Το σινεμά τρόμου είναι το πιο πολιτικό από τα κινηματογραφικά είδη. Κάθε εποχή παράγει τον δικό της «τρόμο» μπολιασμένο με τις ανησυχίες, τις αγωνίες, τα προβλήματα και τις ιδεολογίες της. Επομένως, στο μέτρο του δυνατού, πίσω από την κινηματογραφική εικόνα αλλά και μέσα από αυτή, εμφανίζονται στοιχεία της εκάστοτε εποχής και διαπλέκονται θεματικές και μοτίβα που απασχολούν τον δημιουργό. Οι αμιγώς πολιτικές ταινίες, είτε είναι στρατευμένες είτε όχι, συναντώνται σπανιότερα με την pop culture ώστε να αλληλεπιδράσουν με τα υποκείμενα και να μεταδώσουν τις ιδέες τους. Από την άλλη σκεφτείτε λίγο τοHalloween. H γιορτή αυτή έχει αρχίσει να κυριεύει πολιτισμικά όλο και περισσότερες μεριές του πλανήτη πέραν της κοιτίδας της. Δεν είναι λίγα τα party και τα θεματικάevents σε σχέση με αυτό το εορταστικό φεστιβάλ τρόμου ακόμα και δω.
Η εμφάνιση του James Wan στο κινηματογραφικό τοπίο έφερε ένα τέλος στην δημιουργική ανομβρία του είδους. Η μεγαλύτερη mainstream επιτυχία του σινεμά τρόμου των 90’ς προερχόταν από την δημιουργική φαντασία του Wes Craven ο οποίος έδωσε ένα μεταμοντέρνο φιλί στο κουρασμένο είδος των slasher movies, προετοιμάζοντας το έδαφος για τα κυνικά δεδομένα της νέας εποχής και τις φρικιαστικές αποκαλύψεις του Saw και του Hostel, με τη σινεφιλική σαρκαστική ημιπαρωδία που ονομαζόταν Scream.
O James Wan, γεννημένος στη Μαλαισία και αναθρεμμένος κινηματογραφικά στην Αυστραλία, μαζί με το καλλιτεχνικό του μισό Leigh Whannell, άλλαξαν το σινεμά φρίκης, το 2004, με την κυκλοφορία του Saw. Επειδή όμως κάθε δημιουργός όπως και κάθε καλλιτεχνικό κίνημα είναι απότοκα των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και αισθητικών περιστάσεων, ας δούμε λίγο τι επικρατούσε από τις αρχές της δεκαετίας των 00’ς.
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 είχε αλλάξει για πάντα τον κόσμο. Η διακυβέρνηση τουGeorge Bush junior είχε κηρύξει τον Πόλεμο εναντίον της Τρομοκρατίας και είχε εισβάλει στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Στα χνάρια του Πολέμου του Κόλπου, άλλος ένας «τηλεοπτικός» πόλεμος είχε ξεκινήσει και καθημερινά τροφοδοτούσε τους τηλεοπτικούς δέκτες με φρικιαστικές εικόνες από τα μέτωπα του πολέμου. Κι αν η λογοκρισία κρατούσε τις εικόνες φρίκης σε ανεκτά επίπεδα για το τηλεοπτικό κοινό, η τεχνολογία και το διαδίκτυο βρισκόταν εκεί γεμάτα αλογόκριτες εικόνες και βίντεο από τα πεδία των μαχών. Όλοι θυμόμαστε σε πόσο λίγο χρόνο έγινε viral το βίντεο με τον απαγχονισμό του Σαντάμ Χουσείν. Ο συλλογικός φόβος επέτρεψε την περιστολή των ελευθεριών για χάρη της εθνικής ασφάλειας. Τα «λευκά κελιά» και τα βασανιστήρια στο Γκουαντάναμο ειδώθηκαν ως πράξεις προληπτικής και αποτρεπτικής πολιτικής αλλά και ως εν δυνάμει εκδίκηση για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Το «Σύνδρομο του Αμπού Γκράιμπ» είχε κατακλύσει τον κόσμο.
Την ίδια περίοδο κάνει την εμφάνιση της μια ομάδα σκηνοθετών horror ταινιών οι οποίοι έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά τα οποία μετέπειτα, θα οδηγήσουν τον ιστορικό του κινηματογράφου Alan Jones σε ένα κείμενο του στο περιοδικό Total Film να τους ονομάσει με τον χαρακτηριστικό όνομα Splat Pack. Ένα γκρουπ δημιουργών με χαλαρές ή και πιο στενές επαγγελματικές σχέσεις μεταξύ τους οι οποίοι αρέσκονται στην κατασκευή υπερβολικά βίαιων ταινιών με χαμηλό προϋπολογισμό οι οποίες γίνονται εισπρακτικές επιτυχίες. Απομακρύνονται από τον κανόνα του crowd friendly PG-13 που επέβαλε στο είδος η δεκαετία του 90’ και βρίσκονται σε συνεχείς εντάσεις με την Αμερικάνικη Επιτροπή Λογοκρισίας (MPAA) για το R–rated των ταινιών τους. Αυτό το κινηματογραφικό κύμα στηρίζει την αναβίωση του τρόμου «όπως τον θυμόταν» από τα 70’ς και όπως αυτοί τον διύλισαν μέσα από τις πολλαπλές θεάσεις αυτών των ταινιών στα καθοριστικά για τις αισθητικές και θεματικές προτιμήσεις τους νεανικά χρόνια.
Τα μέλη της Splat Pack ευαγγελίζονταν την «επιστροφή του τρόμου στον τρόμο». Την επανεφεύρεση ενός σινεμά φρίκης όπου περίκλειε όλες τους τις επιρροές. Από το vintage σινεμά τρόμου των 70’ς και το σινεμά-εκμετάλλευσης (exploitationmovies), μέχρι τις b–movies, τo splatterpunk των 80΄ς και τα video nasties. Οι συγκεκριμένοι σκηνοθέτες αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή τον χαρακτηρισμό τους ως ιδιαίτερη ομάδα. Μάλιστα ο Eli Roth τον οικειοποιήθηκε και ξεκίνησε να τον χρησιμοποιεί. Ο φίλος και συνεργάτης του, Κουέντιν Ταραντίνο, τον είχε αποκαλέσει στην συνέντευξη τύπου για το Grindhouse: «Frank Sinatra της Splat Pack». Παράλληλα, στη Γαλλία, είχε αρχίσει να αναδύεται μια νέα γενιά σκηνοθετών η οποία αρεσκόταν να κάνει ακραίο σινεμά φρίκης με έντονο το gore και το splatterστοιχείο. Εκπρόσωπος της nouvelle vague του τρόμου, όπως ονομάστηκε αυτή η γενιά, ήταν ο Alexandre Aja με το Haute Tension του 2003 και το remake του TheHills Have Eyes του Craven το 2006.
Tο Saw και η αρχή της παράνοιας
Το 2004, o Γουάν έκανε το πέρασμα στην Αμερική. Έχοντας ολοκληρώσει μια ταινία στην Αυστραλία (Stygian), ξεκίνησε, μαζί με τον συνεργάτη του Leigh Whannell, να πείσει το Hollywood να χρηματοδοτήσει το Saw. Έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες και ένα μικρού μήκους φιλμάκι για το Saw με πρωταγωνιστή τον «Billy» – την κούκλα της ταινίας – έπεισε έναν παραγωγό να του διαθέσει 1,2 εκατομμύρια δολάρια και 18 μέρες για να παραδώσει την ταινία. Και τα κατάφερε. Γυρισμένη εξολοκλήρου σε εσωτερικούς χώρους και σχεδόν one take, o Γουάν παρέδωσε την πιο κλειστοφοβική ταινία τρόμου με στοιχεία αστυνομικού μυστηρίου των 00’ς. Ο σκηνοθέτης αργότερα σχολίαζε ότι ήθελε από την αρχή η ταινία του να ξεκινά με το σπίτι και να προχωρά προς το εξωτερικό εντείνοντας τον εγκλεισμό των ηρώων του.
Η ταινία όπου ο mastermind δολοφόνος Jigsaw δημιουργεί ευφάνταστες παγίδες για τα θύματα του και τους ειδοποιεί μέσω του Billy – μιας κούκλας εγγαστρίμυθου – για τις επιλογές που πρέπει οι ίδιοι να πάρουν για την επιβίωση τους, επιλογές που εμπεριέχουν μεγάλο τίμημα τις περισσότερες φορές, είναι ένα μαεστρικά δομημένο αστυνομικό θρίλερ με έντονα στοιχεία gore και splatter, που βασίζεται στα συναισθήματα των ηρώων του. Η επιλογή των σταθερών πλάνων για τον Dr Gordonκαι της hand–held camera για τον Adam είναι εσκεμμένη. Ακόμα επιλέχτηκε να γυριστεί η ταινία σε χρονολογική σειρά ώστε να είναι εμφανής οι συναισθηματικές και ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων Οι giallo καταβολές της ταινίας είναι προφανείς με την απεικόνιση της υπερβολικής βίας, την πρωτοκαθεδρία της εικόνας έναντι της πλοκής και τις ασυνήθιστες γωνίες λήψης. Ο ίδιος ο Γουάν δηλώνει ότι τοProfondo Rosso (Βαθύ Κόκκινο) του Dario Argento αλλά και το Lost Highway τουLynch αποτέλεσαν επιρροές του στην δημιουργία της ταινίας. Εκτός από τα παραπάνω, μπορούμε να προσθέσουμε και την κυριαρχία του κόκκινου χρώματος αλλά και τα χαρακτηριστικά μαύρα γάντια της δολοφόνου ως άμεσες αναφορές στο σινεμά του Αrgento.
Σ’ αυτό το φιλμ εμφανίζονται όσα στοιχεία θα αποτελέσουν τα trademarks του φιλμικού σύμπαντος του μαλαισιανού δημιουργού. Η χρήση της τεχνολογίας ως καταπιεστικής μηχανής δημιουργίας ενός ελεγχόμενου περιβάλλοντος αλλά και ως μηχανισμού βασανιστηρίων. Οι κούκλες εγγαστρίμυθου, όπως ο Billy, που λειτουργούν ως δοχεία διοχέτευσης του κακού – η κούκλα είναι φτιαγμένη εξολοκλήρου από τον Γουάν- και πολλές θεματικές έμφυλου ενδιαφέροντος. Όλα τα θύματα της ταινίας είναι άντρες. Φυσικά δεν λείπει και ο πιο προσωπικός τόνος. Στοcommentary του DVD, ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει ότι πολλές από τις τρομακτικές σκηνές της ταινίας ήταν εφιάλτες, δικοί του και του Whannell, από τα παιδικά τους χρόνια. Σε μια συνέντευξη του στο IGN, ο Γουάν τονίζει ότι το Saw ήταν αποτέλεσμα της εποχής που δημιουργήθηκε και παράλληλα σχόλιο γι’ αυτή.
Οι πρώτες σκέψεις της παραγωγής ήταν να διανεμηθεί η ταινία straight to DVD. Άλλωστε η Επιτροπή Λογοκρισίας είχε διαβαθμίσει την ταινία ως κατάλληλη μόνο για ενήλικους ενώ το φεστιβάλ του Sundance επέμενε και επέτυχε μια αλλαγή στον τόνο (!;) της ταινίας για να πάρει το R–rated. Μετά από τα πρώτα screenings και των θετικών ανταποκρίσεων του κοινού, η ταινία βγήκε στις αίθουσες και κυριολεκτικά σάρωσε. Οι εισπράξεις έφτασαν τα 173 εκατομμύρια δολάρια κατατάσσοντας την ταινία ως πετυχημένο horror classic και ορίζοντας το ως την αρχή ενός franchise που μέχρι σήμερα έχει αποδώσει έσοδα 871 εκατομμύρια δολάρια. Πρόσφατα ανακοινώθηκε και η επιστροφή του Γουάν στην καρέκλα του δημιουργού για τοreboot του Saw.
Οι κούκλες και η πατρική εκδίκηση
Το 2007, ο Γουάν επιστρέφει στην σκηνοθετική καρέκλα για να σκηνοθετήσει τοDead Silence (Νεκρική Σιγή). Εδώ εκμεταλλεύεται ένα τοπικό θρύλο μιας μικρής πόλης όπου μια γυναίκα, η Mary Shaw, μια εγγαστρίμυθη κουκλοποιός σκοτώνει όποιον τραγουδήσει το τραγούδι-κάλεσμα της. Η μόνη άμυνα σου είναι να μην φωνάξεις στην θέαση της. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι η Σω είχε λιντσαριστεί από μια μερίδα των κατοίκων της πόλης οι οποίοι της είχαν κόψει τη γλώσσα.
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τον Jamie Ashen ο οποίος ύστερα από την άγρια δολοφονία της συζύγου του κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες επιστρέφει στη γενέτειρα του για να διερευνήσει τον τοπικό θρύλο που φαίνεται να σχετίζεται με το θάνατο της. Σ’ αυτό το συμπέρασμα τον οδήγησε η τρομακτική κούκλα εγγαστρίμυθου που κάποιος άγνωστος αποστολέας άφησε στην πόρτα του διαμερίσματός τους το βράδυ της δολοφονίας της. Παράλληλα πρέπει να αντιμετωπίσει την καχυποψία του αστυνομικού ντετέκτιβ ο οποίος είναι πεπεισμένος ότι ο Jamie σκότωσε τη σύζυγό του.
Ο Γουάν δημιουργεί ένα αστυνομικό θρίλερ με δόσεις μεταφυσικού τρόμου αποκαλύπτοντας τις giallo επιρροές του για άλλη μία φορά. Η κούκλα θυμίζει έντονα την κούκλα στο Profondo Rosso αλλά και το Ventriloquist’s Dummy από την ανθολογία τρόμου Dead of Night του 1945. Κυριαρχία των ψυχρών αποχρώσεων του κόκκινου και του μπλε, καταπληκτική δουλειά στον ήχο και τον φωτισμό και ένας μπαρόκ τρόμος στα όρια του σουρεαλισμού.
Πίσω από το στόρι υποβόσκει ένα έντονο οικογενειακό δράμα, αφού ο Jamie έχει κάκιστες σχέσεις με τον πατέρα του ενώ διακρίνουμε και το μοτίβο της πόλης που κρύβει τα ένοχα μυστικά της και επιβάλλει την τιμωρία της καταπνίγοντας αυτό που θεωρεί ως απειλή για το σύνολο. Αυτή η συλλογική ευθύνη η οποία δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Η πατρική φιγούρα και πως αυτή απεικονίζεται στις ταινίες του Γουάν στη σχέση του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είναι μια από τις θεματικές του δημιουργού. Το μόνο που γνωρίζουμε από την βιογραφία του σκηνοθέτη είναι ότι έχασε τον πατέρα του όταν ήταν 14.
Η φιγούρα του πατέρα, σε όλο το εύρος της φιλμογραφίας του, απεικονίζεται είτε ανήμπορη, είτε ως φορέας του κακού, είτε ως αποστασιοποιημένη. Μόνο στο DeathSentence o πατέρας παίρνει την κατάσταση στα χέρια του κι αυτό όμως έπειτα από το φόνο του γιου του.
Στο Dead Silence προσέχουμε και τις αναφορές που κάνει ο σκηνοθέτης. Η Shaw άμα αφαιρέσουμε ένα γράμμα γίνεται Saw ενώ το Ashen γίνεται Usher ως απευθείας παραπομπή στο House of Usher με τον Vincent Price. Αν προσέξουμε καλά, στην ταινία εμφανίζεται και ο Billy από το Saw. Όποιος είδε το Annabelle, η σκηνή με τοpop corn στην κουζίνα και το άνοιγμα του ραδιοφώνου – άλλο αγαπημένο μοτίβο του Γουάν η παρουσία του κακού να επηρεάζει την τεχνολογία- ήταν αναφορά στοDead Silence.
To Death Sentence είναι η πρώτη εμπορική αποτυχία του Γουάν. Το Death Sentenceείναι το απευθείας sequel του βιβλίου Death Wish του συγγραφέα Brian Garfield – αφού ο ίδιος δεν ενέκρινε το franchise ταινιών που ξεκίνησαν μετά το πρώτο DeathWish με τον Charles Bronson – και η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Nick Hume(Kevin Bacon), ενός πατέρα που έγινε μάρτυρας του φόνου του γιου του και αποφασίζει να εκδικηθεί σκοτώνοντας τους υπεύθυνους της δολοφονίας επειδή δεν εμπιστεύεται την αστυνομία για απόδοση δικαιοσύνης.
Κλασικό στόρι εκδίκησης και μεταμόρφωσης χαρακτήρων εξαιτίας μιας τραγωδίας. Μια άσκηση πάνω στη χιλιοειπωμένη ιστορία του που μπορείς να φτάσεις για να προστατέψεις αυτό που αγαπάς. Πέραν του Death Wish, η ταινία αποτελεί έναhomage στον Ταξιτζή του Σκορτσέζε κατά τα λόγια των δημιουργών της ταινίας. Τίποτα το ιδιαίτερο ως ταινία γι’ αυτό και δεν είχε ανάλογη επιτυχία στα ταμεία. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, εδώ ο πατέρας προσπαθεί να εκδικηθεί τον θάνατο του παιδιού του ως λύτρωση στην απραξία του την στιγμή που συνέβαινε.
Ο μεταφυσικός τρόμος επέστρεψε σπίτι του.
Το 2010 ο Γουάν σκηνοθετεί το Insidious (Παγιδευμένη Ψυχή). Ένα ψυχολογικό θρίλερ μεταφυσικού τρόμου εν μέσω ενός οικογενειακού δράματος. Ένα κλείσιμο ματιού στα 80’ς. Μια παρωδία των ιστοριών φαντασμάτων, του φανταστικού και των παράλληλων διαστάσεων χωρίς τα κλισέ και τις σεναριακές ευκολίες των τελευταίων. Ο Whannell έχει δηλώσει ότι όταν έγραφε το σενάριο, είχε κάνει μια λίστα με τα κλισέ των ταινιών αυτών τα οποία πρέπει να αποφύγει.
Εδώ ο Γουάν μοιάζει πιο ώριμος σκηνοθετικά και δείχνει να εισαγάγει στοιχεία της ασιατικής του καταγωγής στην αποτύπωση του δαίμονα του Insidious. Χτίζει ένα κλίμα φόβου που σε περικυκλώνει αργά, μεθοδικά και αποτελεσματικά με τις σκηνές τρόμου να θυμίζουν ένα πρώιμο Shamalan και ένα κλείσιμο ματιού στον Lynch. Oχαμηλός προϋπολογισμός δεν επιτρέπει καλύτερα εφέ-η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 3 εβδομάδες- γι’ αυτό και ο Γουάν παίζει έξοχα με τον φωτισμό και τον ήχο για να κατασκευάσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα.
Ο δαίμονας του Insidious είναι από τους πιο τρομακτικούς δαίμονες που έχουν απεικονιστεί ποτέ σε ταινία. Μπορεί η θεωρία περί αστρικών προβολών να μην εξηγείται ικανοποιητικά και να μοιάζει φαιδρή αλλά εδώ πρέπει να εστιάσουμε στο γεγονός ότι ο δαίμονας προσκολλάται στον πατέρα για να εισβάλει στην οικογένεια. Ο φορέας του κακού είναι για μια ακόμα φορά ο πατέρας ο οποίος εισάγει το κακό στην οικογένεια και είναι υπεύθυνος για το κώμα του γιου του. Εδώ, αν θέλουμε να το προχωρήσουμε περαιτέρω, διακρίνουμε μια αναλογία με το ζουλαφσκικόPossession στο μέτρο που μια οικογενειακή δυσκολία όπως εδώ η αρρώστια του παιδιού, μεταφράζεται και αποδίδεται σε κάτι εξωκοσμικό στη βάση μιας συμβολοποιημένης αλληγορίας.
Το δεύτερο Insidious συνεχίζει στο δρόμο που χάραξε ο μαλαισιανός σκηνοθέτης και προσθέτει στο ενεργητικό του ένα φιλμ που αποδεικνύει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του στη λειτουργική πρόκληση του φόβου.
Η ιστορία ξεκινά εκεί που σταμάτησε η πρώτη ταινία. Μόνο που η ηρεμία δεν κρατά για πολύ και ο μεταφυσικός τρόμος επιστρέφει για να στοιχειώσει την οικογένεια τροφοδοτώντας με τρόμο τον μοναδικό άνθρωπο που μπορεί να δώσει λύση. Αυτή τη φορά όμως, ο πατέρας δεν είναι σπίτι.
Ο Γουάν καλύπτει μαεστρικά με την σκηνοθεσία του ένα ξεχειλωμένο σενάριο, εφοδιάζοντας το με νέα στοιχεία όπως ένα δολοφόνο με εμφανές οιδιπόδειο σύμπλεγμα και μια trans ψυχοσύνθεση που θυμίζει τον Norman Bates από το χιτσκοκικό Ψυχώ. Τα jump–scares και οι γκοτέσκες φιγούρες από το υπερπέραν βρίσκονται εδώ για ακόμη μία φορά. Η εμφάνιση ενός παρενδυτικού δολοφόνου αποκαλύπτει μια θεματική ενασχόλησης με την καταπίεση της σεξουαλικής ταυτότητας γεγονός που μας μεταφέρει στα 80’ς και τον δολοφόνο στην camp ένοχη απόλαυση που ονομάζεται Sleepaway Camp.
Οι giallo επιρροές είναι και εδώ παρούσες με μια χρωματική παλέτα βγαλμένη από το Suspiria του Argento και ένα αίσθημα ότι παρακολουθείς μια ταινία τρόμου από τα 70’s.
Το The Conjuring (Το Κάλεσμα) είναι η πιο πρόσφατη, και για πολλούς η καλύτερη, σκηνοθετική προσπάθεια του Γουάν. Διερευνά την πραγματική ιστορία ενός ζευγαριού δαιμονολόγων, των Ed και Lorraine Warren, οι οποίοι ερευνούσαν υποθέσεις δαιμονισμών στα 70’ς. Το σενάριο της ταινίας εξετάζει τον δαιμονισμό τηςCarolyn Perron και πως αντιμετωπίστηκε από το ζευγάρι των δαιμονολόγων.
Η συγκεκριμένη ταινία βρίθει από παραλειπόμενα τα οποία εξάπτουν περισσότερο την φαντασία του κοινού. Ο Γουάν και οι σεναριογράφοι της ταινίας μελέτησαν πάνω από 4.000 υποθέσεις από τα αρχεία των Warren για να ενσωματώσουν τις πιο περίεργες από τις υποθέσεις των δαιμονολόγων της ταινίας. Η Lorraine αποκάλυψε ότι η ταινία μεταφέρει αυτούσιο το αίσθημα που είχε όταν αντιμετώπιζε την υπόθεση των Perron. Πολλές φορές η γραμμή νεκρωνόταν ή ακούγονταν παράξενοι θόρυβοι όταν οι σεναριογράφοι συνομιλούσαν τηλεφωνικά με την Lorraine. HCarolyn Perron, η γυναίκα που έζησε τον τρόμο, δυσκολεύτηκε να γυρίσει στον τόπο όπου πέρασε αυτή την τραυματική εμπειρία. Μια φορά, όταν βρισκόταν στα γυρίσματα με την οικογένεια της, ξέσπασε ένας περίεργος άνεμος που προκάλεσε τραυματισμούς στην ίδια, παρόλο που γύρω τους τα δέντρα έμεναν ακίνητα ενώ ξέσπασε πυρκαγιά στο ξενοδοχείο που διέμενε το συνεργείο το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει. Ο παραγωγός δεν διάβασε το σενάριο βράδυ γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί ενώ και η Vera Farmiga, που ενσαρκώνει την Lorraine Warren, απέφευγε να διαβάζει το σενάριο στο σπίτι της επειδή της προκαλούσε έντονο τρόμο. Προτιμούσε να διαβάζει εκτός σπιτιού στο laptop της μόνο που μια μέρα άνοιξε τοlaptop και είδε πέντε νυχιές στην οθόνη τις οποίες δεν είχε κάνει η ίδια. Σε πολλές αίθουσες στις Φιλιππίνες, οι αιθουσάρχες, επιστράτευσαν Καθολικούς παπάδες για εξαγνισμό του σινεμά που προβαλλόταν η ταινία.
Το φιλμ αποτελεί την απόλυτη επιστροφή στον vintage τρόμο των 70’ς. Με αναφορές στον Εξορκιστή του Φριντκιν και τα Πουλιά του Χιτσκοκ αλλά και στοcamp σινεμά Sam Raimi, το Κάλεσμα σε μεταφέρει κυριολεκτικά και μεταφορικά στη δεκαετία του 1970. Η φωτογραφία είναι φροντισμένη ανάλογα και η ατμόσφαιρα θυμίζει ταινία τρόμου βγαλμένη από την κλασική περίοδο του σοβαρού τρόμου. Γυρισμένη σε χρονολογική σειρά ώστε να παγιδεύσει την ένταση των συναισθημάτων που προκαλεί η πλοκή στους ηθοποιούς, ο Γουάν χρησιμοποιεί άψογα το βάθος πεδίου και τους άδειους χώρους στο στήσιμο της ιστορίας. Οι πανοραμικοί φακοί παραμορφώνουν ελαφρώς την εικόνα προσθέτοντας στην εφιαλτική αίσθηση της εισχώρησης του κακού στο οικογενειακό περιβάλλον.
Εδώ επανέρχονται τα μοτίβα του Γουάν με τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο. Δύσκολα βρίσκουμε σκηνοθέτες που αγγίζουν το ζήτημα των παιδιών με τέτοιο τρόπο και ειδικά ένα θέμα ταμπού στον τρόμο όπως τα νεογέννητα. Μάλιστα στοDead Silence ένα παιδί «δολοφονείται» πριν ακόμα γεννηθεί. Το διαφορετικό στοΚάλεσμα είναι το happy end το οποίο ξένισε τους θιασώτες του σινεμά του Γουάν τους οποίους είχε συνηθίσει σε ανατρεπτικά twists στο τέλος των ταινιών του. Εδώ παρατηρούνται και το σύνολο των μοτίβων του με την παρουσία του κακού να αναγγέλλεται μέσω συσκευών και πραγμάτων που βρίσκονται στο σπίτι. Ρολόγια, φωτιστικά, πόρτες, ραδιόφωνα όλα στην υπηρεσία του κακού.
Τα επόμενα βήματα
Ένας τέτοιος επιτυχημένος σκηνοθέτης εμπορικά, δύσκολα αφήνεται στην δημιουργική μοναξιά του. Τα νούμερα είναι ενδεικτικά: Πέραν του franchise του Sawπου αναφέρθηκε παραπάνω κι έχει αποφέρει 871.000.000 δολάρια, ο Γουάν έχει δημιουργήσει άλλα δύο franchise. To τρίτο Insidious, με σκηνοθέτη αυτή την φορά τον Leigh Whannell, παρουσίασε προχθές το πρώτο teaser trailer του. Το πρώτοInsidious είχε έσοδα 97 εκατομμύρια με προϋπολογισμό 1,5 εκατομμυρίων και το δεύτερο 162 εκατομμύρια με budget 5 εκατομμυρίων. Το Κάλεσμα έφερε έσοδα 137 εκατομμύρια με ένα budget των 20 εκατομμυρίων. Το Annabelle, το spin–off που ξεπήδησε από το δαιμονολογικό αρχείο των Warren, σάρωσε τα ταμεία φέτος ως το πιο επιτυχημένο φιλμ τρόμου με έσοδα 166 εκατομμύρια μέχρι στιγμής παγκοσμίως.
Καταλαβαίνουμε ότι ένα τέτοιο χρυσωρυχείο δεν μπορεί να μείνει ανεκμετάλλευτο από την βιομηχανία του θεάματος γι’ αυτό και η New Line Cinema, θυγατρική τηςWarner Bros, έκλεισε αποκλειστική συμφωνία με τον ίδιο για τις επόμενες ταινίες. Είναι η πρώτη φορά που η εταιρία κλείνει συμφωνία απευθείας με σκηνοθέτη. Ο υπεύθυνος της Νew Line τόνισε ότι βλέπει τον Γουάν να σκηνοθετεί μια ταινία για την Warner ή την DC. Μετά το απαραίτητο διάλειμμα από τις ταινίες τρόμου που όπως είπε ο ίδιος «χρειαζόταν», σκηνοθετώντας την έβδομη συνέχεια του Fast andFurious, ανακοινώθηκε η επιστροφή του στην δημιουργική καρέκλα του Saw για τοreboot του franchise και στην συνέχεια του The Conjuring.
Social Links: