Το σχόλιο που ακολουθεί προέκυψε λόγω του εντοπισμού μιας ιδιαίτερης ομοιότητας μεταξύ της πρόσληψης της καινούργιας ταινίας του Τρίερ στην Ελλάδα και του παραδοσιακού πλέον εγχειριδίου «Πώς να γίνετε κακό κορίτσι;» με τίτλο 50 αποχρώσεις του Γκρι στην Βρετανία. Καταρχήν, και για λόγους ειλικρίνειας προς τους αναγνώστες, αποποιούμαι κάθε εξ άμβωνος ρόλου καθώς ούτε κριτικός κινηματογράφου είμαι, ούτε παθιασμένη μελετητής του Δανού σκηνοθέτη. Από τις ταινίες του ξεχωρίζω ίσως το Δαμάζοντας τα Κύματα γιατί ως ωδή στην ονειρικότητα, ταιριάζει πανέμορφα στον τοίχο ενός δωματίου που ονειρεύομαι δελφίνια και το Χορεύοντας στο Σκοτάδι. Στο τελευταίο, κυρίως λόγω της κατ’ εμέ θεατρικής ερμηνείας της Björk και του μαγικού:
I would leave the cinema
just after
the next to last song,
and the film would
just go on forever.
Νympho()maniac
Με το ριψοκίνδυνο για τις τεράστιες αποκλίσεις με την πραγματικότητα εγχείρημα να μιλήσω για μια ταινία χωρίς να την έχω δει (ακόμη), οι προ(σ)κλήσεις ήταν συνεχείς από σχόλια και μηνύματα περί αυτού το οποίο αποτελεί αυτό τον καιρό στην Αθήνα το σκοτεινό αντικείμενο μιας ηθικά(;) αυστηρής κριτικής. Κάποιοι περισσότερο συγκρατημένοι (συγκρατείς κυρίως λόγω κάποιας ηλικίας) θεώρησαν ότι ταινία ήταν εξαιρετικά στυλιζαρισμένη και πως απέτυχε να αποδώσει το βαθύτερο εκείνο κοινωνικό μήνυμα το οποίο επεδίωκε. Εκτός του ότι αυτό το παράδειγμα μπορεί να εξηγήσει γενικότερες ελληνικές συμπεριφορές και αντιλήψεις, είναι σχεδόν καταπληκτικό πώς δεν μπορούμε να προσλάβουμε κάτι απλά γιατί υπήρξε, έγινε, αλλά μόνο αν έγινε για κάτι υψηλό και ωραίο. Δηλαδή, μόνο αξιολογικά μπορούμε να το αντιληφθούμε ως είναι και όχι η μέσω αυτής καθεαυτής της ύπαρξης/πραγμάτωσής του.
Πέραν της ανικανότητας αποδοχής του πράγματος ως έχει, και της αναζήτησης του υψηλότερου νοήματος, η ταινία χαρακτηρίστηκε από σοβαρές φυλλάδες (sic) ως ένα κλινικά αποστειρωμένο πορνό και από ορισμένους ως ένα πορνό και τίποτα άλλο. Δηλαδή αν ήταν ένα πορνό και κάτι άλλο, θα άλλαζε ποιοτικά η πρόσληψη! Οι φυλλάδες δε, παρατηρείται να αφήνουν τις «κακές» λέξεις κολοβές καθώς θα αναστάτωναν το μέσο αναγνωστικό κοινό, στο οποίο συνηθίζεται μια διαφορετική γλώσσα. Συγκεκριμένα, επιχειρείται μια συνειδητή παρέμβαση στην κατασκευή συστημάτων γνώσης και επομένως και εξουσίας με τελικό προορισμό την α-κανονικοποιήση του σώματος. Ο λόγος αποκτά μια κακή, επαίσχυντη ιδιότητα, ένα επαχθές φορτίο πού ξορκίζει το στόμα των φοβισμένων από την αλήθεια των λέξεων (και εικόνων), αναγνωστών. Τώρα που οι εικόνες καρφώνονται με σφοδρότητα σαν πρόκες, και σπρώχνουν την αντίληψη αλλά και την ερμηνεία πέρα και εκτός πλαισίου, προκύπτει το άβολο αίσθημα της ανοικειότητας. Σαν ξένοι, στο δικό μας συμβολικό σύμπαν, η ταινία του Τρίερ, είναι αν μη τι άλλο μια σημαντική συμβολή και μοναχά γι’αυτό. Γιατί κατάφερε να σπρώξει στην άκρη του οικείου και να παίξει με τον καθωσπρεπισμό, ξεβολεύοντας από νόρμες και επικαθορισμούς, από ηθικές ταυτότητες και διλλήματα και αποδεικνύοντας πώς ο κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει και ως τέτοιος: ο επανακαθορισμός του οικείου.
Η ταινία, μάλλον, κατάφερε να ξεβολέψει, ειδικότερα και λόγω της έμφασης στις σεξουαλικές δια-στροφές που στην κανονικότητα τους, θα αποτελούσαν μόνο έκφραση του φυσικού και υπό το πρίσμα μιας νόρμας, αποτελούν α-κανονικότητες, δηλαδή, αποκλίνουσες συμπεριφορές. Έτσι, η επανα-κανονικοποιήση του σώματος ενδεχομένως να είναι μια άλλη επιτυχία της ταινίας και ίσως το βαθύτερο (ή και προφανές) κοινωνικό αίτημα της.
Διαβάζοντας μια δημοσίευση για την ταινία, μου φάνηκε πώς η πρόσληψη του Νympho()maniac στην Ελλάδα πλησίαζε αυτήν των αναγνωστών των 50 αποχρώσεων στην Γηραιά Αλβιόνα. Μιας και δεν έχω δει ούτε την ταινία και σίγουρα δεν έχω διαβάσει την τριλογία, μόνο σαν υπόθεση εργασίας μπορεί να σταθεί το επιχείρημα πώς η ταινία του Τριερ και το εγχειρίδιο αστικής σεξουαλικότητας της E. Λ. Τζέιμς άφησαν την ίδια γεύση στο στόμα, στην ιδρωμένη Αθήνα και στο υγρό Λονδίνο. Προς αυτή την λογική μου φαίνεται συνηγορεί και το γεγονός πώς η ταινία του Τρίερ κατηγοριοποιήθηκε σαν mainstream ή εν πάση περιπτώσει ως εμπορική (με την καταναλωτική της έννοια) και διαφημίστηκε ως τέτοια. Δηλαδή νοηματοδοτήθηκε a priori και, ίσως αναπόφευκτα, καθώς η αισθητική της πρόσληψη μπερδεύτηκε με την ηθική της.
50 Shades of Grey
Νεαρές αγγλίδες ως άλλες Ευγενίες, διψούσαν για μύηση στην ars erotica. Με την δημοσίευση της τριλογίας 50 shades of Grey, το Soho με την γνωστή του ερωτική ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Έγινε ευθύς ο προορισμός των σεξουαλικά απελευθερωμένων Άγγλων που είδαν το φώς το αληθινό μέσα στο Γκρί. Επίσης, ηλεκτρίστηκαν και οι τιμές των καταστημάτων εσωρούχων, ειδικά συγκεκριμένων όπως Ann Summers, που εφοδιαστήκαν διαβάζοντας σωστά τα σημάδια, με την τελευταία λέξη των αξεσουάρ του σαδο-μαζοχισμού. Φυσικά στην κομψή τους πλευρά. Γιατί η φιλοσοφία του σαδο-μαζοχισμού είναι ωμή και ανελέητη, όπως περιγράφεται στις σελίδες του Boudoir. Οι 50 αποχρώσεις ήταν μάλλον ο προθάλαμος του δωματίου που πέρασε η Ευγενία την εκ-παίδευση της. Όπως κάθε βιβλίο που σέβεται τον εαυτό του, η ιστορία της νεαρής πειθήνιας φοιτήτριας και του ισχυρού επιχειρηματία θα προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2015 και ο αγγλικός τύπος παρακολουθεί βήμα-βήμα τα γυρίσματα. Φυσικά, την ίδια υποδοχή, δεν έτυχαν και οι ερωτικές σκηνές στο Blue is the Warmest Colour, όπου το κινηματογραφικό κοινό, ή αναδιπλωνόταν άβολα στο βολικό κάθισμα της αίθουσας ή ξεσπούσε σε αμήχανα γέλια καθώς τα δύο κορίτσια παρέδιδαν μαθήματα αλήθειας χωρίς μαστίγια και μαύρες δαντέλες. Στην χειρότερη, το ίδιο αναγνωστικό κοινό που εθίστηκε στις 50 αποχρώσεις, για ένα άλλο χρώμα, το Μπλέ, σηκώθηκε και αποχώρησε από την αίθουσα, βρίσκοντας τις σκηνές προκλητικές!
Το βιβλίο παρουσιάζεται ως μια σκοτεινή ιστορία πάθους, προτάσσοντας την διαστροφή ως το μέσο για την απελευθέρωση της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας. Ακόμη, παίζοντας στο γνωστό δίπολο εξουσίας-καθυπόταξης, η εξουσία τόσο της γλώσσας όσο και της συμβολικής εικονο-ποιήσης (πετυχημένος επιχειρηματίας- νεαρή φοιτήτρια) φέρουν μια κανονιστική χροιά που αποτυπώνεται κυρίως στην συχνότητα συνάντησης του βιβλίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς στην αγγλική πρωτεύουσα. Ειδικότερα άμα τη εκδόσει, αποτελούσε το δεύτερο συνηθέστερο πράγμα που θα συνόδευε τον επιβάτη – το πρώτο ήταν η ομπρέλα. Με αυτό, τονίζω κυρίως πώς το εύρος και η θέρμη της ανάγνωσης του αποτελούν και απόδειξη πώς μόνο να ενοχλήσει δεν κατάφερε, αντίθετα έτερπε δεόντως κάθε ‘ακραία’ ερωτική φαντασίωση του ηδυπαθούς κοινού.
Η ταινία, αντίθετα, θεωρώ ότι επιχειρεί αυτό που δεν βολεύει ούτε ευχαριστεί το (μέσο) κινηματογραφικό κοινό. Δεν υπάρχει κάποιο κρυμμένο νόημα στα πράγματα, ούτε κάποια υπερβατική αλήθεια. Τα σώματα ανάγονται σε ομιλούντα υποκείμενα που διηγούνται την αλήθεια τους και μάλλον θέτουν ερωτήματα, παρά προσφέρουν απαντήσεις. Συγκεκριμένα, ερωτήματα που ο Φουκώ διατύπωσε ως ερωτήματα έρευνας στον δεύτερο τόμο της σεξουαλικότητας του:
«Σύμφωνα με ποιούς μηχανισμούς αλήθειας ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το είναι του, όταν θεωρεί τον εαυτό του τρελό, όταν θεωρεί τον εαυτό του άρρωστο, ή όταν τον θεωρεί ανθρώπινο ον που ζει, που μιλάει και εργάζεται, όταν τον κρίνει ένοχο και αυτοτιμωρείται; Και σύμφωνα με ποιούς μηχανισμούς αλήθειας ο άνθρωπος αναγνώρισε τον εαυτό του ως “άνθρωπο ερωτικού πόθου”;» 1
Στο σημείο που διαφθείρει την κανονικότητα, η ταινία διαφέρει από το βιβλίο. Και ακριβώς σε αυτό, η ψυχαναλυτική εξερεύνηση της νυμφομανίας προσφέρεται όχι με ιστορικούς-ιατρικούς όρους ως το άρρωστο/παρεκκλίνον ή ανήθικο αντικείμενο της βικτωριανής εποχής, αλλά μέσα από το σώμα και το λόγο. Παράγονται έτσι, αναγνώσεις που δεν εγγράφονται αναγκαστικά στο πλαίσιο μιας επιστήμης, αλλά ενός βιώματος. Και νομίζω θα είναι ολοκληρωτικό.
1 Foucault Μichel, Ιστορία της Σεξουαλικότητας 2. η χρήση των απολαύσεων, μτφρ Γ. Κωνσταντινίδης, εκδόσεις Ράππα 1989, σελ 15.
Social Links: