Χρήστος Τριανταφύλλου
Όταν, κρίνοντας από το τρέιλερ, έγραψα ότι το Gotham θα είναι μια σκοτεινή εκδοχή του Smallville, κάποιοι με είπαν γκρινιάρη∙ υποψιάζομαι ότι πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που ικανοποιήθηκαν από τον πιλότο της νέας σειράς του FOX, με θέμα την Gotham City πριν από την εμφάνιση του Σκοτεινού Ιππότη.
Σειρές όπως το Gotham δημιουργούνται πλέον με την ίδια λογική των reboots του Χόλυγουντ: έχουμε ένα γνωστό σκηνικό, παίρνουμε ένα κομμάτι από έναν πολύ δημοφιλή ήρωα, βάζουμε κάποιον να γράψει ένα σενάριο με ίντριγκες, πάθη και αναφορές στο ήδη γνωστό σύμπαν, και κάπως έτσι έχουμε μια μηχανή που τυπώνει χαρτονομίσματα. Οι περισσότερες κριτικές που κυκλοφόρησαν είναι από αρκετά έως πολύ αρνητικές, εστιάζοντας στο κακογραμμένο σενάριο και στην ανούσια παρουσία των μετέπειτα εχθρών του Batman, μόνο και μόνο ως δόλωμα για τον θεατή. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί που θεώρησαν τον πιλότο αξιόλογο, χωρίς να το ζορίζουν και πολύ σε μια εις βάθος κριτική.
Δεν σκοπεύω να επαναλάβω την κριτική στο σενάριο, αν και αυτό που αποκαλούμε «γράψιμο» –οι δυναμικές των χαρακτήρων, η συνδεσμολογία των γεγονότων που απαρτίζουν τα επεισόδια, κ.ο.κ– αποτελεί κατά τη γνώμη μου τον πυρήνα μιας σειράς, άρα και το σημαντικότερο συστατικό της. Σε αυτό, όπως έγραψαν και άλλοι, το Gotham αποτυγχάνει οικτρά. Θα εστιάσω, λοιπόν, σε ένα θέμα που αποτελεί εν μέρει τμήμα του γραψίματος και εν μέρει τμήμα της αισθητικής της σειράς.
Το Gotham είναι πολύ επίπεδο και πολύ γυαλισμένο. Αν και κάποιες κριτικές εστίασαν στο ότι η σειρά δεν μπορεί να αποφασίσει πού πατάει αισθητικά, μιας και το σύμπαν του Batman έχει αποδοθεί με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους, κατά την άποψή μου δεν πρόκειται για απλή αναποφασιστικότητα. Άλλωστε, η αισθητική μιας σειράς είναι το βασικότερο όπλο των δημιουργών της για να αποκτήσουν θεατές μέσω καλών εντυπώσεων που απορρέουν από την πιλότο. Το Gotham πάσχει από την ίδια ασθένεια που πάσει και το Arrow: είναι ουσιαστικά μια τηλεοπτική σαπουνόπερα.
Μπορεί η όψη της Gotham City να προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο, μπορεί η έμφαση στην διεφθαρμένη αστυνομία της πόλης να δίνει ένα άρωμα καταβύθισης σε πιο περίπλοκα θέματα, αλλά τελικά η σειρά δεν ξπερνάει ποτέ την εμμονή στην φόρμα της σαπουνόπερας. Τα άχρηστα ερωτικά μπερδέματα και η αποτυχημένη προσπάθεια για επένδυση του νεαρού Gordon με επώδυνο παρελθόν συνδυάζονται με μια φοβερά ατυχή επιλογή ηθοποιών: ως επί το πλείστον μέτριοι υποκριτικά, εντελώς αδιάφοροι ως φυσιογνωμίες και έχοντας καμία σχέση με τις σημαδεμένες, προβληματισμένες ή χαμένες στο σκοτάδι φιγούρες που συναντά κανείς στα κόμικς, κάνουν τον εξαιρετικό John Doman (ναι, αυτόν από το Wire) να ξεχωρίζει ως φωτεινός φάρος υποκριτικής στον ρόλο του μεγαλομαφιόζου Carmine Falcone. Δυστυχώς, η άψογη σκηνή όπου ο τελευταίος εξηγεί στον νεαρό James Gordon τις σχέσεις μαφίας και κράτους πνίγεται μέσα σε έναν ωκεανό από μέτριους διαλόγους, κακή σκηνοθεσία και κενά εκφράσεων πρόσωπα που μας έρχονται κατευθείαν από κακογραμμένες τηλεοπτικές μεταφορές κόμικς, όπως το Arrow.
Συνοψίζοντας, το Gotham είναι ένα σχέδιο που αναμφίβολα θα πετύχει, έχοντας όλα τα συστατικά της μέτριας τηλεόρασης: διατηρεί στοιχεία από δοκιμασμένα στον χρόνο είδη (σαπουνόπερα και άχρωμη ασυνομική περιπέτεια), καμουφλάροντάς τα με την κάπα του –απόντος– Batman και αμπαλάροντάς τα με μια ασυνεπή σκοτεινή αισθητική. Απόδειξη για το ότι η συνταγή θα πετύχει; Ορίστε:
Θοδωρής Ταλαμάγκας
Την προηγούμενη βδομάδα, τη μέρα που μπόρεσα και ξέκλεψα λίγο χρόνο απ’ όλα τ’ άλλα, κάθισα, με μια μεγάλη κούπα καφέ, μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Λίγο η μυρωδιά του ελληνικού, λίγο η γλυκιά μυρωδιά του καπνού, που είχε μείνει απ’ το προηγούμενο βράδυ στο δωμάτιο, με πήγαν πίσω (είναι αλήθεια οτι οι οσμές έχουν αυτή τη δύναμη, της στιγμιαίας κατάργησης του χρόνου), σχεδόν δύο δεκαετίες, τότε που πιτσιρίκι σηκωνόμουν απ’ τα χαράματα τα Σαββατοκύριακα για να παρακολουθήσω τα αγαπημένα μου «παιδικά». Και τότε οι ίδιες μυρωδιές στο σπίτι, ο ελληνικός του πατέρα μου που ψηνόταν και η μυρωδιά του καπνού απ’ τη χθεσινοβραδινή μάζωξη φίλων των γονιών μου.
Πράγματι, ο Μπάτμαν (και μιλάω για τον «δικό μου» Μπάτμαν, της δεκαετίας του ’90, καθώς οι μεταμορφώσεις του σε όλα τα επίπεδα ήταν πολλαπλές μέσα στα χρόνια), πατάει πάνω στις βάσεις του συγκεκριμένου είδους. Οπτικά και στυλιστικά, αλλά και θεματικά, άλλωστε η Gotham είναι η αρχετυπική noir πόλη στα μάτια μου. Διαφθορά, διαφθορά, διαφθορά. Σκοτεινοί δρόμοι που το νερό τρέχει απ’ τους σπασμένους σωλήνες, νέον πινακίδες να τρεμοσβήνουν, σειρήνες να μην σ’ αφήνουν να κλείσεις μάτι. Μαυρίλα και βρώμα. Κι ένας άνθρωπος, το τονίζω, άνθρωπος (η ιδέα που μου άρεσε σαν παιδί, δεν χρειάζεται να είσαι απο τον Krypton, να σε έχει τσιμπήσει μεταλλαγμένη αράχνη κτλ, μπορεί κι ένας άνθρωπος να γίνει σούπερ ήρωας, μπορώ και γω!) ενάντια σε όλα τούτα, σημαδεμένος απο ένα παιδικό τραύμα που δεν θα ξεπεράσει ποτέ.
Προσωπικά, όταν πληροφορήθηκα για την σειρά ήλπιζα πως θα ήταν κάτι κοντά στο Gotham Noir. Kάτι δηλαδή σχετικά καθαρόαιμο που θα επέτρεπε μια συγκεκριμένη ανάπτυξη στο γράψιμο και στην οπτική απεικόνιση. Προφανώς, οι δημιουργοί, επέλεξαν κάτι άλλο, τον δρόμο δηλαδή που και το Χόλυγουντ επιλέγει όταν έχει να κάνει με μεταφορές στην οθόνη γνωστών κόμικ (τουλάχιστον εκεί, υπάρχουν και μερικές φωτείνες εξαιρέσεις), ένα δρόμο σίγουρο και στρωμένο με δολάρια. Το Gotham θα πετύχει, γιατί στηρίζει την επιτυχία του σε ένα κοινό, που του αρκεί αυτή η αόριστη σύνδεση, που έχει μάθει να αναγνωρίζει και να αποζητεί συγκεκριμένα πράγματα, πρόσκαιρη απόλαυση, χωρίς πολλές-πολλές σκέψεις, με γράψιμο που απλώς προωθεί την (όποια) πλοκή. Ένα κοινό το οποίο δεν έχει διαβάσει ποτέ, ούτε μισή σελίδα απ’ τα θρυλικά κόμικ.
Social Links: