Ένα δωμάτιο, 2 πρωταγωνιστές, μια ιστορία/σενάριο/βιβλίο τέλος πάντων, που συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις (θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς) για να δημιουργηθεί ένα αριστουργηματικό ψυχόδραμα. Ένα ψυχογράφημα πάνω σε δυο ζωές που βιώνουν μια μορφή εγκλεισμού, δημιουργούν τον δικό τους κόσμο και τελικά την δική τους κανονικότητα μιας «μη ζωής». Για να μην είμαι άδικος αυτή η οπτική επιτυγχάνεται ως ένα βαθμό στο πρώτο μέρος (και είναι ίσως το μόνο ενδιαφέρον μοτίβο της ιστορίας) αλλά παραμένει σε επιφανειακό, επιδερμικό επίπεδο.
Γίνεται λοιπόν μια αρχική ιδέα με τέτοια δυναμική, συνοδευόμενη από δύο πολύ καλές ομολογουμένως ερμηνείες, να έχει το αποτέλεσμα μιας αμερικανικής σαπουνόπερας βουτηγμένη στους στερεοτυπικούς διαλόγους (σε βαθμό αστειότητας σε κάποιες σκηνές), συγκεντρώνοντας όλα τα κλισέ μιας ιστορίας εξαφάνισης/απαγωγής/κακοποίησης μέσα από το φίλτρο της κατασκευασμένης εικόνας που έχουμε για κάθε τέτοια ιστορία; Γίνεται λοιπόν. Και με μεγάλη «επιτυχία» θα έλεγα. (Γιούφιμισμ για το μέγεθος της μαλακίας που είδα).
Το «δράμα μας» ξεκινά λίγο μετά την εισαγωγή στους δύο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες (και το τονίζω, στους δύο και όχι στον άνθρωπο που τους κρατά αιχμαλώτους- βλ. παρακάτω-) και της κατάστασης που επικρατεί. (Πώς βρέθηκαν εκεί και γιατί). Όταν αρχίσεις να αναρωτιέσαι για κάποια αυτονόητα (αν προσπάθησε να αποδράσει και πώς για παράδειγμα) φαίνεται ότι οι απαντήσεις όχι μόνο δεν είναι πειστικές αλλά δίνουν την εντύπωση της υπεκφυγής, με επιφανειακό μη ρεαλιστικό τρόπο. Ένα καπάκι από καζανάκι που προσγειώνεται στο κεφάλι κάποιου δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα πχ μμμ… Ψήγματα βέβαια είναι αυτά. Υπερβολικός θα μου πει κάποιος. Ίσως, αλλά δεν παύουν αυτές οι αρχικές σκέψεις να επηρεάσουν και να προϊδεάσουν για την οπτική και την ανάγνωση της ταινίας. Για να μη μακρηγορώ, δεν έγκειται εκεί η αρνητική στάση μου. Θα μπορούσα να τα ξεπεράσω αν δεν ερχόταν το απολαυστικό δεύτερο μέρος. Αριστούργημα.
Εκεί ξεδιπλώνεται σε όλο του το φάσμα ένα αρχετυπικό «αμερικανόδραμα» και φαίνεται η αδυναμία του σκηνοθέτη να ξεφύγει από τα στερεότυπα, τους κακογραμμένους διαλόγους και την ανάγνωση μιας δραματικής ιστορίας η οποία πρέπει κατ’ ανάγκη να εμπεριέχει (πολύ σχηματικά) την εξής κλιμάκωση:
1) Το δράμα. (κράτηση/αιχμαλωσία στην προκειμένη περίπτωση)
2) Την απόδραση του θύματος και το μη ρεαλιστικό στοιχείο στην προσπάθεια απόδρασης. (ο χαρακτήρας που κρατά 7 χρόνια δυο ανθρώπους σε ένα δωμάτιο, δίχως να έχουμε επίγνωση της δικής του ψυχοσύνθεσης και κατάστασης –γεγονός αρκετά προβληματικό καθώς φυτεύεται ένας χαρακτήρας σε μια πλοκή, σχεδόν μεταφυσικά κακός που μοιάζει με τέρας/ boss που συναντάς στην τελευταία πίστα γιατί έτσι γουστάρει και μπορεί- αποφασίζει τη στιγμή της απόδρασης να λειτουργήσει με αφέλεια και ηλιθιότητα που θα ζήλευε και ο Χάιμε Παλίγιο ).
3) Την αμερικανική εκδοχή της ιστορίας-αφήγησης ώστε να συμπληρωθεί σωστά το στερεοτυπικό παζλ μιας αστικής οικογένειας που χάνει το παιδί της και το ξαναβρίσκει 7 χρόνια μετά, έχοντας αποκτήσει ένα εγγονάκι.
Η επανασύνδεση αυτών των ανθρώπων όμως είναι που αποκτά χαρακτήρα κωμωδίας. Εφεξής παρακολουθούμε σκετσάκια «οικογενειακής ιστορίας». Η γιαγιά έχει χωρίσει με τον παππού και έχει προχωρήσει. Ο παππούς (ως πρώην της γιαγιάς) έχει μάλλον ξεπεράσει και αποδεχτεί χαλαρά και πολιτισμένα τον επόμενο άνθρωπο με τον οποίο ζει η πρώην γυναίκα του για παράδειγμα, αλλά είναι τόσο μαλάκας (ορισμός για τον ανώριμο τύπο ώριμης ηλικίας που συμπεριφέρεται σαν μαλάκας-μόλις χάλασα την παρένθεση) ώστε να στήσει ολόκληρη σκηνή μπροστά στα μάτια του ψυχολογικά τραυματισμένου μικρού, η οποία κορυφώνεται με ένα επιτηδευμένα υστερικό ξέσπασμα της πρωταγωνίστριας προς τον πατέρα της, γιατί δεν μπορεί εκείνος να αντικρίσει κατάματα τον εγγονό του. Αρνείται πεισματικά, τραγελαφικά, με σχεδόν παιδική αφέλεια να τον κοιτάξει. Να ρίξει μια ματιά ρε αδερφέ. Μιλάμε για «ένα κάποιο βλέμμα» όχι αστεία. Παλεύει μέσα του να μην κοιτάξει τον «Ντέμιαν» κατάματα. Και ως εκ θαύματος τα καταφέρνει.
Πλήρης απουσία οποιασδήποτε ενσυναίσθησης της κατάστασης, καμία ορισμένη σε λογικά πλαίσια συμπεριφορά και έκφραση των χαρακτήρων ούτε στην μεταξύ τους αλληλεπίδραση ως ενήλικες, ούτε απέναντι στην ίδια την ιστορία του δράματος. Κυριαρχεί μια εξόφθαλμα επιτηδευμένη αμηχανία που καταλήγει αστεία. Ο χαλαρός καυλαντογκόμενος της γιαγιάς είναι ο πιο κουλ απ’ όλους, όχι γιατί έτυχε, αλλά γιατί πρέπει να είναι ο πιο χαλαρός τύπος στον κόσμο, να έχει σκύλο, να τρώει κορν φλεικς σαν σε διαφήμιση και να προσπαθεί να πλησιάσει συναισθηματικά τον μικρό σαν να απευθύνεται σε 2χρονο που δεν θέλει να φάει ψάρι ή μπάμιες.
Φυσικά οι δημοσιογράφοι παραμονεύουν έξω από κάθε σπίτι που βρίσκεται στη φαντασιακή σύλληψη κάθε ιστορίας εξαφάνισης που έχει αίσιο τέλος, στο μυαλό που την σκέφτεται/κατασκευάζει.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τα κλισέ/στερεότυπα, η ψυχολογικά διαλυμένη μητέρα αποπειράται να αυτοκτονήσει και η αρκούδα δεν φτάνει που τον ξεφτιλίζει, πέφτει και πάνω στον Ντι Κάπριο! Ε πόσα να αντέξει; (ώπα μπερδεύτηκα λίγο, τις είδα μαζί χρονικά γι’ αυτό). Πού είχα μείνει; Α ναι. Και την ανακαλύπτει ποιος; Ε ναι αυτός που όλοι περιμέναμε. Ο πιτσιρικάς. Και η γιαγιά έχει καημό να τον κουρέψει. Και τον κουρεύει. Και ο πρώην παππούς είναι έξω φρενών με όλα. Και ο άλλος συνεχίζει να τον ταίζει κορνφλεικς και του φέρνει και σκύλο. Και η μάνα επιστρέφει. Και μετά τι γίνεται; (ίσως να έγινε νωρίτερα αλλά δεν έχει σημασία). Μετά βγαίνει στα κανάλια κ δίνει συνέντευξη σε μια δημοσιογράφο που ενσαρκώνει με πλήρη στερεοτυπική επιτυχία τον χαρακτήρα της bitch που θα κάνει τις πιο awkward ερωτήσεις με το πιο επικριτικό ύφος κατηγορώντας το ψυχικά και σωματικά τραυματισμένο θύμα για έλλειψη σωστής κρίσης. Και ο μικρός τα βλέπει όλα αυτά. Παρακολουθεί τη συνέντευξη. Γιατί έτσι είθισται. Δεν αράζει στο δωμάτιο. Δεν τον πάνε μια βόλτα για κανα δίωρο. Όχι. Εκεί.
-Γιαγιά, να πάω να παίξω;
-Όχι. Έλα να δεις μικρέ, έχει Όπρα στο σαλόνι.
Και μετά; Μετά λένε να πάνε μια βόλτα στο «δωμάτιο» έτσι για χαβαλέ. Γιατί πρέπει να βιώσεις ξανά την εμπειρία σου για να δεις αν την ξεπέρασες πραγματικά ώστε να πας παρακάτω (τιτάνας Πάολο Κοέλιο.) Και το θεώρησε καλή ιδέα η μαμά να πάνε στο «δωμάτιο» για να το αφήσουν οριστικά κλισέ πίσω. Και αφηγείται σε κάποια διαστήματα της ιστορίας ο μικρός με παιδική φωνή και ανώριμη σκέψη μεγάλου την εμπειρία του. Και στο τέλος κάνει κι έναν φίλο. Κι όλα καλά.
Υ.Γ Καλύτερη σκηνή της ταινίας: Έντρομος ο πιτσιρικάς έχει μόλις αποδράσει και τον βρίσκουν οι μπάτσοι. Με την οξυδέρκεια που τον διακρίνει, ένας εκ των δύο κάνει μια γρήγορη εκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης καταλήγοντας την απύθμενη σκέψη του λέγοντας κάτι όπως: «Έλα μωρε κάτι θα χει πάρει ο μικρός.» Μια φράση, ένας πίνακας ζωγραφικής της αστυνομίας.
Social Links: