Όλοι έχουμε βρεθεί σε κάποια σχετικά μεγάλη και με χαλαρή συνοχή μάζωξη ανθρώπων, όπου ξεκινά μια συζήτηση περί γενικών ενδιαφερόντων. Στις συζητήσεις αυτές, τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν συνήθως οι…

Αυτές τις ταινίες τις έχουν δει ΟΛΟΙ

Όλοι έχουμε βρεθεί σε κάποια σχετικά μεγάλη και με χαλαρή συνοχή μάζωξη ανθρώπων, όπου ξεκινά μια συζήτηση περί γενικών ενδιαφερόντων. Στις συζητήσεις αυτές, τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν συνήθως οι ταινίες. Αλλά όχι οποιεσδήποτε ταινίες: μιλάμε για ταινίες που ΟΛΟΙ εχουν δει, ταινίες για τις οποίες ΟΛΟΙ έχουν να κάνουν ένα συγκεκριμένο σχόλιο ή να παραθέσουν εμπειρίες που συνδέονται στενά με αυτές. Έτσι λοιπόν κι εμείς, ως λάτρεις του γραφικού και ως κυνηγοί του τετριμμένου, αναζητήσαμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα ταινιών που έχουν γράψει ανεξίτηλα την δική τους ιστορία στον χώρο του «πωωωπω φίλε, το θυμάσαι το τέλος εκεί πέρα;». Spoiler alert δεν υφίσταται ακριβώς, γιατί αυτές τις ταινίες τις έχουν δει όλοι. 

 

Νίκος Σταματίνης

 

 

Έκτη Αίσθηση(1999):

Σε αυτήν την περίπτωση, δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με κλισέ που αφορά την ίδια την δομή της ταινίας. Εδώ, το θρίλερ σκάει ως αφορμή για την κλισέ ιστορία που συνέβη αναγκαστικά στον ομιλούντα στον κινηματογράφο, όταν πήγαινε να την δει: «άκου να δεις τι έπαθα εγώ όταν είχα πάει να δω την Έκτη Αίσθηση! Ήμουνα, που λες, πωρωμένος και έτοιμος να μπω στην αίθουσα να δω την ταινία και πετάγεται ένας από αυτούς που έβγαιναν από την αίθουσα για προηγούμενη προβολή και είπε δυνατά το τέλος ο παλιομαλάκας. Εγώ τότε Χ», όπου Χ= ψεύτικη ακραία αντίδραση που μπορεί να περιλαμβάνει μπουνιά, φωνή ή αποχώρηση από τον κινηματογράφο. 

 

Άρωμα Γυναίκας (1992):

Οκέυ, εδώ παίζει ο Αλ Πατσίνο και οπουδήποτε παίζει ο Αλ Πατσίνο «δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας». «Πώπω, τον είδες πώς έκανε τον τυφλό, σαν να ήταν όντως. Ρε τον πούστη! Ταλεντάρα!» και άλλες συναφείς επαινετικές ατάκες. Πέραν του κοντού, ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένα γιγαντιαίο κλισέ που στοιχειώνει την ταινία. ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΑΔΩΝ ΜΑΣ! Είσαι ξαπλωμένος στον καναπέ, είσαι σαν χυμένος ντολμάς και είναι 10 η ώρα το Σάββατο το βράδυ. Στο διπλανό καναπέ, ο πατέρας σου κάνει ζάπινγκ στα κανάλια. Όταν αξιωθεί να περάσει τα κανάλια από το 11 ως το 59, δηλαδή από το EXTRA CHANNEL μέχρι την Deutsche Welle και από το Κανάλι 9 μέχρι το Χ κανάλι του Τράγκα (για κάποιο λόγο, πάντα σε αυτά αναζητούν τι θα παρακολουθήσουν οι πατεράδες), φτάνει στον ALPHA (με πόνο ψυχής που μπήκε στα μεγάλα μπάτζετ, αλλά κάποτε σταματάνε οι αριθμοί και αρχινάνε από την αρχή) και έχει ταινία και ταινία στον ALPHA = πιστολίδια. Ε, εκεί αρχίζει το πάρτι «όλο μαλακίες βάζουνε οι ξεφτίλες. Βάλτε καμιά καλή ταινία, βάλτε το «Άρωμα Γυναίκας». Το έχεις δει; Θυμάσαι τη σκηνή με την αγόρευση του Πατσίνο; Πάνε και μου βάζουνε εδώ πέρα καραφλούς που πυροβολιούνται / -ώνται».

 

 

Χρήστος Τριανταφύλλου

Fight Club (1999):

Who is who: Απλώς «η Ταινία» για πολλούς, καθοριστική κινηματογραφική εμπειρία για την γενιά των 20-something (και όχι μόνο), τελετουργία περάσματος σε μια (πρώτη;) ωριμότητα και πολλά, πολλά ακόμη. Το αριστούργημα του David Fincher, το αριστούργημα του Edward Norton, το αριστούργημα του Brad Pitt, το αριστούργημα των Pixies∙ δημιούργησε συνειδήσεις, κατέστρεψε άλλες, γέννησε τρόπους σκέψης, άπειρες συζητήσεις και αναζητήσεις. Γέννησε –στα δικά μας– και μια ραδιοφωνική εκπομπή για την οποία έχουμε να πούμε πολλά πράγματα. Ίσως όχι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, αλλά σίγουρα η πιο αγαπημένη. Και κάπως έτσι, η όποια της ατέλεια καλύπτεται κάτω από ένα παχύ, πυκνό στρώμα αγάπης.

The contestants: από τις πιο δύσκολες περιπτώσεις ∙ το ψύχραιμο μάτι του ερευνητού θολώνει κάτω από τους ατμούς των λυκειακών του χρόνων. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε εύκολα να ξεχωρίσουμε κάποια αποκόμματα. Την εμμονή στην απαγγελία των κανόνων: «You do not talk about Fight Club», ξανά και ξανά, ακόμα (ή ιδίως) και σε άσχετες περιπτώσεις ∙ το ξύπνημα του μηδενισμού που ενσαρκώθηκε στις εξαγγελίες του Pitt: «You are not a beautiful or unique snowflake. Youre the same decaying organic matter as everything else». Παράλληλα, απελπιστικές περιπτώσεις όπου «ΠΩΠΩ μαλάκα, ο τύπος ήταν δύο τελικά. Τρελός λέμε, τελείως. Μόνος του μίλαγε» ή όπου «μόνο ξύλο είχε αυτό, τι σου άρεσε;» –αφετηρία ομηρικών καυγάδων, οπότε το βλακώδες βλέμμα του κάγκουρα συμμαθητή (στην πρώτη περίπτωση) και το αηδιασμένο βλέμμα της λεπτεπίλεπτης κορασίδας (στην δεύτερη περίπτωση) προξενούσε στον άρτι αφυπνησθέντα μηδενιστή μια τάση για ένα δεύτερο Project Mayhem. Και τέλος, ένα πρωτοφανές φαινόμενο: κανείς, ποτέ, δεν ψέλλισε ότι «το βιβλίο είναι καλύτερο από την ταινία».

Saw (2004)

Who is who: Η ταινία έσκασε σαν βόμβα στα εφηβικά κινηματογραφικά μάτια και κέρδισε αμέσως ένα απίστευτο cult following ανάμεσα στους γιουροβιζιονισμένους τότε Έλληνες. Ακολούθησαν άλλα 6 (!) sequels, εκ των οποίων ο γράφων έχει αξιωθεί να δει μόνο τα μισά. Δεν σκοπεύει, πάντως, να δει τα υπόλοιπα στο άμεσο μέλλον.

The contestants: «Αυτός θα κόψει το πόδι τουυυ!» και άλλα συναφή, που, μέσω του γνωστού μηχανισμού της αποστροφής, χρησίμευσαν σε πολλά μέλλοντα ζευγάρια ως πρόφαση μέσα στο σινεμά για να κάνουν το πρώτο βήμα. Τη μερίδα του λέοντος, όμως, κλέβει προφανώς το τέλος: εκστασιασμένοι θεατές γέμιζαν ολόκληρα σχολικά διαλείμματα συζητώντας πόσο «γαμάτο ήταν που καθόταν εκεί ρε αυτός όλη την ώρα;». Η απουσία Ιντερνέ στερούσε τους νεαρούς θεατές από το να γνωρίζουν πως ο ηθοποιός στεκόταν όντως εκεί και πως δεν χρησιμοποιήθηκε ομοίωμα.

Η κληρονομιά των sequels είναι ακόμα μεγαλύτερη: οι επόμενες ταινίες της σειράς εξελίχθηκαν σε ένα είδος δοκιμασίας θάρρους, για το ποιος θα αντέξει να δει τους περισσότερους ανθρώπους να πηδάνε σε λάκους με σύριγγες, να πετσοκόβονται και να γίνονται κέτσαπ. Τα αρσενικά μέλη της παρέας είχαν άπλετες αφορμές για ερωτικά καλέσματα εντυπωσιασμού, ενώ τα θηλυκά, έχοντας ως επί το πλείστον ξεφύγει από τον μηχανισμό της αποστροφής λόγω της πολυάριθμης, συνήθως, παρέας, απέκτησαν μια λατρεία προς πολλές τέτοιες απαράδεκτες ταινίες, με αποτέλεσμα η σημερινή κατάσταση να συνοψίζεται στο ότι μια μεγάλη ποσότητα ελαφρόμυαλων κορασίδων θέτει ως αντίπαλο δέος στο Τσάμπιο Λι τη φανατική παρακολούθηση αριστουργημάτων όπως το Paranormal Activity. And the world keeps spinning.

Νίκος Θεοδωρόπουλος

Shutter Isleption (2010):

Ψυχολογικό δράμα-θρίλερ μυστηρίου, με πρωταγωνιστή –αλλά και το μυαλό του οποίου αποτελεί το χώρο όπου εκτυλίσσεται βασικά η υπόθεση– τον Λεονάρντο ντι Κάπριο.

Βασικό της θέμα η δυνατότητα ελευθερίας επιλογών σε ένα κόσμο όπου η πραγματικότητα τίθεται συνεχώς υπό αμφισβήτηση, η συγγένεια τρέλας και ονείρου, καθώς και ο διττός ρόλος της ενοχής στην ανθρώπινη συμπεριφορά: ως παράγοντα δηλαδή περιστολής του ορίζοντα αντίληψης των ατόμων, αλλά και ως κλείδας ελευθερίας.

Υπόθεση: ένας ντετέκτιβ αναζητεί τα ίχνη ενός κακοποιού σε ένα εγκαταλελειμμένο φρενοκομείο από το οποίο διατηρεί ακαθόριστες αναμνήσεις. Τα στοιχεία που ανακαλύπτει θα τον οδηγήσουν ένα προς ένα στην ανατροπή της ταυτότητάς του, στην κόλαση του limbo, ενώ το τέλος αφήνει μετέωρο τον θεατή με ένα συγκλονιστικό ερώτημα, ανοιχτό σε πολλές απαντήσεις.

Highlight: οι επανερχόμενες εικόνες της νεκρής γυναίκας του, προβολή της ενοχής που τον κατατρύχει μετά τον ακούσιό της φόνο. Εξαιρετική μάλιστα η ερμηνεία του ρόλου της από τη Μαριόν Μπωντριγ…

… όπα, όπα, μια στιγμή … τι γίνεται εδώ;

Είναι δύο ταινίες!

