Θα είμαι από την αρχή ειλικρινής. Το Walking Dead το έπιασα την περίοδο που παιζόταν η 2η σεζόν του και ουσιαστικά πρόκειται για μια από τις πρώτες σειρές που είδα ιντερνετικά. Εξαρχής προβληματιζόμουν αν θα ενέτασσα το Walking Dead σε αυτό που λέμε «guilty pleasure» («ενοχική απόλαυση» επί το ελληνικότερον), ένα πράγμα δηλαδή που ντρέπεσαι να απολαμβάνεις, αλλά απολαμβάνεις ή αν θα το ενέτασσα στις καλές σειρές. Όλα αυτά γιατί το Walking Dead έχει πολλά χαρακτηριστικά που δικαιολογούν το guilty (γιατί για το pleasure προφανώς δεν επιδέχεται αμφισβήτηση): γελοίους διαλόγους, μέτριες ερμηνείες, καθόλου εμπνευσμένη σκηνοθεσία και –το κυριότερο όλων– είναι βουτηγμένο μέχρι το μέτωπο στην κουλτούρα του cliffhanger. Τα πάντα είναι σαν φτιαγμένα αποκλειστικά στο μοτίβο κλιμάκωση–ένταση–αποκάλυψη.Έχεις όμως και πολλά άλλα που σε κάνουν να το ξανασκέφτεσαι.
Είναι άριστο οπτικά (ιδιαίτερα το φίλτρο των χρωμάτων είναι φανταστικό), τεχνικά άρτιο, ενώ έχει και κάποιες εκλάμψεις στησίματος καλών ή και πολύ καλών χαρακτήρων. Όσο μονότονος και χάρτινος είναι ο Ρικ, τόσο βαθύς και καλοφτιαγμένος είναι ο Μόργκαν ή η Κάρολ. Εκτός αυτών, στα θετικά πρέπει να βάλουμε και τον καθόλου αμήχανο τρόπο που έχει χωνευτεί το αίτημα για diversity. Επιτέλους μια σειρά που χτιζεί χαρακτήρες που δρουν και κινούνται ξέχωρα από τη φυλετική τους καταγωγή ή τις σεξουαλικές τους επιλογές, όχι μόνο ως αποτέλεσμα φόβου να μην χαρακτηριστεί ρατσιστική. Οι γραφιάδες του Walking Dead ξέρουν τι σημαίνει diversity, δεν φαντάζονται τι μπορεί να είναι.
Το πρώτο επεισόδιο του Walking Dead για την 7η σεζόν ήρθε να στεριώσει ακόμα περισσότερο αυτό τον προβληματισμό μου. Πρόκειται ίσως για το πλέον συζητημένο επεισόδιο της σειράς κυρίως γιατί εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο πολυαναμενόμενος από τα κόμικ χαρακτήρας του Nίγκαν, ο απόλυτος villain του κόσμου του Walking Dead. Και ήταν πράγματι κακός. Αρρωστημένα κακός. To βλέπουμε από την πρώτη εμφάνιση του. Στο τελευταίο επεισόδιο της τελευταίας σεζόν είχαμε μείνει σε ένα νεοδιαμορφωμένο σκηνικό. Ο Ρικ και η ομάδα του έχουν παγιδευτεί από τον ισχυρότερο Νίγκαν, ο οποίος προθυμοποιείται να τους αφήσει να ζήσουν με μια προϋπόθεση: να σκοτώσει μπροστά τους έναν από εκείνους, ως εκδίκηση για μια προηγούμενη συμπλοκή. Βρίσκει με τη βοήθεια της τύχης το θύμα του και κάνει κίνηση με το ρόπαλό του. Αίμα εμφανίζεται να κυλάει στο χώμα. Μετά μαύρο. Για ένα εξάμηνο μένουμε με την απορία.
Tην Κυριακή μας λύθηκε και αυτή: ένας ακόμη βίαιος θάνατος αγαπητού στο κοινό χαρακτήρα. Για την ακρίβεια δύο. Αυτοί οι θάνατοι όμως συγκλόνισαν το κοίνο και έγιναν θέμα για όλη την προηγούμενη εβδομάδα. Πράγματι, δεν είναι παράξενο για μια σειρά σαν το Walking Dead να σκοτώσει έναν κεντρικό χαρακτήρα της. Ουσιαστικά, ο θάνατος είναι το κύριο συστατικό που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού. Μέσα σε έναν πλήρως ανασφαλή μεταποκαλυπτικό κόσμο, όπως είναι αυτός της σειράς, ο τηλεθεατής δεν πρόκειται να βρει ούτε αυτός ησυχία. Η κλασική τάξη του σύμπαντος της σειράς/του βιβλίου/της ταινίας δράσης που αποτελείται από μια μικρή ομάδα πυρηνικών χαρακτήρων που ξέρεις ότι δεν θα πεθάνουν διασαλεύεται. Το Walking Dead, όπως και το Game of Thrones, παίζει όλη του την υπόσταση σε αυτό το χαρακτηριστικό που είχε αρχίσει να κουράζει το κοινό. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος στην πραγματικότητα για κανέναν. Η πλήρης αναστροφή του happy ending. Αυτό που σόκαρε κυρίως ήταν η βιαίοτητα. Αυτή ήταν που συζητήθηκε περισσότερο από κάθε τι και εξόργισε μεγάλο μέρος του κοινού και κυρίως των κριτικών που είδαν μια ανέμπνευστη προσπάθεια ευκαιριακού εντυπωσιασμού.
Σε πολλά από αυτά θα συμφωνούσα αν έμενα σε αυτό το κομμάτι. Μετά όμως ήρθε και το ωραιότερο κομμάτι του επεισοδίου, το οποίο δυστυχώς από όσα είδα, δεν συζητήθηκε καθόλου, αλλά χάθηκε μέσα στον χαμό του cliffhanger. Πρόκειται για το κομμάτι όπου ο Νίγκαν προσπαθεί να επιβληθεί πάνω στον Ρικ. Το κομμάτι όπου ένα ισχυρός αρχηγός προσπαθεί να επιβληθεί σε έναν άλλον αδύναμο πια. Και εδώ έχουμε ένα καθαρό παιχνίδι εξουσίας. Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που παρουσιάστηκε η σταδιακή θέσπιση της εξουσιαστικής σχέσης. Ο Νίγκαν, αφού έχει σκοτώσει δύο μέλη της «οικογένειας» του Ρικ, τον παίρνει μαζί του στο τροχόσπιτο με απώτερο σκοπό να τον πείσει να «παράγει» για αυτόν. Επιθυμεί να δώσει στον Ρικ και στην ομάδα του το δικαίωμα μιας σχετικής επιτηρούμενης ελευθερίας με την προϋπόθεση να πληρώνουν το ανάλογο τίμημα για αυτήν, το τίμημα της υπεραξίας και της υποταγής στον ισχυρότερο.
Η καθυπόταξη του Ρικ γίνεται σταδιακά και μεθοδικά. Σε πρώτο βαθμό, ο εξουσιαστής εξοργίζει τον αντιρρησία μέσω της απειλής στο επίπεδο του λόγου, δείχνοντάς του την απουσία εναλλακτικής. Ο Ρικ δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο, η πραγματικότητα ξεπερνά τις προθέσεις του. Φυσικά, ο αντιρρησίας δεν πείθεται. Ο εξουσιαστής κάνει τη πρώτη συμβολική κίνηση: πετάει το όπλο του Ρικ (ένα τσεκούρι) σε έναν χώρο με εκατοντάδες ζόμπι, ζητώντας του να το γυρίσει πίσω, φτιάχνοντας έτσι το είδωλο μιας εξουσιαστικής σχέσης ανθρώπου-κατοικίδιου. Ο Ρικ κατεβαίνει από το τροχόσπιτο και πιάνει το τσεκούρι του. Μόνος όμως δεν μπορεί να επιβιώσει. Τις στιγμές που τον κυκλώνουν τα ζόμπι, εμφανίζεται ο εξουσιαστής ως από μηχανής θεός και του σώζει τη ζωή, παροδικά, μέχρι το θύμα του να ξανακινδυνέψει. Ταυτόχρονα καθοδηγεί τη σκέψη του αντιρρησία στην κατανόηση της δυσκολίας της θέσης του. Καταδεικνύει τη μη εναλλακτική οδό στην εξουσιαστική σχέση που του προσφέρει. Ο Ρικ συνεχίζει να μην πείθεται.
Σε μια απεγνωσμένη κίνηση πηδάει επάνω σε ένα κρεμασμένο από τον λαίμο νεκρό σώμα με σκοπό να ανέβει σε έναν άγνωστο χώρο, με μόνο σκοπό να απομακρυνθεί από την ασφάλεια της υποταγής, χωρίς κανένα πλάνο ή σχέδιο. Όταν το νεκρό σώμα κόβεται στη μέση από το βάρος, η ζωή του Ρικ σώζεται και πάλι χάρη στο πολυβόλο του Νίγκαν. Ο αντιρρησίας, βλέποντας πλέον μπροστά του την αδυναμία εναλλακτικής και, μη έχοντας άλλη επιλογή, επιστρέφει το τσεκούρι στον Νίγκαν και ολοκληρώνει τον πρώτο κύκλο της καθυπόταξης. Ο ηττημένος ηττάται και πάλι.
Και τότε αρχίζει το δεύτερο και πιο ουσιαστικό κομμάτι. Ο Νίγκαν οδηγεί πίσω στο μέρος που βρίσκονται οι δύο στρατοί, ο παραδομένος και ο νικητής. Χρησιμοποιώντας -οπώς και άλλες στιγμές- doublespeak τονίζει ότι «για να γίνουν φίλοι» πρέπει να αλλάξει και το οργισμένο ύφος του διπλά ηττημένου αντιρρησία. Για να το κάνει αυτό, ο εξουσιαστής διατάζει τους στρατιώτες του να σημαδέψουν στο κεφάλι όλα τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ. Όλα εκτός του Ρικ. Ταυτόχρονα, διατάζει τον γιο του Ρικ να έρθει στο κέντρο του κύκλου. Το δίλημμα ήταν απλό: ο Ρικ θα έπρεπε να κόψει το χέρι του γιου του, αλλιώς θα πέθαινε κάποιος ακόμα από την ομάδα. Ο κοινωνικός ρόλος του προστάτη μιας κοινότητας έρχεται σε αντίθεση με τον κοινωνικό ρόλο του προστάτη της οικογένειας. Ο Νίγκαν μετράει ως το τρία: «το να μην πάρεις απόφαση θα είναι μια πολύ μεγάλη απόφαση, Ρικ».
Ο αντιρρησίας, σε πνευματική και ψυχολογική κατάρρευση, μετά την προτροπή του ίδιου του γιου του, ετοιμάζεται να κόψει το χέρι. Κάνοντας όμως την κίνηση, ο εξουσιαστής τον σταματά, λυτρώνοντας τον ίδιο από τον ψυχικό και τον γιό του από τον σωματικό πόνο. Το σχέδιο ολοκληρώνεται. Το μίσος του Ρικ για τον εξουσιαστή του μετατρέπεται μέσα στην οριακή ψυχολογία του ηττημένου σε ευγνωμοσύνη. Kατά την Arendt, η εξουσία δεν βρίσκεται στη χειραγώγηση της επιθυμίας κάποιου υποκειμένου αλλά με τη διαμόρφωση μια κοινής θέλησης μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Ο Νίγκαν επιβλήθηκε με την διαιρετική υφή της δύναμης αλλά επικράτησε ολοκληρωτικά με τη συναινετική υφή της εξουσίας. Μετά από μια ακολουθία συνεχόμενων αποτυχίων, ο αντιρρησίας έζησε την ίδια του την ανελευθερία, κουτούλησε σε συσχετισμούς που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Στο τέλος, για να αποφύγει τα χειρότερα, παραδόθηκε.Η σχέση Ρικ-Νίγκαν έχει πλέον όλα τα στοιχεία μιας εξουσιαστικής σχέσης, στην πιο κτηνώδη υφή που μπορεί να πάρει αυτή μέσα σε ένα πλαίσιο τέλους του πολιτισμού.
Αυτή η ανάλυση της υφής της εξουσίας γίνεται μέσα σε ένα ποπ περιτύλιγμα και με μέσα που είναι μακριά από τους κανόνες της «ποιοτικής» τηλεόρασης. Με ζόμπι, νεκρούς και βία. Με πράγματα που αρχετυπικά αντιτίθενται σε αυτό που περιμένει κανείς ως ανάλυση σύνθετων ζητημάτων μέσα σε σπλατεριές, clickbait, ζόμπια και κακές υποκριτικές. Όμως σε αυτό το επεισόδιο που όλα πήγαν τόσο στραβά, οι συντελεστές πέτυχαν κάτι πολύ δύσκολο, να μιλήσουν για κάτι σύνθετο με πολύ απλά μέσα. Και ομολογώ ότι αυτό το συγκεκριμένο επεισόδιο μιας θεωρούμενης κακής τηλεόρασης με εντυπωσίασε περισσότερο από τον αντίστοιχο τρόπο στησίματος της δομής της εξουσίας στο αναγνωρισμένο ως «καλή τηλεόραση» Mr Robot, με την απλοϊκή εικόνα μιας ομάδας εξουσιαστών που απλά κάθονται σε ένα γραφείο και αποφασίζουν για τον κόσμο.
Τελικά, βέβαια δεν ξέρω ακόμα αν θα ενέτασσα το The Walking Dead στις ενοχικές απολαύσεις ή αν θα μίλαγα για καλή τηλεόραση. Μάλλον τείνω προς το πρώτο. Αυτό που πιστεύω, όμως, ακράδαντα και που επιβεβαίωσα για ακόμα μια φορά μετά την προβολή της πρεμιέρας της 7ης σεζόν της σειράς είναι ότι μπορούν να βρεθούν μικρά -αποκομμένα ίσως- διαμάντια ακόμα και μέσα στα πιο κακοζωγραφισμένα σκηνικά.
Social Links: