κοινότητάς του, συμβάλλοντας σημαντικά σε έργα υποδομών που τόσο πολύ είχε ανάγκη ο τόπος του (δρόμοι, αρδευτικά έργα και ηλεκτροδότηση). Τον Μάρτιο του 2006 ο Ali Ibrahim ‘Farka’ Touré απεβίωσε σε ηλικία 66 ετών από καρκίνο των οστών. Η μνήμη αλλά και η μουσική του βρήκαν άξιο συνεχιστή στο πρόσωπο του γιου του, Vieux Farka Touré.

 

Salif Keita: η «χρυσή φωνή» της Αφρικής

Ο έτερος θρύλος της Μαλιανής αλλά και της αφρικανικής μουσικής γενικότερα, Salif Keita (γενν. 25/8/1949) είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες που γέννησε η Δυτική Αφρική. Γεννημένος στην κωμόπολη Djoliba, λίγα μόλις χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας Bamako, ο Keita είχε την ατυχία να γεννηθεί με λευκοπάθεια (αλμπίνο)[ix] αλλά και με το προνόμιο/κατάρα του να είναι απευθείας απόγονος του ιδρυτή της αυτοκρατορίας του Μάλι, Sundiata Keita (13ος – 16ος αιώνας). Το χαρακτηριστικό όμως που τον έκανε ευρέως γνωστό τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο ήταν φυσικά η καθηλωτική φωνή του.

 

Το γεγονός ότι ήταν αλμπίνο σε μια επαρχιακή αφρικανική κωμόπολη αποτέλεσε σίγουρα πρόβλημα για τον Keita, ειδικά κατά την παιδική ηλικία όπου αποτελούσε και στόχο χλευασμού για τα υπόλοιπα παιδιά. Το πάθος του όμως για τη μουσική τον κράτησε δυνατό μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν ευνοούσε καμία (θετική) διάκριση. Οι γονείς του, και ειδικά ο πατέρας του, είχαν δηλώσει εξαρχής την αντίθεσή τους στη ροπή που είχε ο νεαρός Salif προς τη μουσική, ισχυριζόμενος ότι η ευγενής καταγωγή των Keita δε ταιριάζει με την μουσική και το τραγούδι καθότι αυτό ήταν – παραδοσιακά – χαρακτηριστικό όσων προέρχονταν από την κάστα των griot. Ευτυχώς όμως τόσο για τον ίδιο όσο και για τον υπόλοιπο μουσικό κόσμο, ο Keita ακολούθησε το όνειρό του.

Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, η πρώτη επαφή του Keita με το τραγούδι έγινε στη φάρμα του πατέρα του όπου συνήθιζε να φωνάζει για να τρομάζει τις μαϊμούδες που λυμαίνονταν τη σοδειά (από το 5:50 του βίντεο). Αυτή η πρακτική τον βοήθησε να σκληραγωγήσει τις φωνητικές του χορδές, αναπτύσσοντας έτσι την ιδιαίτερη φωνή που του χάρισε και το προσωνύμιο «χρυσή φωνή της Αφρικής». Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε να εμφανίζεται ως κιθαρίστας σε διάφορα μπαρ και εστιατόρια του Bamako μέχρι να ενταχθεί το 1970 στις τάξεις των Orchestre Rail-Band De Bamako ως τραγουδιστής. Η σόλο καριέρα του ξεκίνησε ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν και μετακόμισε στο Παρίσι όπου οι ευκαιρίες για ηχογράφηση και προώθηση της μουσικής του ήταν περισσότερες. Το 1987 κυκλοφόρησε την πρώτη προσωπική του δουλειά ‘Soro’ σε παραγωγή της γαλλικής EMI. Μουσικά, ο Keita ασπαζόταν ένα μεγαλύτερο εύρος επιρροών συγκριτικά με τον Touré, δημιουργώντας έτσι ένα πιο ποπ κράμα χωρίς φυσικά να απορρίπτει τις παραδοσιακές φόρμες και ρυθμούς του τόπου καταγωγής του. Αυτή η μουσική προσέγγιση του Keita εκτόξευσε τη δημοτικότητά του στο Δυτικό ακροατήριο, το οποίο είχε την τύχη να τον ακούσει σε πολλές διεθνείς εμφανίσεις του με πιο δημοφιλή ίσως στο φεστιβάλ προς τιμή των 70ων γενεθλίων του Nelson Mandela που έλαβε χώρα στο Wembley του Λονδίνου τον Ιούνιο του 1988.

 

Παρόλα τα ταξίδια του, τις γνωριμίες του με διάφορους μουσικούς και τις συμμετοχές του σε διεθνείς συνεργασίες (όπως για παράδειγμα στο single ‘Starvation/Tam Tam Pour L’Ethiopie’ του 1985), ο Keita παρέμεινε καθόλη την καριέρα του πιστός στις παραδόσεις και την πολιτιστική κληρονομιά των Manding. Η έμπνευση αλλά και η πνευματικότητα του χαρακτήρα του ήταν πάντοτε συνδεδεμένες με το Μάλι και συγκεκριμένα με τον τόπο καταγωγής του. Παρ’ όλη τη διαμονή του στο Παρίσι, επέστρεφε τακτικά στη Djoliba με σκοπό να ανανεώσει την έμπνευσή του αλλά και να «αποκαθαρθεί» από τον αστικό τρόπο ζωής. Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος άλλωστε, «είμαι πολύ χαρούμενος που έχω γεννηθεί εδώ, περιτριγυρισμένος από τη γλύκα της φυσικότητας. Έχω βρεθεί και αλλού και έχω δει και άλλες κοινωνίες και αυτό με έκανε να αντιληφθώ ότι έχω γεννηθεί εκεί που έπρεπε».[x]

 

Της Σαχάρας τα blues: η «φωνή» των νομάδων και οι αγώνες για αναγνώριση

“A desert hosts us, a language unites us,

a culture binds us.”

– Terakaft

Μιλώντας για παραδόσεις και μουσική στη Δυτική Αφρική, θα αποτελούσε μεγάλη παράλειψη να μην γίνει αναφορά στην μουσική δραστηριότητα της Σαχάριας ζώνης και συγκεκριμένα των νομαδικών φυλών που εδώ και αιώνες κατοικούν στις αχανείς εκτάσεις της ερήμου. Όπως συμβαίνει και με την αφρικανική ήπειρο στο σύνολό της, έτσι και η Σαχάρα είναι μια περιοχή με περίπλοκη δημογραφική σύνθεση καθώς αποτελείται από δεκάδες εθνοτικά γκρουπ (Tuareg, Moor, Dogon, Songhai κ.α.) διασκορπισμένα κατά κύριο λόγο στο βορειοανατολικό Μάλι, την Μαυρυτανία, τις νότιες παρυφές της Αλγερίας και της Λιβύης καθώς και στον Νίγηρα. Οι ιστορίες, οι αγώνες και οι μουσικές παραδόσεις αυτών των λαών αποτελούσαν – και αποτελούν – την ραχοκοκαλιά της μουσικής που αποκαλείται desert blues.

Η ιδιαιτερότητα των desert blues έγκειται στο γεγονός ότι, εκτός από φορέας πολιτισμικής συνέχειας[xi], εκπροσωπεί στην συντριπτική πλειοψηφία τη φωνή των φυλών αυτών και τον αγώνα τους για αναγνώριση και ανεξαρτησία από τις χώρες στις οποίες βρέθηκαν «εγκλωβισμένοι» με το πέρας της αποικιοκρατικής περιόδου. Ως εκ τούτου, η θεματολογία των blues της Σαχάρας αντλεί έμπνευση από τον πόνο του ξεριζωμού αλλά και την προσμονή για επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Στο παρόν μέρος, το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στο εθνοτικό γκρουπ των Tuareg των οποίων η πλούσια μουσική παράδοση αλλά και οι εθνοαπελευθερωτικοί τους αγώνες προσδίδουν ένα κοινωνικοπολιτισμικό πρόσημο στη μουσική τους.

 

 

Οι Tuareg (Kel Tamasheq, ⴾⵍⵜⵎⴰⵣⵗⵜ) είναι ένα κατά βάση μητρογραμμικό, νομαδικό εθνοτικό γκρουπ, σουνιτικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, των οποίων οι πολιτισμικές ρίζες εντοπίζονται στη Σαχάρια ζώνη της βόρειας και δυτικής Αφρικής εδώ και πολλούς αιώνες. Ο νομαδικός τρόπος ζωής τους, σε συνδυασμό με την ακλόνητη πίστη τους στην έννοια της φυλής αποτέλεσε κατά καιρούς «τροχοπέδη» στην ένταξή τους σε μία ενιαία κρατική οντότητα. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν μια σειρά εμπόλεμων συγκρούσεων που ακολούθησαν της ανεξαρτησίας του Μάλι και του Νίγηρα (1960) με πρώτη τη λεγόμενη «εξέγερση των Tuareg» (βόρειο και ανατολικό Μάλι, 1962-1964) κατά την οποία οι ένοπλες φράξιες των Tuareg διεκδικούσαν την ένωση και ανεξαρτησία των φυλών τους, απορρίπτοντας κάθε πιθανότητα ένταξης στα υπάρχοντα κράτη. Η νεοσύστατη μαλιανή κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» της χώρας, προσπάθησε να επιβάλλει έναν διαφορετικό – Ευρωπαϊκού προσανατολισμού – τρόπο ζωής και ανάπτυξης (όπως π.χ. εξελιγμένα αδρευτικά συστήματα αλλά και ένα κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα) στους Tuareg των βορειοανατολικών περιοχών της χώρας, οι οποίοι θεωρούνταν από την κεντρική εξουσία ως οπισθοδρομικοί και μη-συνεργάσιμοι. Ενώ η πρώτη εξέγερση καταπολεμήθηκε σχετικά γρήγορα από τον μαλιανό στρατό, οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίστηκαν κατά διαστήματα με πιο αξιοσημείωτες αυτές των αρχών της δεκαετίας του ’90, το 2006 αλλά και το 2012 όπου πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεκδικήσεις των νομαδικών φυλών έπαιξε η αποσχιστική οργάνωση MNLA[xii] (Εθνικό Κίνημα για την Απελευθέρωση της Azawad) η οποία κατηγορήθηκε πολλές φορές για διασυνδέσεις με το Ισλαμικό δίκτυο της Al Qaeda.

 

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, η πολύπλοκη γεωπολιτική κατάσταση στη δυτική Σαχέλ αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα στη μουσική δραστηριότητα της περιοχής. Τα συγκροτήματα και οι καλλιτέχνες είναι σίγουρα πάρα πολλοί για να αναφερθούν εδώ διεξοδικά. Παρόλα αυτά, κάποια από τα πιο σημαντικά σχήματα και μουσικoύς που αξίζουν την προσοχή μας συμπεριλαμβάνουν τους εξής:

 

Tinariwen    

Οι Tinariwen είναι το πλέον γνωστότερο Tuareg συγκρότημα που συνδυάζει τον ηλεκτρικό ήχο της κιθάρας με τοπικά μουσικά στυλ. Δημιουργήθηκαν το 1979 στην Tamanrasset της νότιας Αλγερίας (πόλη-προπύργιο των Tuareg της περιοχής) από τον ακτιβιστή Ibrahim Ag Alhabib, ο οποίος, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, μεγάλωσαν σε Αλγερινές δομές ασύλου για εκδιωχθέντες Tuareg από το Μάλι και τον Νίγηρα. Ενώ αρχικά οι Tinariwen εμφανίζονταν μόνο σε γαμήλιες τελετές, σύντομα υιοθέτησαν ένα πιο πολιτικό προφίλ μιλώντας ανοιχτά για τις διεκδικήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Tuareg. Η πρώτη τους επίσημη δουλειά κυκλοφόρησε το 1993 από την EMI ονόματι ‘Ténéré’ που στην Tamasheq διάλεκτο σημαίνει ‘άδεια γη’ (‘Tinariwen’ στον πληθυντικό). Η δημοτικότητά τους ενισχύθηκε κατά πολύ με τη συμμετοχή τους ως headliners στο περίφημο Φεστιβάλ της Ερήμου το 2001 (Festival of the Desert, η «Μέκκα» των απανταχού νομάδων μουσικών), στο οποίο μάλιστα μοιράστηκαν τη σκηνή και με τον Robert Plant των Led Zeppelin.

 

 

Terakaft

Οι Terakaft σχηματίστηκαν στο Μάλι το 2001 από δύο μέλη των Tinariwen. Το όνομά τους στην Tamasheq σημαίνει ‘καραβάνι’ και αντιπροσωπεύει πλήρως τον αεικίνητο χαρακτήρα του συγκροτήματος. Η πρώτη τους εμφάνιση έγινε στο Φεστιβάλ της Ερήμου το 2007 και, όπως και οι μουσικοί πρόγονοί τους, βρίσκονται διαρκώς στο δρόμο, διαδίδοντας το μήνυμα τους περί ανεξαρτησίας και ισονομίας των Tuareg μέσω της αυθεντικής desert blues μουσικής τους. Όπως είχαν δηλώσει και οι ίδιοι στο περιοδικό Huck (2013) «γράφουμε για την τρομοκρατία, γράφουμε για την γεωπολιτική κατάσταση της Σαχάρας, για την εξορία, για την ομορφιά των ανθρώπων και για την ελευθερία τους».

 

Tamikrest

Το πολυμελές σχήμα των Tamikrest δημιουργήθηκε στην πόλη Kidal του βορειοανατολικού Μάλι. Το όνομά τους στην Tamasheq έχει πολλαπλές ερμηνείες με επικρατέστερες αυτές του ‘κόμβου’ και ‘συμμαχίας’. Το συγκρότημα κέρδισε το ενδιαφέρον της μουσικής κοινότητας με την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου ‘Adagh’ (2010) και, έκτοτε, σκοπός της μπάντας είναι η διάδοση της Tamasheq ποίησης και κουλτούρας στο ευρύτερο κοινό. Όπως και τα προαναφερθέντα συγκροτήματα, έτσι και οι Tamikrest αντλούν τη θεματολογία τους (και) από τους αγώνες των Tuareg. Πάνω σε αυτό, το ιδρυτικό μέλος Ousmane Ag Mossa είχε δηλώσει ότι «όσο και αν η μουσική μας βελτιώνει τις ζωές μας και μας δίνει κουράγιο, δεν έχει καμία αξία όταν ο λαός μας περιθωριοποιείται και διώκεται».

 

 

Bombino

Ο Omara “Bombino” Moctar είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς Tuareg μουσικούς του Νίγηρα. Γεννημένος το 1980 στην κοινότητα της Tidene (σε μικρή απόσταση από την πόλη Agadez του κεντρικού Νίγηρα), ο Bombino από μικρή ηλικία ακόμα αναγκάστηκε να καταφύγει με μέλη της οικογένειάς του στην γειτονική Αλγερία ώστε να προφυλαχθούν από τις συρράξεις κατά το δεύτερο κύμα της επανάστασης των Tuareg (αρχές ‘90s). Ως έφηβος στην Αλγερία αλλά και στη Λιβύη, ο Bombino ανακάλυψε το πάθος του για την μουσική ακούγοντας μεγάλους κιθαρίστες της ροκ και μπλουζ. Χρησιμοποιώντας μια κιθάρα που άφησαν κάποιοι επισκέπτες συγγενείς της οικογένειάς του, ο έφηβος Bombino καλλιέργησε το πάθος του τόσο για το ίδιο το όργανο όσο και για τις τοπικές τεχνοτροπίες και μουσικές δομές του λαού του. Απέκτησε ιδιαίτερη φήμη στο Δυτικό κοινό με την κυκλοφορία του δίσκου του ‘Nomad’ (2013) του οποίου την παραγωγή ανέλαβε προσωπικά ο Dan Auerbach των Black Keys.

 

 

Κλείνοντας αυτό το σχετικά άγνωστο αλλά τόσο σημαντικό κεφάλαιο της μουσικής στη (Σαχάρια) Δυτική Αφρική, θα πρέπει να αναφερθούν μερικά ακόμα μουσικά σύνολα της συγκεκριμένης περιοχής. Οι Etran Finatawa με καταγωγή από τον Νίγηρα είναι ίσως από τα λίγα συγκροτήματα που δεν είναι αμιγώς Tuareg καθότι μέλη του προέρχονται και από τη φυλή των Wodaabe (υποκατηγορία των Fulani). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το σχήμα των Imarhan, μέλη των οποίων – ως Tuareg – γνωρίστηκαν σε κέντρα κράτησης στην Αλγερία αλλά και ο 34χρονος Tuareg κιθαρίστα Mdou Moctar με καταγωγή από το Agadez του Νίγηρα ο οποίος, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, είναι από τους καλύτερους ανερχόμενους μουσικούς της ευρύτερης περιοχής. Ο ίδιος πρωταγωνίστησε στην ταινία Akounak Tedalat Taha Tazoughai (2015), η οποία είναι η πρώτη ταινία γυρισμένη εξολοκλήρου σε Tuareg διάλεκτο.

[i] Λυρικοί βάρδοι. Οι griot ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα «κλειστό επάγγελμα» το οποίο περνάει από γενιά σε γενιά. Η kora (βλ. υποσημείωση vi) είναι το σύνηθες συνοδευτικό όργανο.

[ii] Δημιουργήθηκαν το 1969 στο Bamako από τον Zani Diabaté. Η μουσική τους έδινε ιδιαίτερη έμφαση σε παραδοσιακούς ρυθμούς και μελωδίες του εθνοτικού γκρουπ των Bambara από το νότιο Μάλι.

[iii] Institut des Jeunes Aveugles de Bamako (Ινστιτούτο νέων που πάσχουν από τύφλωση).

[iv] Οι Super Biton National de Ségou υπήρξε μάλλον το πρώτο ορχηστρικό σύνολο του Μάλι καθότι δημιουργήθηκαν το 1954 από τον τρομπετίστα Amadou Ba. Οι Super Biton διακρίνονταν σε κάθε μπιενάλε που λάμβανε χώρα μεταξύ 1968 και 1976.

[v] Hanley, Francis & May, Tim, Rhythms of The World, BBC Books, 1989, σελ. 71

[vi] Παραδοσιακό δυτικοαφρικανικό όργανο 21 χορδών στη φιλοσοφία της άρπας. Η kora, αν και προέρχεται από την πολιτισμική παράδοση των Manding, παραμένει ένα ισχυρό σύμβολο πολιτισμικής συνέχειας, γεφυρώνοντας το κενό μεταξύ αρχαίων εθίμων και του μοντέρνου (μουσικού) κόσμου. Η χρήση της kora, ενώ αρχικά ήταν συνυφασμένη με την παράδοση των griot, παραμένει δημοφιλής ακόμα και στις πιο μοντέρνες, ποπ εκφράσεις της Δυτικής Αφρικανικής μουσικής όπως για παράδειγμα από την Sona Jobarteh (Γκάμπια) στο εξαιρετικό ‘Gambia’ (2015) το οποίο αποτελεί και ωδή στα 50 χρόνια ανεξαρτησίας της χώρας από την Βρετανία. Μεταξύ των μουσικών που ανέδειξαν την kora σε πρωταγωνιστικό όργανο συγκαταλέγονται οι Mory Kanté, Toumani Diabaté (Μάλι), Ama Maiga (Μάλι) και Foday Musa Suso (Γκάμπια).

[vii] Πολλοί χαρακτήρισαν τον Touré ως τον «Αφρικανό John Lee Hooker»

[viii] Η ίδια εταιρεία κυκλοφόρησε και τους μεταγενέστερους δίσκους του Touré The River (1990), The Source (1992), Talking Timbuktu (1994), In The Heart Of The Moon (2005) κ.α.

[ix] Όπως είχε σχολιάσει και ο ίδιος, γεννήθηκε «με λευκό δέρμα αλλά μαύρο αίμα». Πηγή: https://www.theguardian.com/music/2019/feb/06/salif-keita-interview-democracy-is-a-not-a-good-thing-for-africa

[x] Hanley & May, σελ. 76

[xi] Η μουσική παράδοση περνάει από γενιά σε γενιά ενώ χαρακτηριστική είναι η χρήση τοπικών ιδιωμάτων και διαλέκτων με πιο δημοφιλή την Tamasheq (η διάλεκτος των Tuareg).

[xii] National Movement for the Liberation of Azawad. Ως ‘Azawad’ αναφέρεται στις τοπικές διαλέκτους των Tuareg η σαχάρια περιοχή του βόρειου Μάλι, «Γη της Επαγγελίας» για τους απανταχού Tuareg.