Βρισκόμαστε ενδεχομένως μπροστά σε μια εποχή έτοιμη να εντάξει την τηλεόραση στον δυτικό πολιτιστικό κανόνα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και τα έργα αλλαγής παραδείγματος The Wire και…

Στο Normal People, όπως και στη ζωή, δεν συμβαίνει τίποτα, μέχρι να συμβεί κάτι

Βρισκόμαστε ενδεχομένως μπροστά σε μια εποχή έτοιμη να εντάξει την τηλεόραση στον δυτικό πολιτιστικό κανόνα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και τα έργα αλλαγής παραδείγματος The Wire και Sopranos, ακούγεται ολοένα και λιγότερο περίεργο το να αποκαλέσεις μια τηλεοπτική σειρά αριστούργημα στον κριτικό και δημοσιογραφικό λόγο, και σημαντικότερα ίσως στα social media. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις που αφορούν κυρίως τις κριτικές πολιτισμικές σπουδές, η ακαδημία δεν φαίνεται εξίσου πρόθυμη να αναβαθμίσει το πολιτιστικό στάτους της τηλεόρασης – αλλά η ακαδημία είναι ένα πεδίο όπου οι αλλαγές παίρνουν ούτως ή άλλως περισσότερο χρόνο. Θεωρώ πάντως δεδομένο ότι η μετάβαση θα είναι και εκεί τεράστια, όταν τελικά οι σημερινοί τριαντάρηδες, που πέρασαν τα βράδια των διδακτορικών τους χρόνων βλέποντας Mad Men και Fargo, διαδεχτούν στα έδρανα τους σημερινούς εξηντάρηδες, που πέρασαν τα βράδια των δικών τους διδακτορικών χρόνων προσπαθώντας να εξηγήσουν πόσο διαφορετικοί ήταν από όλους τους υπόλοιπους που έβλεπαν τηλεόραση.

Αν η σύγχρονη δυτική υψηλή τέχνη ετοιμάζεται να υποδεχτεί την τηλεόραση, τι είναι αυτό που φέρνει στο τραπέζι η ίδια η τηλεόραση; Τι κάνει τελικά μια τηλεοπτική σειρά να μπορεί να είναι, κατά τον δικό της μοναδικό τρόπο, ένα μέσο για να ειπωθεί μια οικουμενική ανθρώπινη ιστορία που να προκαλεί βαθιά και έντονα συναισθήματα; Για να μην είναι βαρετή και γενική, μια τέτοια απάντηση δεν μπορεί παρά να δίνεται μέσα από μελέτες περιπτώσεων τηλεοπτικών σειρών, και αυτήν ακριβώς την ευκαιρία προσφέρει το Normal People. Η σειρά είναι του BBC, μεταφορά στην τηλεόραση του ομώνυμου best-seller της Sally Rooney, και δυστυχώς παραμένει σχετικά άγνωστη στην χώρα μας, παρά τον πάταγο που έχει κάνει σε Αγγλία και Βόρεια Αμερική.

Η πλοκή έχει ως εξής. Η Marianne και ο Connell, από κάποια μικρή πόλη της Ιρλανδίας, γνωρίζονται στο σχολείο. Ο Connell είναι δημοφιλής και η Marianne κοινωνικός παρίας. O Connell είναι από εργατική οικογένεια, η Marianne μεγαλοαστή σε βαθμό τέτοιο που δεν μπορεί παρά να μοιάζει απειλητικός στο περιβάλλον της. O Connell και η Marianne ερωτεύονται, και στην αρχή κρύβουν την σχέση τους λόγω του κοινωνικού άγχους του Connell. Αργότερα, όταν περάσουμε στα φοιτητικά τους χρόνια, στο Δουβλίνο, και άρα στο φυσικό περιβάλλον της Marianne, θα δούμε τους ρόλους να αντιστρέφονται έντονα. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ότι, λόγω του τετριμμένου της ιστορίας, η σειρά θα έπρεπε να τα πάει άριστα στους καθιερωμένους τομείς, και να βρει κάτι ακόμα να προσφέρει στο είδος. Και βρήκε.

 

 

Τι προσφέρει λοιπόν το Normal People; Αρχικά, τη σιωπή του. Και η σιωπή του, αυτό το είδος σιωπής που είναι μακρόσυρτο και αργό και όχι συμπυκνωμένο και πολύ άβολο αλλά πασπαλισμένο πάνω από τις καταστάσεις και λίγο άβολο, το οποίο μπορεί να δώσει άριστα μέσα στη μεγάλη διάρκειά της η τηλεόραση, είναι πολύ σημαντικό. Γιατί στη ζωή συμβαίνει συνήθως: τίποτα, μέχρι να συμβεί κάτι. Αν ένα τσακωμένο ζευγάρι πάει σε ένα φοιτητικό πάρτι, το πιθανότερο να συμβεί είναι: τίποτα. Αν δύο ανταγωνιστικοί άντρες σε μεγάλη ένταση μεταξύ τους παίξουν ένα ματς μπιλιάρδου, το πιθανότερο να συμβεί είναι: τίποτα, συν μία ένταση που αναστέλλεται για να επιλυθεί μιαν άλλη φορά ή και ποτέ. Αυτήν την σιωπή το Normal People την αποδίδει εξίσου αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν υπό το φως των υπόγειων δυναμικών τους και όχι να εκρήγνυνται ανά πάσα στιγμή βάσει αυτών, αλλά και απλώς κόβοντας πλάνα. Η σκηνοθεσία του είναι αριστουργηματικά όχι ακριβώς βουβή και μινιμαλιστική αλλά παραλειπτική· μας αφήνει να υποθέσουμε πως τώρα-θα-γίνει-χαμός, και τελικά καταλήγουμε να βλέπουμε κάτι φαινομενικά άσχετο την επόμενη στιγμή. Επρόκειτο τελικά για μια ασήμαντη στιγμή, όπως η πλειοψηφία των στιγμών για τις οποίες κάποτε υποθέσαμε πως θα ήταν καθοριστικές για την ζωή μας.

Αν το μεγάλο αβαντάζ της τηλεόρασης είναι η διάρκειά της, η καλύτερή του χρήση έχει να κάνει με την εξέλιξη χαρακτήρων μέσα σε μεγάλες χρονικές περιόδους. Το Normal People κινείται εδώ με αριστοτεχνία που έχω προσωπικά να δω από το The Crown, μετά το οποίο δεν μπορώ να σκεφτώ ανάλογο παράδειγμα. Αυτή η αίσθηση ότι οι άνθρωποι βασικά μένουν ίδιοι, αλλά και λίγο αλλάζουν, αλλά επίσης ότι αυτό το λίγο μετράει πολύ, αλλά δεν κάνει και θαύματα, αυτή η πολυπλοκότητα του αλλάζειν μέσα στο σχετίζεσθαι είναι που καταφέρνει να ζωντανέψει τόσο οικεία το Normal People, και τα καταφέρνει ως τηλεοπτικό δημιούργημα par excellence.

Το Normal People δεν καταφέρνει μόνο να πάρει τα μέγιστα από την τηλεοπτική φόρμα, αλλά και να αποφύγει τις παγίδες της. Να το επαναλάβω: ορθώς υποθέτουμε ότι η λεγόμενη χαμηλή τέχνη, το ποπ σινεμά, οι τηλεοπτικές σειρές, είναι λαμπρό πεδίο κριτικής ανάλυσης και λήψης γνώσης για την κοινωνική μικροφυσική. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά δεν έχουν μια σειρά από προβλήματα, για τα οποία έχει μιλήσει με τρανή βαθύτητα και διαύγεια μεταξύ άλλων και ο David Foster Wallace στο κείμενό του A Unibus Pluram: Television and U.S. Fiction. Ένα από αυτά τα προβλήματα είναι η εκπαίδευση σε μια γραμμική λογική γεγονότων, λογική στην οποία η πραγματική ζωή, με το αδιάφορο χάος της και της ασύνειδες δυνάμεις που την προχωρούν, αντιστέκεται πεισματικά. Οι μεγάλοι χωρισμοί δεν διαδέχονται μεγάλες απάτες, οι μεγάλες σιωπές δεν διαδέχονται μεγάλες προσβολές, οι σχέσεις εγγύτητας δεν διαδέχονται στάσεις ευγένειας και γενικώς νοούμενης καλοσύνης. Ο κόσμος της ψυχικής ζωής είναι περίπου χαοτικός, τουλάχιστον σε πρώτη θέαση: τα περισσότερα πράγματα που κάνουμε δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς γιατί τα κάνουμε, και αυτή μας η άγνοια είναι δυο φορές μεγαλύτερη όσον αφορά στα συναισθήματα.

 

 

Προσπαθώντας κανείς να γεφυρώσει αυτό το κενό μεταξύ τέχνης και ζωής, μπορεί να δελεαστεί ίσως να συνδέσει εικόνες με καλειδοσκοπικό τρόπο, φτιάχνοντας βαθιά άσχετες με την ζωή ταινίες, σαν κι αυτές που συναντούμε με τον σωρό (ανάμεσα σε διαμάντια) στα φεστιβάλ πειραματικού κινηματογράφου. Το Normal People βρίσκεται στην άλλη άκρη αυτής της κακώς νοούμενης τυχαιότητας. Υιοθετεί μεν την πρωτοπρόσωπη οπτική των πρωταγωνιστών του και αποδίδει την γνήσια σύγχυση που τους διακατέχει για το πώς αλλάζουν τη ζωή τους τόσο ξαφνικά όσο και ανεπαίσθητα, αλλά υπαγάγει επίσης αυτές τις αλλαγές σε δομές, οι οποίες δομές καταφέρνουν να είναι πειστικές αλλά και αφαιρετικές όσο χρειάζεται, γειωμένες και παλλόμενες χωρίς να είναι μονοδιάστατες.

Η απομάκρυνση των ανθρώπων δεν συμβαίνει επειδή κάποιος πρόδωσε ή έβρισε κάποιον άλλον – συμβαίνει όμως επειδή δύο άνθρωποι σταμάτησαν να έχουν αιτήματα ο ένας από τον άλλον ή επειδή κάποιος, λόγω άγχους ή και δομικής οχύρωσης του εαυτού, δεν βρήκε ποτέ το συναισθηματικό κίνητρο να είναι κάτι παραπάνω από ευγενικός σε μία παρέα. Βέβαια, ακόμα και αυτές οι αφηγήσεις, έχουν περίπου την εσωτερική ισχύ που έχουν και στην πραγματικότητα: κατά ένα ποσοστό κάτι εξηγούν για τον εαυτό, και κατά ένα άλλο φαίνονται επί της αρχής σαν πιεσμένες πάνω στα αυθεντικό υλικό, περιμένοντας ίσως να αντικατασταθούν μελλοντικά από άλλες. Αυτό νιώθουμε για την θεμελίωση των ιστοριών που μας λέει το Normal People για τους χαρακτήρες του, και ισχυρίζομαι ότι αυτό, και όχι πολλά παραπάνω, είναι και η αίσθηση εαυτού που έχουμε γενικότερα.

Με την ευκαιρία, να κάτι ακόμα που δεν είναι οι άνθρωποι: καλοί και κακοί. Είναι αφόρητα κλισέ, μα είναι ίσως κάτι που πρέπει να επαναλάβουμε στο τώρα. Ο διαδικτυακός πολιτιστικός πόλεμος μεταξύ identity politics και alt-right εγκατέστησε για τα καλά τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε ‘woke’ και ‘toxic’, σαν μια ατομικιστική, ουσιοκρατική, αλλά και ριζοσπαστικά ενημερωμένη εκδοχή του μοραλιστικού εφησυχασμού που δίνει το σχήμα αγγελάκι-διαβολάκι. Λοιπόν, οι άνθρωποι κατά κύριο λόγο είναι ή δεν είναι κάτι όλοι μαζί, και αυτό αφορά τις μικρές και τις μεγάλες ομάδες τους. Το Normal People το γνωρίζει πολύ καλά αυτό και μας δείχνει, χωρίς αποστρέφει το βλέμμα από την προσωπική ευθύνη, πώς πολύ άσχημες καταστάσεις μπορούν να προκύψουν χωρίς την συμμετοχή πολύ άσχημων ανθρώπων. Το bullying που δέχεται η Marianne στο σχολείο είναι δοσμένο με άριστη πολυπλοκότητα. Από τη μία, δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι αυτοί που το ασκούν είναι επί του παρόντος μαλάκες. Από την άλλη, και χωρίς να αναιρείται καθόλου αυτό που μόλις ειπώθηκε, καταλαβαίνουμε στο πετσί μας τι απολαμβάνει η Marianne καταλαμβάνοντας αλλά και σποραδικά προκαλώντας τον ρόλο του κοινωνικού Άλλου. Το αυτό ισχύει και με τον Connell, έναν κατά βάση πολύ καλό άνθρωπο, ο οποίος ενίοτε πληγώνει την Marianne με έναν σπαρακτικό τρόπο, όχι με κάποιον τρόπο άμεσα ή έμμεσα βίαιο ή υποτιμητικό, αλλά μέσω της απουσίας του. Η απουσία αυτή, όπως και οι περισσότερες σημαντικές παρουσίες και οι απουσίες, δεν μπορούν τελικά να εντοπιστούν καταγωγικά ούτε αποκλειστικά στον Connell, ούτε στην κοινωνία που τον περιβάλλει, ούτε βέβαια στην Marianne. Είναι προϊόντα του ατόμου και της κοινωνίας, της νεύρωσης και της φαντασίωσης, όπως οποιοδήποτε φαινόμενο με το οποίο αξίζει να καταπιαστεί πολιτιστικά ή ψυχαναλυτικά κανείς.

 

 

Κλείνοντας, δύο λόγια για το αμιγώς ψυχαναλυτικό μέρος της σειράς. Θα θυμάστε από την αρχή του κειμένου ότι το βασικό άγχος του Connell για την σχέση του με την Marianne είναι η ενδεχόμενη κοινωνική κατακραυγή. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ο ίδιος διαπιστώνει με μετριασμένη έκπληξη, γιατί ίσως κάπου να το ήξερε πάντα, ότι κανείς ποτέ δεν νοιάστηκε και πάρα πολύ να κρίνει αυτή τη σχέση. Τι αναδεικνύεται: ο Connell δεν μπορεί να αποχωριστεί την ιδέα ότι κάποιος βλέπει και κρίνει τη ζωή του, ίσως γιατί αυτή θα ήταν η πιο οδυνηρή εκδοχή από όλες. Κατά τους Λακάν και Ζίζεκ, μια φαντασίωση που οι άνθρωποι έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη είναι η φαντασίωση ότι κάποιος που γνωρίζει καλύτερα –γενικώς καλύτερα– καταμαρτυρά την ζωή τους. Αυτός ο κάποιος είναι ο λεγόμενος Μεγάλος Άλλος, που προσομοιάζει στο φροϋδικό Υπερεγώ.

Δεν μπορούμε να ζήσουμε τη ζωή μας χωρίς την υπόθεση ενός εποπτικού ματιού που επιδοκιμάζει εξίσου σημαντικά με το να αποδοκιμάζει. Αυτή είναι και η ανάγκη που καλύπτει η εφεύρεση του Θεού περισσότερο ίσως και από την απάντηση του υπαρξιακού ερωτήματος. Συχνά, οι ομορφότερες αλλά και οι πιο βάναυσες συμπεριφορές, οι τύψεις και ενοχές και η έκσταση που νιώθουν οι άνθρωποι συμβαίνουν ακριβώς στην βάση της αντίδρασης της σκιώδους φιγούρας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί προσωπικά για τον καθένα. Κυριολεκτικά, ο Μεγάλος Άλλος ορίζει το τι είναι διανοήσιμο στη ζωή μας, και ποια όρια μπορούμε να παραβούμε χωρίς να νιώσουμε ολοκληρωτική αλλοτρίωση. Και όμως, ο Μεγάλος Άλλος δεν υπάρχει. Είμαστε μόνοι. Αυτήν την γνώση αποκτούν στο τέλος της σειράς η Marianne και ο Connell, στην μερικότητα με την οποία μπορεί να την αποκτήσει οποιοσδήποτε άνθρωπος, και ζούμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα (ούτε καν).

Δεν ξέρω αν το έκανα ξεκάθαρο, αλλά τέλος πάντων πρόκειται περί αριστουργήματος.