Ζητούμε συγνώμη για την παρεξήγηση. Οφείλουμε να διορθώσουμε: πρόκειται για δύο διαφορετικές ταινίες. Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου –ναι, το τονίζω το «μου»· the ring is mine, you hear? mine!– το Shutter Island ήταν καλύτερο από το Inception· νταξ, άλλο τώρα Σκορτσέζε, άλλο Νόλαν. Ο ντι Κάπριο, βέβαια, δεν είναι και πολύ διαφορετικός –ειδικά με αυτή τη χαρακιά ανάμεσα στα μάτια που του ‘μεινε από τη λοβοτομή στο Shutter Island· στην τελική, σε όλες τις ταινίες το ίδιο δεν παίζει, μωρέ; Αλλά, η αλήθεια είναι πως τον λυπήθηκα εκεί στο τέλος με τη λοβοτομή. Όπως και πιο μετά με τη σβούρα που στριφογυρίζει συνεχώς και μετά έχει αυτό το cut που δεν ξέρεις τι γίνεται –εμένα μου ‘κανε το μυαλό μπλέντερ με το… μια στιγμή …

Ψυχολογικό δράμα-θρίλερ μυστηρίου, με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο ντ…

 

 

Γιώργος Βασιλάκος

Η Λάμψη (1980):

Εν προκειμένω, έχουμε τη χαρά και την τύχη να μιλάμε για μια ταινία, η οποία αφενός δείχνει το μισοσκότεινο δρόμο στον οποίο θα βαδίσουν πάμπολλα θρίλερ μυστηρίου και αφετέρου θα σταθεί η αφορμή ώστε να γεννηθούν άλλα τόσα κινηματογραφικά κλισέ, κυρίως με χαρακτηριστικές σκηνές ταινιών που «κάτι μας θυμίζουν».

Ωστόσο, αυτό που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση και που εδώ μας απασχολεί περισσότερο, είναι το ξεπέρασμα των στενών ορίων της κινηματογραφικής «κλισεδιάς» και η διείσδυσή της στη διαμόρφωση στερεοτυπικών κοινωνικών συμπεριφορών. Ποιος θα ήταν τόσο τολμηρός, ώστε να ισχυριστεί ότι συμμετείχε σε μία εκτενή συζήτηση περί ταινιών θρίλερ, όπου δεν ακούστηκε έστω, το όνομα τούτης εδώ της ταινίας; Σχεδόν πάντα δε, ένας εκ των συνομιλητών θα πάρει το ρίσκο να αναφέρει πως πρόκειται για το καλύτερο θρίλερ που έχει γυριστεί.

Πάντα, μα πάντα όμως, η συνέχεια θα είναι γνωστή και προβλέψιμη, σαν ένα χιλιοπαιγμένο déjà vu, που καταντά αρρωστημένο αστείο. Μεταξύ άλλων, θα ειπωθεί εναλλακτικά ή και σωρευτικά (ανάλογα και με τα επίπεδα γραφικότητας των συντελεστών) πως ο Τζακ Νίκολσον δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας παριστάνοντας τον σαλεμένο, αφού «παρακολουθούσε συμπεριφορές ψυχασθενών σε ψυχιατρικές πτέρυγες επί ένα χρόνο». Επίσης πως «η σκηνή με το τσεκούρι έχει γράψει ιστορία», ενώ εκεί αντανακλαστικά θα αναφωνηθεί το περίφημο “Heres Johnny!”, ότι η σκηνή με τον barman «κρύβει πολλά μηνύματα» και «έχει πολύ νόημα», καθώς και ότι «η σκηνή με τα δίδυμα κοριτσάκια ήταν σκέτο χέσιμο» , αλλά και αυτή με τη γριά στη μπανιέρα όπου «τα είδα όλα ρε φίλε».

Mην ξεχάσουμε φυσικά να αναφερθούμε και στην τελευταία σκηνή, για την οποία γίνεται αναλυτική συζήτηση για το «τι μπορεί να σημαίνει οτι ο Τζακ Νίκολσον ήταν μέσα στο κάδρο; Μήπως ήταν και αυτός φάντασμα;» Αυτή η επαναλαμβανόμενη εμπειρία oφείλεται στο τεράστιο άνοιγμα του φιλμ στο ευρύ κοινό και όχι μόνο στους fans των ταινιών τρόμου, όχι τόσο λόγω της κλασικότητάς της, αφού και άλλα παλαιότερα ή και της ίδιας περιόδου θρίλερ παρουσίασαν αντίστοιχα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Καθοριστικό ρόλο θα πρέπει να έπαιξαν κυρίως η προώθηση της ιδιαίτερης προσωπικότητας του Νίκολσον ως καρατερίστα «ψυχάκια ηθοποιού» (πράγμα το οποίο τον αδικεί εφόσον έχει υποδυθεί με επιτυχία ποικίλους τύπους χαρακτήρων), αλλά και η υπερβολική προβολή μεμονωμένης σκηνής που προαναφέρθηκε (αυτή όπου ο πρωταγωνιστής σπάει την πόρτα με το τσεκούρι) υπό μορφή meme στο Διαδίκτυο κατά τα τελευταία έτη, με την «ψαρωτικά» δαιμονισμένη έκφραση του προσώπου του ηθοποιού να μοστράρεται παντού, καταλήγοντας να γίνει mainstream. Ιδιαίτερα το ελληνικό κοινό αγκάλιασε αυτήν την ταινία και οι χαρακτηριστικές επιρροές της σε ανθρώπους όπως στον Νίκο Φώσκολο και στον Μάκη Βορίδη, όχι μόνο συνηγορούν σ’ αυτό, αλλά καθόρισαν και το ρου της ιστορίας του λαού μας .

 

 

Κυνόδοντας (2009)

Αυτή η ταινία του Λάνθιμου είναι τόσο αντισυμβατική, που αναμφισβήτητα δεν αφήνει κανένα περιθώριο στο να αναπτυχθούν γραφικές συζητήσεις ή να ειπωθούν ξανά και ξανά ατάκες που πιθανώς περιλαμβάνει. Εδώ, η γραφικότητα βρίσκεται σε δύο βασικά σημεία.

Αρχικά, είναι κανόνας πως όταν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, πάντα κάποιος πρέπει να πετάξει τον Κυνόδοντα στην κουβέντα, χωρίς καν να υπάρχει η παραμικρή αφορμή, αλλά έτσι για να γίνει τζέρτζελο. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος ισχυριστεί, για παράδειγμα, πως η ποιοτική κωμωδία στον ελληνικό κινηματογράφο έχει ατονίσει, αν όχι πεθάνει, θα έρθει ο άλλος να του αντιπαραβάλλει τον Κυνόδοντα που «είναι και ποιοτικιά ταινία, άλλο αν εγώ διαφωνώ με το περιεχόμενό της».

Προφανέστατα, η υποψηφιότητα για όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το 2011, είναι που δίνει πάντα αυτή την διασκεδαστική, για όλους εμάς, ώθηση στον αδαή συνομιλητή να προβεί σε μια τέτοια δήλωση, αφού δεν είχε και σινεμά στο χωριό του. Χαρακτηριστικό είναι πως η ταινία πρωτοπροβλήθηκε το 2009 και μέχρι να προταθεί παρέμενε άγνωστη στους περισσότερους.

Το δεύτερο σημείο που εντοπίζεται είναι μία φράση που την στιγμάτισε για όλες τις επόμενες γενιές του ανθρώπινου πολιτισμού: «θέλει να προκαλέσει». Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη κριτική έγινε σχετικά με την ταινία, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εναλλακτική αισθητική άποψη ή στόχευση είχε ο σκηνοθέτης, πάντα από εκεί ξεκινάμε, πάντα εκεί τελειώνουμε. Διότι εν τέλει κύριοι, αυτό έχει να δείξει η Ελλάδα μας στο εξωτερικό; Mόνο ασέλγειες και ανωμαλίες; Xάθηκαν τα ωραία τα νησάκια μας;

 

  • Social Links: