Πριν από ακριβώς δέκα χρόνια, ένας ενθουσιώδης γυμνασιόπαις έμπαινε στο δισκάδικο της Nuclear Blast κάπου στα Β.Π. (ως γνωστόν, στο ΣΚΡΑ-punk αρνούμαστε να διασταυρώσουμε τις αναμνήσεις μας με πιο αξιόπιστες πηγές). Δεν υπήρχε κάποιος διακηρυγμένος αγοραστικός στόχος, παρά μόνο η ίδια η επίσκεψη σε αυτό που φαινόταν ως ναός του νεοανακαλυφθέντος μουσικού δόγματος.
Η ντιρεκτίβα του Metal Hammer πέρασε άμεσα από θολωμένο μου μυαλό, με αποτέλεσμα την αγορά τριών εμβληματικών δίσκων: του μεγαλοφυούς Be των Pain of Salvation, του υπέρτατου The Eye of Every Storm των Neurosis –τους οποίους θα δω λάιβ στις 3/7 και δεν μπορώ ακόμα να πιστέψω ότι είναι αλήθεια– και last but not least, του Leviathan των περί ων ο του άρθρου λόγος Mastodon. Όπως έγινε και με ένα σωρό άλλους δίσκους, εκείνη την μακρινή εποχή κατά την οποία στο εφηβικό μεταλλικό κεφάλι μεσουρανούσαν συγκροτήματα όπως οι Blind Guardian, δεν μπόρεσα να δώσω ιδιαίτερη σημασία. Στο μέλλον θα μιλήσουμε αναλυτικότερα γι’ αυτές τις χρυσές εποχές. Στο θέμα μας όμως.
Αναδρομή στην μαγεία
Οι Mastodon είναι για τα ‘10s ό,τι οι System of a Down για τα τέλη των ‘90s και το πρώτο μισό των ‘00s: ένα συγκρότημα που ξεπετάχτηκε σαν πυροτέχνημα και φώτισε τον μεταλλικό ουρανό παίζοντας πρωτοποριακά και φτιάχνοντας σχολή. Προφανώς υπάρχουν σοβαρές διαφορές, κυρίως στο ότι οι SOAD δεν ηγήθηκαν κανενός ρεύματος στην πραγματικότητα, λόγω και της πιο ιδιαίτερης προσέγγισής τους στα πράγματα∙ οι SOAD έλαμψαν μοναχικά –ίσως να ξαναλάμψουν–, ενώ στους Mastodon πηγαίνει πιο πολύ το ύφος του ροκ σταρ, χωρίς όμως να ρουφάνε σαν ηλεκτρικές σκούπες και χωρίς να πετάνε τηλεοράσεις από μπαλκόνια ξενοδοχείων∙ δεν είμαστε πια στα ‘80s. Και τα δύο συγκροτήματα, όμως, αποτέλεσαν και αποτελούν βασικούς κρίκους της ανανέωσης του είδους στον 21ο αιώνα, αποκτώντας και ένα cult following.
Το 2004 ήρθε η Αποκάλυψη: βασιζόμενοι σε ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία όλων των εποχών, το Moby Dick του Herman Melville, οι Mastodon δημιούργησαν ένα από τα αρτιότερα άλμπουμ του metal, ακολουθώντας με θρησκευτική ευλάβεια την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Προσωπικά, διαβάζοντας το βιβλίο αφού είχα ήδη λατρέψει τον δίσκο, ένιωσα πως κέρδισα πολλά από τα ηχοτοπία που είχαν διαμορφώσει οι Mastodon στο μυαλό μου ως προς το immersion στον κόσμο που έπλασε ο Melville με τη βιβλική γραφή του.
Ίσως να πρέπει να γίνει μια εμπορική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία κάθε αντίτυπο του Moby Dick θα έχει στην τελευταία σελίδα συνημμένο τον δίσκο. Για μένα, πρόκειται για το καλύτερό τους άλμπουμ: τόση φρεσκάδα, τόσες δεκάδες μαγικών ριφς με τα οποία άλλοι θα γέμιζαν πολλούς διαφορετικούς δίσκους, τόση συμπυκνωμένη μαγεία δεν νομίζω πως ξαναπαρήγαγαν. Άλλωστε, πρόκειται για τον δίσκο που ανοίγει με ένα από τα 2-3 πιο «θεέ και κύριε» ριφς στην ιστορία της μουσικής:
Τα πράγματα όμως δεν μπορούν να μένουν στάσιμα. Το 2006 το συγκρότημα προχώρησε σε μονοπάτια πιο progressive, με την στενή έννοια του όρου. Το Blood Mountain είναι μια μυσταγωγία, χωρίς ταυτόχρονα να ρίχνει τις ταχύτητες∙ η γλώσσα που βγάζει αυτό το συγκρότημα στις συμβάσεις είναι ασύλληπτα μεγάλη. Το artwork είναι υπέροχο, ενώ αρχίζουν να φαίνονται και οι αισθητικές επιρροές από τους μεγάλους δασκάλους Tool, που την ίδια χρονιά έβγαλαν το τελευταίο τους μεγαλούργημα, το 10000 Days. Α, καταφέρνει και να χτυπήσει το Blood and Thunder, χωρίς όμως να το νικάει, σε επίπεδο μαγικού ανοίγματος κομματιού.
Το Crack the Skye του 2009 είναι για πολλούς ο καλύτερός τους δίσκος. Οι ‘70s επιρροές είναι εμφανέστατες πλέον, τα κομμάτια είναι λιγότερα και μεγαλύτερα σε διάρκεια και γενικά είναι προφανές ότι ο πειραματισμός σε επίπεδο διαχείρισης του υλικού δεν σταματάει ποτέ. Με την δεδομένη ευκολία τους να παράγουν μουσική, οι Mastodon δεν σταματούν να παίζουν με τις φόρμες, με τις επιρροές, με τις εναλλαγές. Ακόμα και η αφέλεια του concept συγχωρείται∙ με τόσο ταλέντο στην μουσική, θα ήταν άδικο για τον ανταγωνισμό να ήταν και καλοί συγγραφείς.
Έχοντας ήδη φτιάξει μια γενεαλογία της πορείας τους, πολλοί κριτικοί θεωρούν ότι η «κλασική» περίοδος του συγκροτήματος τελειώνει το 2009. Ανεξαρτήτως του αν συμφωνώ ή όχι, το ίδιο το γεγονός ότι ένα έντυπο σαν το Pitchfork φτιάχνει μια γενεαλογία για σένα, σημαίνει πως είσαι ήδη ένας σταθμός στην ποπ κουλτούρα. Το 2011 λοιπόν κυκλοφορεί το The Hunter, με το οποίο για κάποιος ξεκινάει η «ραδιοφωνική» περίοδος.
Ο δίσκος είναι καλός, με τα κομμάτια πλέον να είναι μικρότερα σε διάρκεια, αλλά όχι απαραίτητα απλούστερα. Η γνώμη μου είναι πως μπορεί εκ πρώτης όψεως και λόγω ορισμένων χιτακίων (sic) να φαίνεται ως μια εμπορική στροφή, αλλά προσεκτικές ακροάσεις αποκαλύπτουν πως πρόκειται για ένα άλμπουμ εξίσου πολυεπίπεδο με τα προηγούμενά τους. Για να μην παρεξηγηθούμε πάντως –ήδη σας βλέπω να με κοιτάτε κάπως–, ο δίσκος δεν φτάνει στα επίπεδα των προηγούμενων. Οι στιγμές μαγείας όμως είναι εδώ ακόμα:
Κάπου εδώ το ταξίδι στα ‘00s τελειώνει και φτάνουμε στον τελευταίο δίσκο.
Once more ‘round the Sun (2014)
Έχουμε σχεδόν φτάσει στα μέσα των ‘10ς και οι Mastodon είναι πλέον ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυκλοφορία του νέου δίσκου συνοδεύτηκε από μεγάλη κινητοποίηση των μίντια, άμεση ενημέρωση για κυκλοφορίες μεμονωμένων κομματιών από τα μεγαλύτερα μουσικά και όχι μόνο ηλεκτρονικά περιοδικά και διάφορα παρασκηνιακά, που, όπως είπα και παραπάνω, δεν θυμίζουν τις επικεφαλίδες που σχολίαζαν τον βίο συγκροτημάτων όπως οι Mötley Crüe.
Ο νέος δίσκος δεν μοιάζει με το The Hunter. Δεν συμφωνώ, δηλαδή, με κριτικές που εντοπίζουν ομοιότητες στο πλαίσιο του «ραδιοφωνικού» στυλ, της απο-καφροποίησης, δηλαδή, της μουσικής των Mastodon. Αν οι προηγούμενοι δίσκοι ήταν sludge metal, progressive, κλασικίζον, κ.ο.κ, αυτός εδώ είναι απλώς ένας δίσκος Mastodon: το μεγαλύτερο κατόρθωμα αυτού του συγκροτήματος είναι ότι έχει δημιουργήσει με απόλυτη επιτυχία έναν δικό του κανόνα, έχει δημιουργήσει μαθητές –ακόμα και με εκ των υστέρων βαφτίσια για συγκροτήματα συνομήλικα ή και μεγαλύτερα σε ηλικία–, έχει πλέον κάθε δικαίωμα να δοκιμάζει ό,τι θέλει, όσο θέλει, όπως θέλει.
Οι Mastodon έχουν κερδίσει το δικαίωμα να ενσωματώνουν στα κομμάτια τους φωνητικά «ποπ», όπως στο «The Motherload», να παίζουν με αξιομνημόνευτα μελωδικά ρεφραίν, ενώ στο background γίνεται ένα όργιο βαρέων ριφς και drumming («High Road»), να πετάνε ξαφνικά υπέροχα σόλο συνεχίζοντας κλασικίζουσες αναφορές που συχνά στο σύγχρονο μέταλ είναι εξοβελιστέες («Tread Lightly»), να γράφουν ριφάρες από τον παλιό καιρό που συνυπάρχουν με όλα τους τα νέα στοιχεία («Aunt Lisa») και γενικά να γράφουν εκεί όπου δεν πιάνει μελάνι τον οπαδό που με σηκωμένο δάχτυλο απεραντολογεί για τους «παλιούς καλούς Mastodon» που δεν ήταν εμπορικοί και που κυκλοφορούσαν μόνο σε παράνομες κασέτες, ενώ οι βόμβες έπεφταν βροχή και δεν είχαμε τότε άιποντ και το Μαριώ, αααχ, το Μαριώ…
Εν ολίγοις, το Once more ‘round the Sun είναι δισκάρα όπως αναμενόταν. Μπορεί ορισμένοι να γκρινιάζουν, μπορεί να λένε ότι οι Mastodon έγιναν μουσική αυτοκινήτου, αλλά η μουσική οφείλει να εξελίσσεται σε μονοπάτια που ευτυχώς δεν είναι γραμμικά και απλώς προέκταση των προηγούμενων. Δεν είναι κάθε αλλαγή πλεύσης καλή: οι Pain of Salvation κατά τη γνώμη μου πράγματι το ‘χασαν μετά το Scarsick. Εδώ όμως έχουμε ίσως το επιδραστικότερο συγκρότημα του μέταλ στον καιρό μας∙ ας τους αφήσουμε να μας πάνε στα μέρη όπου θέλουν, γιατί δεν νομίζω ότι θα βγει κανείς χαμένος από το ταξίδι.
Και επειδή κάθε πράγμα οφείλει να τελειώνει όπως άρχισε, στο τελευταίο κομμάτι του Once more ‘round the Sun συμμετέχει ο καλός φίλος του συγκροτήματος Scott Kelly, ιθύνων νους των Neurosis. Το κομμάτι είναι πρακτικά 100% post-metal από ένα σημείο και μετά, στα χωράφια δηλαδή των θεωρητικά αρκετά μακρινών σε στυλ Neurosis. Αν δέκα χρόνια πριν ήξερα ότι θα γράφω για τον νέο δίσκο του ενός συγκροτήματος που αγόρασα, έχοντας αφήσει πίσω το άλλο και περιμένοντας να δω λάιβ σε λίγες μέρες το τρίτο, σίγουρα θα έβγαινα από το δισκάδικο με ένα μεγάλο, ζωηρό χαμόγελο.
Social Links: