Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, η κινηματογραφική αίθουσα μοιάζει με ναρκοπέδιο με τις νάρκες τοποθετημένες επιμελώς στις θέσεις των θεατών. Το σινάφι (sic) των κριτικών κινηματογράφου προσπαθεί, ανεπιτυχώς κατά μεγάλο ποσοστό, να περιγράψει τους λόγους οι οποίοι οδηγούν στην ετήσια μείωση των εισιτηρίων. Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος, σε ένα κείμενο του στη Lifo την προηγούμενη βδομάδα, άθελά του, φανέρωσε, γιατί αποτυγχάνει το εγχώριο κινηματογραφικό κύκλωμα να σκιαγραφήσει το φαινόμενο της μη προσέλευσης του κοινού στις αίθουσες. Ένα κείμενο-παραγγελία που κουνάει το δάχτυλο στους «σινεφίλ» και κατηγορεί τον Έλληνα θεατή ο οποίος δεν έχει την κουλτούρα του cinema–goer και προτιμά τα μπουζούκια από το σινεμά. Μια έλλειψη προοπτικής ύποπτη και άνευ προηγουμένου. Αλλά ας τα δούμε όλα από την αρχή.
Η Ελλάδα αποτελεί μια μικρή κινηματογραφική αγορά η οποία έχει συρρικνωθεί λόγω της οικονομικής δυσπραγίας. Η μείωση των εισοδημάτων που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση αποτελεί τροχοπέδη για τον απλό θεατή να διαθέσει τα έξι, εφτά ή οκτώ ευρώ του κινηματογραφικού εισιτηρίου. Την εποχή «προ κρίσης», δεν γλίτωνες τα δεκαπέντε ευρώ για να δεις μια ταινία στο σινεμά. Στις μέρες μας αυτό έχει αντιμετωπιστεί εν μέρει, με τα διάφορα πακέτα τα οποία προσφέρονται από εταιρίες κινητής τηλεφωνίας. Αυτή η πολιτική όμως παρ’ ότι έχει επιτυχία, δεν έχει καταφέρει να ανακόψει, αισθητά, την φθίνουσα προσέλευση του κοινού στην αίθουσα επειδή έχει δημιουργήσει άλλα προβλήματα. Πρώτον, οι αυξανόμενες τριβές ανάμεσα στις εταιρίες διανομής και τους αιθουσάρχες έχουν πάρει τη μορφή ψυχρού πολέμου. Δεύτερον, αυτές οι προσφορές ισχύουν για τις ημέρες πλην του τριημέρου (Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή) κατά το οποίο κάνουν πρεμιέρα οι καινούριες ταινίες και αποτελεί το διάστημα που το κοινό βγαίνει για να διασκεδάσει. Εδώ να τονίσουμε την ανοησία της διανομής να ορίσει την Πέμπτη ως μέρα- πρεμιέρας των καινούριων ταινιών με στόχο να μεγαλώσει την περίοδο ανοίγματος τους. Τρίτον, οι μικρές συνοικιακές κινηματογραφικές αίθουσες, που δεν έχουν αυτή την ευχέρεια των multiplex, αναγκάζονται να παίξουν αυτό το παιχνίδι μειώνοντας το εισιτήριο τους, με αποτέλεσμα να χάνουν μεγάλο κομμάτι των μόνων εσόδων τους αφού στηρίζονται στο «κινηματογραφικό» (σινεφίλ) κοινό και στις arthouse προτιμήσεις τους, αλλά και στις διαθέσεις των, πέριξ των περιοχών που εδρεύουν, θεατών. Παρ’ ότι ο Κουτσογιαννόπουλος αναφέρει την οικονομική κρίση ως σοβαρό αίτιο, λαΪκίζει επικίνδυνα με την αναφορά του στα μπουζούκια ως τρόπου διασκέδασης των εν δυνάμει θεατών εξισώνοντας ουσιαστικά τους δύο τρόπους διασκέδασης, παραγνωρίζοντας τον παράγοντα ότι το να πας σινεμά δεν σημαίνει ότι δεν θα πας στα μπουζούκια και vice versa. Δηλαδή να υποθέσω ότι όσοι πάνε κινηματογράφο δεν πάνε στα μπουζούκια;
Όμως η οικονομική δυσπραγία του κοινού και η συνακόλουθη αποχή του από τις αίθουσες, πρέπει να συναρτηθεί και από το κινηματογραφικό υλικό το οποίο διανέμουν οι εταιρίες στις αίθουσες. Εδώ μπαίνει και ο παράγοντας του παράνομου downloading. Γιατί το κατέβασμα ταινιών δεν είναι μόνο εύκολο και ανέξοδο αλλά και για πολλούς απ’ τους υποψήφιους θεατές, η μόνη επιλογή που έχουν όταν μαθαίνουν τις ταινίες της εβδομάδας. Υπάρχουν εβδομάδες που βγαίνουν εφτά και οκτώ καινούριες ταινίες και καμία δεν είναι της προκοπής για τον απλό θεατή που θέλει να πάει σινεμά για να διασκεδάσει. Στο διαδίκτυο επομένως, βρίσκει ταινίες του γούστου του με τις οποίες θα διασκεδάσει ένα δίωρο χωρίς να μπει στο κόπο να πάει ως το σινεμά και στο ψυχαναγκασμό του «ό,τι να ναι για να περάσει η ώρα». Παράδειγμα αποτελούν οι κορεάτικες ταινίες. Στην Ελλάδα υφίσταται ένα σκληροπυρηνικό (sic) διαδικτυακό κοινό, με προτίμηση στο σύγχρονο νοτιοκορεάτικο σινεμά. Το κοινό αυτό ψάχνεται, ενημερώνεται και κατεβάζει κορεάτικες ταινίες τις οποίες βλέπει ακόμα και με αγγλικό υποτιτλισμό. Όταν κι αν αυτές οι ταινίες έρθουν στις ελληνικές αίθουσες, δεν ανταποκρίνονται όσον αφορά την προσέλευση στο σινεμά, οπότε αρχίζει ένας φαύλος κύκλος ανάμεσα στις εταιρίες διανομής και στις αίθουσες που βλέπουν λίγα εισιτήρια να κόβονται, και στους θεατές οι οποίοι δεν πατάνε στο σινεμά να δουν μια ταινία που έχουν ήδη παρακολουθήσει στο σπίτι τους δύο και τρεις μήνες πριν, διαμαρτυρόμενοι πολλές φορές για το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν διανέμονται κορεάτικες ταινίες! Αν και το θέμα της πειρατείας είναι παγκόσμιο, χωρίς να γνωρίζουμε τις ειδικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες κάθε περιοχής του πλανήτη, το θεσμικό και νομικό τους πλαίσιο και το διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον καθεμιάς εξ’ αυτών, να θυμίσουμε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός έλεγχος από την πολιτεία σε αυτό τον τομέα, ούτε καν από τον εκάστοτε πάροχο. Βέβαια, με την επένδυση που παρατηρείται στο χώρο του home entertainment από εταιρίες όπως η Paramount, η Universal ή η IMAX όπου με τον κατάλληλο hardware ο θεατής μπορεί να βλέπει στην οθόνη του σπιτιού του theatrical releases σχεδόν αμέσως μετά την προβολή τους στο σινεμά – κάτι ανάλογο κάνει ο ΟΤΕ με την υπηρεσία ΟΤΕ ΤV on demand – ίσως το torrent ξεπεραστεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Έχει τρωτό σημείο το παράνομο downloading; Έχει και λέγεται προγραμματισμός. Δηλαδή ΠΟΙΕΣ ταινίες θα διανεμηθούν στις αίθουσες και κυρίως ΠΟΤΕ. Έχει δίκιο ο Κουτσογιαννόπουλος όταν λέει ότι ο κόσμος: «ξεκουνιέται μόνο σε ταινίες-γεγονότα, συνήθως κάποιες οσκαρικές, μετρημένες κωμωδίες, καραμπινάτες περιπέτειες με υπερήρωες στην περίπτωση των πιτσιρίκων, αλλά με μειωμένη διάθεση». Το θέμα είναι πώς οι κριτικοί κινηματογράφου αντιμετωπίζουν αυτές τις ταινίες, πώς τις βαθμολογούν κι αν προτρέπουν τον θεατή να παρακολουθήσει αυτό το σινεμά για να διασκεδάσει. Ακόμα κι αν έχουν οι ίδιοι διασκεδάσει με αυτές τις ταινίες κι έχουν βγει από τις δημοσιογραφικές προβολές ευχαριστημένοι, άλλα γράφουν στις κριτικές τους στα έντυπα με τα οποία ενημερώνουν τον θεατή για τις ταινίες της εβδομάδας, ή καταφεύγουν σε εγωπαθή παραληρήματα που δεν έχουν καμιά σχέση με την κινηματογραφική κριτική. Γι’ αυτά όμως δεν ειπώθηκε τίποτα στο επίμαχο άρθρο.
Αλλά ας γυρίσουμε λίγο στο ποιες ταινίες έρχονται στην Ελλάδα και ποια είναι η ποιότητα τους. Μια ματιά στη λίστα των ταινιών που εμφανίστηκαν το 2013 στην κινηματογραφική οθόνη αρκεί για να πείσει. Ένα 25-30% είναι ταινίες του «γλυκανάλατου» γαλλικού σινεμά, κάποιο ποσοστό ελληνικών ταινιών αμφιβόλου ποιότητας και καλλιτεχνικής αισθητικής, άφθονες ρομαντικές κομεντί, κάποιες arthouse για το σινεφίλ κοινό, οι μεγάλες χολυγουντιανές παραγωγές και φυσικά ένα από τα βαριά χαρτιά του ντόπιου κινηματογραφικού κυκλώματος, οι ταινίες για παιδιά. Αν δούμε τον αριθμό των εισιτηρίων που έκοψαν οι οσκαρικές παραγωγές μπορεί να γίνει μπούσουλας για καλύτερο προγραμματισμό των ταινιών και επομένως μεγαλύτερη προσέλευση στις αίθουσες. Συμπεραίνουμε δηλαδή ότι αν οι ταινίες είναι καλές και έρθουν στην ώρα τους, όταν το hype τους είναι ακόμα υψηλό, το κοινό θα προτιμήσει την μεγάλη οθόνη απ την οθόνη του υπολογιστή του. Γιατί ακόμα και η HD εικόνα που υπάρχει σε πολλές τηλεοράσεις σε πολλά ελληνικά σπίτια ή τα laptops με την ευκολία που παρέχουν στον χρήστη-θεατή, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την εμπειρία της κινηματογραφικής αίθουσας. Μπορούν να υποκαταστήσουν όμως, την ποιότητα των επανεκδόσεων οι οποίες κατακλύζουν τα θερινά σινεμά αυτή την περίοδο και σε μεγάλο μέρος τους είναι κόπιες από DVD ή Blu Ray, γεγονός το οποίο καταλαβαίνει ο θεατής και δυσανασχετεί. Ο προγραμματισμός θέλει το καλοκαίρι γεμάτο επανεκδόσεις και «ξεφόρτωμα» όσων ταινιών δεν θα τραβούσαν το χειμώνα ή δεν θα τραβούσαν καθόλου, οι οποίες είναι, σε μεγάλο βαθμό, παραγωγές τριών και τεσσάρων ετών. Επομένως, η ασέβεια προς τον θεατή-πελάτη φέρνει την αποχή από τις αίθουσες.
Συμφωνώ ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται μια cinema–goer κουλτούρα, του ανθρωπότυπου που θα πάει σίγουρα μια φορά την εβδομάδα σινεμά έστω και μόνος, όπως συμβαίνει στην Αμερική. Εδώ η έξοδος για σινεμά είναι θέμα παρέας κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Τα υπόλοιπα περί μεμψιμοιρίας των κινηματογραφόφιλων και το «δεν βγαίνει τίποτε καλό πια, δεν μπορώ τα multiplex, οι ταινίες αλλάζουν γρήγορα από τις αίθουσες, δεν πήρα καν χαμπάρι ότι βγήκε το τάδε φιλμ, δεν θέλω να νταουνιαστώ, να στενοχωρηθώ, αρκετά προβλήματα έχω, πάω να ξεσκάσω», είναι αποτέλεσμα συνολικής υποβάθμισης της σχέσης του κοινού με το μέσο και υπεύθυνο είναι όλο το κινηματογραφικό κύκλωμα στην Ελλάδα. Η μεταφορά και ενσωμάτωση κινηματογραφικών πολιτισμικών πρακτικών και συνηθειών από το εξωτερικό, λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια με χαρακτηριστικό παράδειγμα την διεξαγωγή horror festivals, τα οποία δημιουργούν συλλογική κουλτούρα μαζικής συμμετοχής σε τέτοια θεματικά κινηματογραφικά events. Παρόμοια χαρακτηριστικά έχει η ετήσια απονομή των Blogoscars και η φρενίτιδα του Halloween που έχει καταβάλει την εγχώρια mainstream κουλτούρα με την διεξαγωγή θεματικών parties, ειδικών προβολών και multi–events. Κάτι έχει να μας μάθει η φετινή μουντιαλική εμπειρία των Η.Π.Α για την επιβολή πολιτισμικών στοιχείων.
Φτάνοντας στο τέλος του κειμένου θέλω να παραθέσω ένα ακόμα σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει στην τελμάτωση της κινηματογραφικής αίθουσας και συναρτάται με όλους τους παραπάνω αποτρεπτικούς παράγοντες. Είναι η έλλειψη εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής ή καλύτερα, η ύπαρξη μιας λάθος αντίληψης της κινηματογραφικής δημιουργίας από τους Έλληνες δημιουργούς. Πεποίθησή μου είναι ότι η ύπαρξη μιας ζωντανής ντόπιας κινηματογραφικής παραγωγής βοηθά στην τόνωση του ενδιαφέροντος του κοινού για τον κινηματογράφο και κατ’ επέκταση αυτό αντανακλάται στα εισιτήρια. Αν δούμε τα στοιχεία από το Ευρωπαϊκό Οπτικοακουστικό Παρατηρητήριο για το 2013, συμπεραίνουμε ότι οι χώρες με ισχυρή εγχώρια παραγωγή ταινιών, είτε έχουν πολύ μικρή πτώση στα εισιτήρια, είτε παρατηρούν αυξητική τάση όπως γίνεται πχ στην Τουρκία. Στην Ελλάδα αυτό το ζήτημα είναι πολύπλοκο. Στο θεσμικό πεδίο, τα τελευταία δύο χρόνια βιώνουμε τον τραγέλαφο με την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου και τα εγχώρια κινηματογραφικά φεστιβάλ. Σε δημιουργικό επίπεδο, τα πράγματα είναι ακόμη πιο συγκεχυμένα. Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, στην πρώτη περίοδο της κινηματογραφικής του καριέρας, όταν ρωτήθηκε για ποιον κάνει τις ταινίες του, απάντησε: «Για τον Τύπο». Συνέχισε επιχειρηματολογώντας ότι είναι ο Τύπος που επηρεάζει το κοινό, το οποίο με την σειρά του επηρεάζει τους διανομείς και τους αιθουσάρχες. Εδώ, το λεγόμενο «greek weird wave» επισκιάζει τα πάντα, αφενός γιατί υποστηρίζεται από τα εγχώρια ηλεκτρονικά και έντυπα κινηματογραφικά και μη media, αφετέρου γιατί αυτό μπορούν να προωθήσουν οι ελληνικές εταιρίες διανομής και παραγωγής στο εξωτερικό μέσα από τα διάφορα φεστιβάλ ως σύγχρονο ελληνικό σινεμά.
Το σύγχρονο ελληνικό σινεμά, βυθισμένο στον ναρκισσισμό του, πλήρως αυτοαναφορικό και εντελώς συμβολικό, μικραίνει το εύρος απεύθυνσης του. Παράγει αρρωστημένα, οικογενειακά δράματα εξαντλώντας αυτή την θεματολογία και καταλήγει να δημιουργεί ταινίες που δεν αφορούν το κοινό, παρά μόνο μία κάστα «σινεφίλ» οι οποίοι παροικούν την εγχώρια κινηματογραφική Ιερουσαλήμ. Εννοείται πως υπάρχει ταλέντο στο ελληνικό weird wave. Γιώργος Λάνθιμος, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, ο σεναριογράφος-συγγραφέας Ευθύμης Φιλίππου και πολλοί άλλοι αλλά το ελληνικό σινεμά δεν πρέπει να είναι μόνο αυτό το σινεμά.
Τα εγχώρια media ξεζουμίζουν τις ταινίες στην προώθηση, τις περισσότερες φορές χωρίς προφανή λόγο και ανταπόκριση, δημιουργώντας προσδοκίες πριν δουν καλά-καλά την ταινία οι ίδιοι. Μην ξεχνάμε τι πλήθος post εμφανίσθηκαν ταυτόχρονα στο διαδίκτυο για την πρώτη φωτογραφία (!) που διέρρευσε από το σετ των γυρισμάτων του «The lobster», της πρώτης ξενόγλωσσης ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου. Από την άλλη, το κινηματογραφικό κύκλωμα έχει εξωτικοποιήσει το ελληνικό σινεμά. Για να προσελκύσει το ελληνικό κοινό στις αίθουσες, κυνηγά το sticker από μια συμμετοχή της ταινίας σε ένα από τα πάμπολλα ευρωπαϊκά και μη κινηματογραφικά φεστιβάλ ή το βραβείο σε ένα από αυτά. Εκπαιδεύει, με αυτό τον τρόπο, το κοινό να βλέπει μόνο όποια ελληνική ταινία έχει περγαμηνές από το εξωτερικό. Τρανό παράδειγμα τα εισιτήρια που έκοψε ο «Κυνόδοντας» στα δύο ανοίγματα του. Πριν τις δάφνες από τις Κάννες και την υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, και μετά. Επομένως το ελληνικό σινεμά αντιμετωπίζεται ως εξωτικό προϊόν από το ξένο κοινό λόγω της εκκεντρικότητας του, η οποία κατ’ αυτούς πηγάζει από την ενδοσκόπηση των δημιουργών ως αποτέλεσμα της κρίσης. Πρόβλημα είναι και το «δημιουργός». Όλοι δηλώνουν δημιουργοί και όχι σκηνοθέτες. Το «δημιουργός» περιέχει μια «καλλιτεχνική» χροιά και συμπεριλαμβάνει και το επάγγελμα του σεναριογράφου από την έλλειψη των οποίων πάσχει το ελληνικό σινεμά. Σκηνοθέτες δηλώνουν λίγοι και ακόμα λιγότεροι ασχολούνται με το σινεμά-είδους το οποίο σνομπάρει η ελληνική κινηματογραφική κοινότητα. Δεν είναι δα και λιγότερο σημαντικοί σκηνοθέτες με διεθνή καριέρα ο Ντένης Ηλιάδης ή ο περιβεβλημένος με cult status Πάνος Χ. Κουτρας, οι οποίοι κάνουν σινεμά είδους.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να συμπεριλαμβάνουμε στην κριτική μας όλους τους παράγοντες που οδηγούν στην απαξίωση της κινηματογραφικής αίθουσας από τους θεατές και να βάζουμε προοπτική στα θέματα πριν καθίσουμε να πληκτρολογήσουμε χολή για τον λιγότερο υπεύθυνο στην υπόθεση μείωσης της προσέλευσης στην αίθουσα: το κοινό.
Social Links: