Πριν από μερικές μέρες διαδραματίστηκε το πολύπλευρα ενδιαφέρον σκηνικό της παρέμβασης του Προέδρου του Alpha, Δημήτρη Κοντομηνά (από εδώ και πέρα σκέτο «Πρόεδρος») στην τηλεοπτική εκπομπή του σταθμού Happy Day. Το περιστατικό θα πρέπει να είναι ήδη γνωστό στους περισσότερους, καθώς από τις πρώτες κιόλας στιγμές κυκλοφόρησε παντού στα social media. Φυσικά, στην πραγματικότητα, δεν θα πρέπει να μας προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, αφού είναι απλά άλλη μια απόδειξη του γεγονότος ότι πλέον ακόμα και σε τηλεοπτικές εκπομπές καθαρά κουτσομπολίστικου ψυχαγωγικού χαρακτήρα παρατηρούμε πως ο πολιτικός λόγος, έστω και καμουφλαρισμένος, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος.
Ας επιστρέψουμε όμως στη μικρή μας ενδιαφέρουσα ιστορία. Ενδιαφέρουσα κυρίως γιατί μπορεί να σε οδηγήσει σε μια σειρά από συμπεράσματα για την κοινωνική πραγματικότητα, συμπυκνωμένη μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Κοντολογίς λοιπόν, σε αυτήν την πρώτη πράξη του δράματος, ουσιαστικά ο Δήμος Βερύκιος, σε μια συζήτηση που γίνεται για την πώληση του Ελληνικού, πετά στην κουβέντα, χωρίς κανένα προφανή λόγο, το ρεπορτάζ που αφορούσε την αξιέπαινη ιδιωτική πρωτοβουλία με το «Πρόγραμμα Ιατρικής Υιοθεσίας» για τους Φούρνους Ικαρίας. Όταν ο Δημήτρης Παπανώτας αναρωτιέται αν θα έπρεπε αυτό το γεγονός να μας κάνει υπερήφανους και περιγράφει ως κατάντια το ότι «η υγεία ενός παιδιού θα πρέπει να εξαρτάται από την ελεημοσύνη ενός επιχειρηματία», ο γνωστός για τους απαράμιλλης καλλιτεχνικής αξίας θεατρινισμούς του δημοσιογράφος χάνει την ψυχραιμία του, φωνάζει το επικό «άσε ρε Δημητράκη!» και λίγο αργότερα αποχωρεί βαθύτατα θιγμένος για τα αχάριστα λόγια που άκουσε.
Στη δεύτερη πράξη, όπου και κορυφώνεται το δράμα, έχουμε την τηλεφωνική παρέμβαση του Προέδρου, ο οποίος νιώθοντας την ανάγκη να αποκαταστήσει την τιμή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που θίχτηκε μέσα στο σπιτάκι του στον ίδιο το σταθμό του από κάτι χθεσινούς Παπανώτες, ξεσπά σε ένα ανηλεές κρεσέντο αγανάκτησης. Ο Πρόεδρος, μέσα σε όλο αυτό το ντελίριό του και με αφορμή τα όσα ακούστηκαν προηγουμένως, μεταξύ άλλων σπεύδει να αναδείξει τη θεμελιώδη αξία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και απαιτεί να ζητήσουν συγγνώμη όσοι την αμφισβητούν. Ακόμη, λυπάται και ντρέπεται βαθιά για την κατάντια αυτής της χώρας, ενώ αφαιρεί τρεις φορές αυταρχικά το λόγο από τη Σταματίνα Τσιμτσιλή (κάτι που δεν κάνει αντίστοιχα με το Βερύκιο και τον Παπανώτα), ούτε καν υπό το πρόσχημα ότι δεν συμφωνεί μαζί της, αλλά γιατί απλά δεν τον δικαιούται. Σε κάποιο σημείο αναφέρει «σας προσέχουμε, έχετε κάθε μέρα το μισθό σας και λέτε βλακείες», αναιρώντας όποιο δικαίωμα ελευθερίας του λόγου για όσους εργάζονται στο κανάλι. Τέλος καταφέρεται εναντίον προσφύγων και μεταναστών· «να γίνει το αεροδρόμιο ένα στολίδι για την Ελλάδα, να γίνει η Κυανή Ακτή της Ελλάδος – αυτή η περιοχή που είναι γεμάτη πρόσφυγες, απατεώνες, πορνεία» και πιο μετά «κάθε μέρα μικραίνουμε εμείς και μεγαλώνει ο αριθμός των Ελλήνων και θα μεγαλώσουν οι μετανάστες και οι Μουσουλμάνοι στην Ελλάδα που θα έρθουν και θα μείνουνε και θα χάσουμε και τη θρησκεία μας».
Είναι εξόφθαλμα προφανές πως η εμφάνιση αυτή του Προέδρου, πέρα από ένα παραλήρημα που θα μπορούσε να έχει και ένας οποιοσδήποτε τυχαίος γεροχουντικός, αποτελεί και μια άψογη απεικόνιση όλων εκείνων των παγιωμένων, σαθρών πεποιθήσεων που τρέφει ένα καθόλου μειοψηφικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Επιβολή λογοκρισίας από την ιεραρχικά ανώτερη επιχειρηματική ιδιοκτησία και ανάλογη υπακοή από τους εργαζόμενους υπό το φόβο της πρόσληψης της ελευθεροστομίας τους ως αχαριστίας (χαρακτηριστικά είναι τα τρομαγμένα και σκυφτά πρόσωπα όλων), διάχυτος σεξισμός (βλ. και τον τίτλο του δεύτερου βίντεο), κατάφωρος ρατσισμός και ξενοφοβία. Αναμφίβολα όλα τους εξίσου καταδικαστέα, θα μπορούσαν να αναλυθούν εκτενώς σε ένα ξεχωριστό κείμενο για το καθένα. Παρόλα αυτά, υπάρχει και κάτι χαρακτηριστικό στο μονόλογο του Προέδρου, το οποίο δεν μπορεί να απομονωθεί σε ένα μόνο κομμάτι του, επειδή πολύ απλά διατρέχει όλο το ύφος του. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι ο λαϊκισμός και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σταθούμε. Ο Πρόεδρος μιλά λαϊκίστικα και αυτό γίνεται φανερό με κάθε τρόπο, σε κάθε μικρή λεπτομέρεια του λόγου του, από το περιεχόμενό του, μέχρι τη σπασμένη φωνή που θέλει να υποδηλώσει ένα κράμα θυμού, παραπόνου και αγανάκτησης. Το ίδιο λαϊκιστής φυσικά εμφανίζεται και ο Δήμος Βερύκιος, γεγονός όμως που δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, δεδομένης της εξοικείωσης του κοινού με το άτομό του, σε αντίθεση με την περισσότερο απόμακρη προσωπικότητα του Προέδρου.
Μια απόπειρα εννοιολόγησης του λαϊκισμού, με σκοπό να ενισχυθεί ο προηγούμενος ισχυρισμός μας, σαφώς και δεν αποτελεί μια εύκολη διαδικασία, καθώς ο όρος χαρακτηρίζεται από μια πληθώρα όψεων. Αυτό που είναι σίγουρο, ωστόσο, είναι πως ίσως το βασικότερο γνώρισμά του, όπως τουλάχιστον εγγράφεται στη συλλογική συνείδηση, είναι η υιοθέτηση από κάποιον/-α μιας δήθεν λαϊκότητας στη συμπεριφορά, έτσι ώστε να γίνει αρεστός/-ή. Όσο ασαφές και αν φαίνεται αυτό το γνώρισμα, δύσκολα θα αρνηθεί κανείς ότι ταιριάζει άψογα στις περιπτώσεις των δύο προσώπων. Ειδικά ο Πρόεδρος που από εκεί όπου ξεκινά την παθιασμένη του αφήγηση, θυμίζοντάς μας διαμαρτυρόμενο συνταξιούχο σε πρωινή εκπομπή του Γιώργου Αυτιά για το ΕΚΑΣ που καταργείται, ξαφνικά μέσα σε δευτερόλεπτα μετατρέπεται σε αυταρχικό αφεντικό και μετά πάλι από την αρχή.
Ας μην ξεφεύγουμε όμως από το κεντρικό διακύβευμα. Όλη αυτή η έξαρση λαϊκισμού γίνεται χάριν ενός ανώτερου σκοπού. Την αποκατάσταση του βασικού πυλώνα του πολιτισμού μας, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας δηλαδή (οι δύο μαγικές λέξεις ακούγονται αμέτρητες φορές στη διάρκεια και των δύο «πράξεων»). Για μισό λεπτό όμως· η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αποτελεί προϋπόθεση για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν; Ύστερα, οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν αποστρέφονται τον λαϊκισμό; Το περιστατικό της παρέμβασης του Προέδρου, αποδεικνύει με τη μορφή μιας οιονεί εξίσωσης, ότι το αφήγημα της διαμάχης μιας δύναμης που αντιπροσωπεύει το λαϊκισμό με μια άλλη που αντίστοιχα υπερασπίζεται με υπευθυνότητα τις μεταρρυθμίσεις δεν έχει βάση. Προφανώς και αυτή η ούτως ή άλλως απλουστευτική, μανιχαϊστική θεώρηση δεν αποτελεί καινούριο φαινόμενο σε επίπεδο πολιτικής ρητορικής. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν αυτή καθίσταται αντικείμενο κυρίαρχης και αποκλειστικής συνθηματολογίας κομμάτων που προσπαθούν να συμπυκνώσουν σε αυτή τη λογική το σύνολο της πολιτικής πραγματικότητας. Τέτοιες ανορθολογικές γενικεύσεις αποτελούν και αυτές ένα συστατικό γνώρισμα εφαρμογών του λαϊκισμού. Εφαρμογών που σε περιπτώσεις που υπερασπίζονται π.χ. άνευ όρων την ιδιωτική πρωτοβουλία, από όπου και αν προέρχεται, μπορούν να ενταχθούν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία λαϊκισμού. Ας τολμήσουμε να την ονομάσουμε «φιλελεύθερο λαϊκισμό». Επομένως Ν.Δ. και Ποτάμι θα γνωρίζουν ότι ο λαϊκισμός, όποια μορφή και αν εκλαμβάνει, δεν είναι προνόμιο μόνο όσων φέρνουν εμπόδια σε «μεταρρυθμίσεις» επειδή είναι ιδεοληπτικοί, κρατιστές ή οτιδήποτε άλλο. Είναι απλά ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια όποιου τον χρησιμοποιεί, εργαλείο που όποια χαρακτηριστικά και αν του αποδώσει κανείς, οι συνδηλώσεις του θα είναι αδιαπραγμάτευτα αρνητικές.
Η οικονομική κρίση –ακόμη και αν δεχτούμε πως παρουσιάζει ιδιομορφίες λόγω μιας προβληματικής ελληνικής ιδιοσυγκρασίας– είναι αδύνατο να ξεπεραστεί αν απλά σταματήσουμε να είμαστε λαϊκιστές. Το ίδιο και αν ξεκινήσουμε να εφαρμόζουμε μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς. Το πρόβλημα είναι αρκετά πιο σύνθετο στη βάση του και σίγουρα θα πρέπει να προσεγγίζεται και από μια διαφορετική οπτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου βρέθηκε αγκαλιά με το λαϊκισμό και δεν υπάρχει γι’ αυτό καμιά αμφιβολία. Δεν ήταν όμως ο λαϊκισμός ή τουλάχιστον δεν ήταν μόνο αυτός που έπαιξε ρόλο για τη λήψη των τελικών επιλογών του. Τέτοιες διακρίσεις είναι αναγκαίες, αλλά όσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης τις αποφεύγουν, θα βασίζονται σε γενικεύσεις όπως η παραπάνω. Έστω και ότι η Ν.Δ. είναι ένα λιγότερο λαϊκίστικο κόμμα από το ΣΥΡΙΖΑ –οι αντιφάσεις αυτών των γενικεύσεων θα την εμποδίζουν από το να γίνει πολιτικά πιο αξιόπιστη. Και αν δεν γνωρίζουμε πώς τελικά ορίζεται ο λαϊκισμός, γνωρίζουμε ότι μόνο ένας πολιτικός λόγος με ουσία είναι σε θέση να τον αντιμετωπίζει και ότι μόνο εκείνες οι λεπτές διακρίσεις είναι αυτές που αποκαλύπτουν αυτήν την ουσία. Διακρίσεις που εξετάζουν τον λαϊκισμό σαν φαινόμενο και όχι σαν μια αόρατη καθεστωτική δύναμη που μας πνίγει. Διακρίσεις που, εν πάση περιπτώσει, μπορούν να καθορίσουν ότι προτιμάμε την ιδιωτική πρωτοβουλία στους Φούρνους Ικαρίας από εκείνη του Προέδρου.
Social Links: