Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες, από τη στιγμή που αντικρίσαμε στις οθόνες μας ένα καλογυρισμένο τηλεοπτικό show στο οποίο η Μ. Βαρδινογιάννη, μαζί με τον Σ. Ρουβά, τον Γ. Πατούλη και αντιπροσωπεία της Ιεράς Συνόδου επισκέφθηκε το λιμάνι του Πειραιά και διένειμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους πρόσφυγες που παρέμεναν προσωρινά εκεί. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Κ. Καραπαπάς, δημοσιογράφος και υπεύθυνος επικοινωνίας του Ολυμπιακού, ανακοίνωσε ότι ο «ηγέτης» Β. Μαρινάκης, διαθέτει την κουζίνα του «Καραϊσκάκη» για την παρασκευή δωρεάν γευμάτων για τους πρόσφυγες. Παράλληλα, στα τέλη αυτής της εβδομάδας, κυκλοφόρησε το περιοδικό DownTown, με ένα αισχρό –όχι μόνο λόγω της κάκιστης αισθητικής του αλλά κυρίως λόγω των προθέσεων του– εξώφυλλο στο οποίο παρουσίασε διάφορους «διάσημους» να ποζάρουν με στόχο την ευαισθητοποίηση για το προσφυγικό. Ενώ, τέλος, παρουσιάστηκε και το τραγούδι με το οποίο θα εκπροσωπηθεί η Ελλάδα στη Eurovision, το οποίο εμπεριέχει μια μίξη αγγλικών και ποντιακών, πάλι με σκοπό την ευαισθητοποίηση για το ίδιο θέμα, περίπου με αντίστοιχες προθέσεις και αισθητική.
Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς γιατί κυριάρχησε αυτή η κουλτούρα της μαζικής προσφοράς σε ένα θέμα, η στάση απέναντι στο οποίο προκαθορίζεται, στην πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό από την ιδεολογική κατασκευή του δρώντος υποκειμένου. Κοινώς, τι δουλειά μπορεί να έχει ένα lifestyle περιοδικό να επιλέξει ένα εξώφυλλο με τους πρόσφυγες ή παράλληλα γιατί να ανησυχεί ο Β. Μαρινάκης με τα γνωστά ακροδεξιά αντανακλαστικά, όταν μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυτά τα αντανακλαστικά είναι τα κυρίαρχα αυτή τη στιγμή; Μπορούμε να εξισώσουμε την προσφορά της Βαρδινογιάννη ηθικά με το έργο ενός εθελοντή; Μήπως πια έφτασε το τέλος των ιδεολογιών;
Στην πραγματικότητα, αυτές οι δράσεις και οι ανησυχίες αποτελούν συνέπειες μιας –προς το παρόν– νικηφόρας μάχης, που δίνουν με την έμπρακτη αλληλεγγύη τους προς τους πρόσφυγες, χιλιάδες άνθρωποι, φορείς και συλλογικότητες. Το μέγεθος της ευαισθητοποίησης, σε συνδυασμό με το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης, πρακτικά έχουν καταστήσει την προσφορά αλληλεγγύης και τη θετική στάση ηθικό μονόδρομο, με οποιαδήποτε αντίθετη άποψη προς την παροχή βοήθειας ή την άρνηση της ζοφερής προσφυγικής πραγματικότητας να επικρίνεται και τελικά να περιθωριοποιείται, με αποτέλεσμα πρακτικές, όπως αυτές της ρίψης γουρουνοκεφαλών στην Πέλλα ή της ακραίας εκμετάλλευσης και κερδοσκοπίας εις βάρος των προσφύγων, να αποτελούν παρέκκλιση της κανονικότητας και όχι τον κανόνα.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται και ο εξοβελισμός από τον δημόσιο λόγο της λέξης «λαθρομετανάστης» –που πλέον χρησιμοποιείται αποκλειστικά από την ακροδεξιά– και την αντικατάστασή της από τη λέξη «πρόσφυγας», παρά την προσπάθεια συγκεκριμένων κύκλων για τη χρήση του «παράτυπος μετανάστης». Ουσιαστικά, έχει δημιουργηθεί ένα άτυπο «κοινωνικό FΟΜΟ», κατά το οποίο το φαινόμενο της μαζικότητας του «από τα κάτω» εξανάγκασε τα «πάνω» σε μια προσχηματική και επίπλαστη μορφή βοήθειας προς τους πρόσφυγες, που αν και δεν εμπεριέχει σε καμία περίπτωση τις αξίες και τα ιδανικά του από «τα κάτω» παραμένει εξαιρετικά χρήσιμη, ακόμα και σε ένα επίπεδο συμβολισμών.
Η –έστω προσωρινή– νίκη αυτή, αποκτά ακόμη σημαντικότερη διάσταση όταν εγγραφεί σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Σε μια Ευρώπη χωρισμένη σε στρατόπεδα, η οποία ζει την αναβίωση ενός κατά βάση οικονομικού εθνικισμού με κοινωνικές προεκτάσεις και κυριαρχεί, για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση, ο ηθικός πανικός, η αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας αποτελεί μια ηλιαχτίδα εν μέσω παρατεταμένου νέφους. Απέναντι στην ευρωπαϊκή πρόσληψη των προσφύγων ως πολιτισμικών, τρομοκρατικών ή οικονομικών εισβολέων, η οποία δικαιολογεί «ηθικά» τον αποκλεισμό τους, έχει προταθεί ένα τελείως διαφορετικό ανθρωπιστικό αφήγημα, στο οποίο οι πρόσφυγες προσλαμβάνονται ως καταδιωγμένοι τόσο από τον πόλεμο όσο και από τις απάνθρωπες συνθήκες στις οποίες ήταν αναγκασμένοι να ζουν. Δεδομένης της κυριαρχίας των social media και της ενημέρωσης με όρους virality, με τις φωτογραφίες και τις ειδήσεις να αναδεικνύουν την κρίση στην ολότητα της κυκλοφορώντας σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτό το εργαλειοποιημένο αφήγημα μπορεί και οφείλει να γίνει κυρίαρχο.
Παρ’ όλα αυτά, το πρωτοφανές κίνημα αλληλεγγύης, όσο μαζικό κι αν είναι, ουσιαστικά απλά καταφέρνει να ανακουφίσει προσωρινά ένα πρόβλημα, του οποίου η έκταση αλλά και η διάρκεια δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί. Η εμπέδωση της μόνιμης παραμονής των προσφύγων στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη άφιξη περισσότερων κυμάτων, τα οποία και θα εγκλωβιστούν, πρακτικά δημιουργούν εντελώς νέες συνθήκες στον τρόπο διαχείρισης του ζητήματος. Η μόνιμη εγκατάσταση γεννά διεκδικήσεις και υποχρεώσεις προς τους πρόσφυγες, οι οποίες δεν γίνεται να καλυφθούν σε κανένα βαθμό από τους εθελοντές. Ο έως τώρα ολοκληρωτικά απών κρατικός μηχανισμός οφείλει να παρέμβει και να αναλάβει το έργο της μακροπρόθεσμης πια εγκατάστασής τους, παρέχοντάς τους τις αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης τις οποίες έχουν στερηθεί. Η συνεχιζόμενη απάθεια της κυβέρνησης πολύ εύκολα μέσα σε αυτόν τον πυκνό χρόνο μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο στα χέρια της εγχώριας ακροδεξιάς, η οποία αναμένει την αντιστροφή του κλίματος, είτε λόγω της κόπωσης της κοινής γνώμης είτε λόγω κάποιου «ατυχήματος», ώστε να εκμεταλλευτεί τα φοβικά ένστικτα της κοινωνίας με καταστροφικά αποτελέσματα. Και όλα αυτά, υπό το πρίσμα της απουσίας πολιτικής βούλησης για ολοκληρωτική επίλυση του ζητήματος στο ευρωπαϊκό του επίπεδο.
Social Links: