Στο Λος Άντζελες των 70ς, ο stoner ιδιωτικός ντετέκτιβ Λάρι «Γιατρός» Σπορτέλλο (Joaquin Phoenix) ερευνά την εξαφάνιση μιας πρώην ερωμένης του (Katherine Waterston).
Το βιβλίο του Τhomas Pynchon είχε τη φήμη του «αδύνατου» όσον αφορά την κινηματογραφική του μεταφορά. Οι παράλληλες αφηγήσεις, η δαιδαλώδης πλοκή, το ύφος και ο τρόπος γραφής του, αποτελούσαν εμπόδια για την απόδοση του στην μεγάλη οθόνη. Ο Paul Thomas Anderson διασκεύασε το βιβλίο και προτάθηκε για Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου στα φετινά βραβεία.
Ο Anderson είναι ένα από τα μεγαλύτερα σκηνοθετικά ταλέντα στο σύγχρονο σινεμά. Γνωρίζει τη δουλειά, παρ’ ότι παράτησε τη κινηματογραφική σχολή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης έπειτα από μόνο δύο μέρες, και αποτελεί τέκνο της «γενιάς του videoclub» έχοντας στη διάθεση του μια τεράστια βιβλιοθήκη τίτλων. Η επιτυχία του έγκειται στο γεγονός ότι, παρ ‘όλο που ξεπήδησε από το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά, πέρασε στο mainstream χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό όραμα των ταινιών του.
Στο Έμφυτο Ελάττωμα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Ο ψυχεδελικός τρόπος γραφής του Pynchon δημιουργεί δυσκολίες στην ταξινόμηση του σε ένα λογοτεχνικό είδος. Παρομοίως, ο Anderson γράφει ένα σενάριο που δεν πατά ξεκάθαρα σε κάποιο φιλμικό είδος αλλά ακροβατεί ανάμεσα στο neon-noir με δόσεις πολιτικής και κοινωνικής σάτιρας και ψήγματα ενός hippie love-story βυθισμένα στους καπνούς της μαριχουάνας που καταναλώνει αφειδώς ο «Doc».
Η αφήγηση φαντάζει επίπεδη βομβαρδίζοντας τον θεατή με ονόματα, χαρακτήρες και καταστάσεις τις οποίες ξεχνά για να τις επαναφέρει πολύ αργότερα. Η προσθήκη της αφηγήτριας για να ξεκαθαρίζει τα πράγματα εξηγώντας μας και την πλοκή που θα επακολουθήσει , δείχνει την δυσκολία του Anderson να αποδώσει σεναριακά την ονειρική παράνοια που αναβλύζει από τους πόρους του μυθιστορήματος του Pynchon. Αυτό είναι το πρόβλημα του Anderson γενικότερα. Έχει την εντύπωση ότι οποιαδήποτε σεναριακή ατέλεια μπορεί να την καλύψει με την σκηνοθετική του μαεστρία. Αυτό λειτούργησε στη βάση μιας δυναμικής σχέσης ανάμεσα στο σενάριο και την σκηνοθετική ματιά μέχρι το TheMaster. Στο The Master φάνηκε με εκκωφαντικό τρόπο το παραπάνω και συνεχίστηκε και εδώ. Η στροφή του σκηνοθέτη, στις τελευταίες του δύο ταινίες, σε πιο «καλλιτεχνικά» μονοπάτια εγκαταλείποντας παράλληλα τη σχέση του με τα είδη και την επαφή με το κοινό, είναι προβληματική.
Η ταινία είναι άρτια κατασκευασμένη, άλλωστε ο σκηνοθέτης είναι γνωστός στην δημιουργία τεχνικά αψεγάδιαστων ταινιών. Η ατμόσφαιρα της hippie ελευθεριότητας της δεκαετίας του 70’ έχει συσταθεί επαρκώς ενώ στη σκηνογραφία και στα κουστούμια έχει γίνει τρομερή δουλειά, δείγμα της εμμονής στη λεπτομέρεια από τον Anderson. Σίγουρα θα είχε κερδίσει το Όσκαρ κουστουμιών αν δεν είχε προταθεί μαζί με το The GrandBudapest Hotel. Το soundtrack έχει επιμεληθεί ο Jonny Greenwood μιξάρωντας επιτυχίες από τα 70’ς με δικές του συνθέσεις.
Ο Φοίνιξ παραδίδει μια πιο γήινη ερμηνεία στο χαρακτήρα του ιδιόρρυθμου Λάρι Σπορτέλλο σε σχέση με την υπερβολή στην υποκριτική απόδοση του αποπροσανατολισμένου βετεράνου με μετα-τραυματικό στρες του TheMaster. Στο πρόσωπο του συμπυκνώνεται η παρακμή μιας επαναστατικής κουλτούρας που γυμνώθηκε από την επικινδυνότητα της και πέρασε στον συντηρητισμό για να καταναλωθεί σε μεγάλες ποσότητες από τις μάζες που διψούσαν για απόδραση από το κομφορμιστικό τρόπο ζωής της των ματαιωμένων Long Sixties. Η διακλάδωση της πλοκής με την ενσωμάτωση των ναρκωτικών, των Μαύρων Πανθήρων, του FBI, του φασισμού και της διείσδυσης της κυβέρνησης σε εναλλακτικά κινήματα συνθέτει την εικόνα μιας Αμερικής στο μεταίχμιο μιας εποχής πλήρους ελέγχου.
Ο Σπορτέλλο βρίσκεται στον αντίποδα μιας μεγαλοαστικής τάξης, μέλος της οποίας είναι ο εξαφανισμένος εραστής της πρώην του, της οποίας την φθορά αποκαλύπτει ο Anderson. Ο Λάρι βιώνει ένα άρρητο ψυχολογικό τρόμο που σου δίνει την εντύπωση μιας προσπάθειας ψυχογράφησης του χαρακτήρα από τον σκηνοθέτη. Τα κοντινά πλάνα, σήμα κατατεθέν της τεχνικής του Anderson, είναι παρόντα και εδώ για να συλλάβουν κάθε σύσπαση του προσώπου των ηρώων. H Shasta Fay Hepworth (Katherine Waterstone) είναι βγαλμένη από την δεκαετία του 70’ και αναρωτιέσαι κάποιες φορές αν είναι αληθινή ή προϊόν του ψυχεδελικού τριπαρίσματος του Λάρι. Το υπόλοιπο καστ συγκροτείται από μεγάλα ονόματα σε μικρούς, σχετικά, ρόλους πλην του Josh Brolin. O Anderson αρέσκεται στα μεγάλα ensemble casts ήδη από τις αρχές της καριέρας του.
Εν κατακλείδι, το Έμφυτο Ελάττωμα είναι μια ταινία που είτε θα λατρέψουν είτε θα μισήσουν οι θιασώτες της φιλμογραφίας του Paul Thomas Anderson. Είναι ένα φιλμ με έξυπνο χιούμορ και καταστάσεις πνιγμένες στη ψυχεδέλεια των ναρκωτικών. Αποπνέει το «cool» στοιχείο του μυθιστορήματος του Pynchon αλλά χάνει την ουσία του. Αυτοί που αγάπησαν το The Master θα βρουν πολλά κοινά στοιχεία αναφοράς με τοΈμφυτο Ελάττωμα παρά με την προηγούμενη δουλειά του σκηνοθέτη. Αν μη τι άλλο είναι μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια κινηματογραφικής μεταφοράς της συγγραφικής δουλειάς του Pynchon στην κινηματογραφική αίθουσα. Είναι η πρώτη απόπειρα για βιβλίο του και μάλιστα το σενάριο του Anderson είχε την έγκριση του.
Η ταινία προβάλλεται από σήμερα στους κινηματογράφους. «Φουντώστε το» μέσα στην αίθουσα.
Social Links: