Το The Boys αποτελεί τηλεοπτική σειρά του 2019 δια χειρός Eric Kripke (δημιουργός της αγαπημένης cultίλας Supernatural) για λογαριασμό του Amazon Prime Video και βασίζεται στην ομώνυμη κόμικ σειρά των…

The Boys aren’t alt-right: προς μια relevant τηλεόραση του παρόντος

Το The Boys αποτελεί τηλεοπτική σειρά του 2019 δια χειρός Eric Kripke (δημιουργός της αγαπημένης cultίλας Supernatural) για λογαριασμό του Amazon Prime Video και βασίζεται στην ομώνυμη κόμικ σειρά των Garth Ennis και Darick Robertson. Καταπιάνεται με μια ομάδα εκδικητών (the Boys) που βάζουν στο στόχαστρο διεφθαρμένους υπερήρωες οι οποίοι υπάγονται στην πολυεθνική Vought International. Οι τελευταίοι αντιπροσωπεύουν στη δημόσια σφαίρα το πρότυπο του υπερήρωα, οι καλές πράξεις των οποίων προβάλλονται ενδελεχώς από τα συμβατικά media και τους καθιστούν υπερήρωες-celebrities.

Στην πραγματικότητα όμως, αποκαλύπτεται ότι πίσω από τους προβολείς οι συγκεκριμένοι υπερήρωες είναι μεγαλομανείς δολοφόνοι, θιασώτες του κέρδους και λάτρεις της βίας. Με αφορμή την καταπληκτική δεύτερη σεζόν του σόου, που αποτελεί μια σκληρή πολιτική δήλωση κόντρα στην ακροδεξιά και το white supremacy, ας δούμε δύο βασικά ζητήματα που η σειρά τοποθετεί στο τραπέζι του διαλόγου. Το πρώτο έχει να κάνει με τον καμουφλαρισμένο φασισμό και την εναλλακτική δεξιά (alternative right, alt-right) ενώ το δεύτερο ζήτημα αφορά στη σημασία του να είναι ένα πολιτισμικό προϊόν επίκαιρο, σύγχρονο και συμβατό με την εποχή του (η έννοια του να είναι κάτι relevant). Στην πορεία του κειμένου θα αποκαλύψω στοιχεία της πλοκής οπότε θα ήταν καλό όσα δεν έχετε παρακολουθήσει την δεύτερη σεζόν να αποφύγετε το κείμενο ή, αν το επιθυμείτε, να το διαβάσετε κάνοντας αναγνωστικούς ελιγμούς στα επίμαχα σημεία.

 

 

«Η μεγάλη ερώτηση σχετικά με το τι είναι αυτή η σειρά έγκειται στις θολές γραμμές ανάμεσα στον απολυταρχισμό και την διασημότητα και πως ο ύστερος καπιταλισμός πυροδοτεί όλα αυτά», αναφέρει ο Kripke σε συνέντευξη του στο Polygon. Αν ο Mark Fisher παρακολουθούσε το The Boys, κατά πάσα πιθανότητα θα χοροπήδαγε στον καναπέ του από ευχαρίστηση. Η δεύτερη σεζόν διερευνά την λευκή κυριαρχία, το λευκό προνόμιο, την πίστη στο ότι η λευκή φυλή είναι ανώτερη (white supremacy). Εισάγει τον χαρακτήρα της Stormfront, υπερηρωίδας που μοιάζει αστεία, απελευθερωμένη, cool και πλασάρεται ως φεμινίστρια. Όταν η σειρά σηκώνει το πέπλο του μυστηρίου σχετικά με την φιγούρα της (σχετικά νωρίς), αποκαλύπτεται (στους εκδικητές αρχικά και σε όλο τον κόσμο στη συνέχεια) ότι είναι Ναζί με ρίζες στο Τρίτο Ράιχ και πιστεύει πως οι μαύροι αποτελούν τον δυνάστη των λευκών (πόσο εύστοχο σχόλιο που φωτογραφίζει τους χρήστες των social media που ματώνουν τα πληκτρολόγια για να σχολιάσουν το περίφημο «ναι, αλλά για τις αδικίες εις βάρος των λευκών δεν λέτε τίποτα»!).

Η Stormfront λοιπόν βάζει μπρος το κρυφό σχέδιο του να σημειώσει πλήγμα στην εικόνα του Homelander ώστε εκείνος με τη σειρά του να βασιστεί πάνω της για να την διορθώσει. Αυτό επίσης έχει ενδιαφέρον. Οι συγκεκριμένοι υπερήρωες μπαίνουν σε διαδικασία συνεχούς αξιολόγησης από την εταιρεία. Πραγματοποιούνται μετρήσεις σχετικά με τις επιδόσεις τους, την δημοφιλία τους και την απήχηση στο κοινό. Όταν οι μετρήσεις του Homelander φανερώνουν πτώση, η Stormfront παρουσιάζεται ως η σωτήρας του. Γνωρίζει άριστα την δυναμική και τον χειρισμό των κοινωνικών δικτύων καθώς και την λειτουργία των memes. Έτσι, επιδίδεται σε ένα όργιο technofascism ώστε να ανέβουν οι μετρήσεις, πράγμα που επιτυγχάνεται. Αν το συγκεκριμένο sub-plot του The Boys ήταν μάθημα στο πανεπιστήμιο, πιθανότατα θα είχε τον τίτλο «Εισαγωγή στην alt-right 1». Εδώ η σειρά ξετυλίγει το κουβάρι των μηχανισμών που χρησιμοποιεί η alt-right και σχολιάζει με καυστική διάθεση τους δεσμούς της με το κέρδος. Όλα είναι μπίζνα. Ασταμάτητα βίντεο και memes με έμφαση στο πατριωτικό καθήκον των υπερηρώων και το μέλημα του Homelander να εξοντώσει τους εχθρούς του έθνους. Make America Great Again. Ο τραμπισμός που αναδύεται είναι προφανής και σε στιγμές ανατριχιαστικός.

 

 

Θα σταθώ λίγο παραπάνω στις τακτικές της Stormfront. Η Stormfront παρόλο που είναι Ναζί με όλη την ιστορική και ιδεολογική σημασία, χρησιμοποιεί τακτικές και λεξιλόγιο που προέρχονται από το κίνημα alt-right που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 2010 στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και αποτελεί συγκερασμό της ακροδεξιάς και του λευκού πατριωτισμού (white nationalism). Η alt-right γιγαντώθηκε την τελευταία τετραετία αφού προηγουμένως είχε μεταπηδήσει σχετικά γρήγορα από τον ψηφιακό χώρο του διαδικτύου στους δρόμους (και σε προεκλογικές συγκεντρώσεις του Ντόναλντ Τραμπ) με αποτέλεσμα να ευθύνεται (μεταξύ άλλων) για σημαντική αύξηση της ξενοφοβίας, της ισλαμοφοβίας, του αντισημιτισμού, του μισογυνισμού, της ομοφοβίας, του μίσους για τους πρόσφυγες και μετανάστες, του μίσους για οτιδήποτε μη λευκό όπως επίσης και για πληθώρα βιαιοτήτων και παρενοχλήσεων. Η επιδερμική περιγραφή μου για το φαινόμενο δεν αντανακλά την πολυπλοκότητα του.

Παρόλα αυτά, επιθυμώ να μείνω κοντά στο πλαίσιο του The Boys και για αυτό τον λόγο δεν θα επεκταθώ περαιτέρω αναφορικά με το alt-right. Κοντολογίς, ας κρατήσουμε στο νου μας ότι η alt-right χρησιμοποιεί προσχηματικά την ελευθερία του λόγου ώστε να ξυπνήσει και στη συνέχεια να διατηρήσει τα πιο συντηρητικά και ταυτόχρονα αντιδραστικά ένστικτα του (λευκού και κατ’ επέκταση ανώτερου) ανθρώπου. Αν μου επιτρέπεται να θέσω και ένα αξιολογικό πρόσημο στη συζήτηση, η alt-right είναι επικίνδυνη επειδή αξιώνει εκ νέου το μεθυστικό κρασί της εξέγερσης και την υπόσχεση του αναπροσανατολισμού της Δύσης, το οποίο μονοπωλούσε ιστορικά ο συνασπισμός της προόδου. Πρόκειται για μια συντονισμένη προσπάθεια αλλαγής της δημόσιας ατζέντας. Η ρητορική της Stormfront (το “snowflake” δίνει και παίρνει) σε συνάρτηση με τις κινήσεις της στον ψηφιακό χώρο και το εργοστάσιο μιμιδίων που χτίζει, τοποθετεί το The Boys στην καρδιά της σύγχρονης κριτικής απέναντι στην alt-right. Το σημείο κλειδί εδώ είναι ο εκκολαπτόμενος καμουφλαρισμένος φασισμός.

 

 

Το επεισόδιο “Butcher, Baker, Candlestick Maker” ξεκινά με τον νεαρό φαν της Stormfront, που δέχεται συνεχόμενη πλύση εγκεφάλου μέσω της alt-right ρητορικής, να δολοφονεί τον υπάλληλο του μαγαζιού που επισκέπτεται καθημερινά. Παρακινούμενος από την συνεχή ρητορική μίσους της Stormfront που καμουφλάρεται εξαιρετικά με το πρόσχημα της αγάπης για την πατρίδα και της εξόντωσης των εχθρών του λευκής φυλής, δολοφονεί τον υπάλληλο τον οποίο θεωρεί τρομοκράτη με υπερδυνάμεις. Ο υπάλληλος του μαγαζιού μετατράπηκε σε δυνητικό κίνδυνο και γι’ αυτό πρέπει να εξουδετερωθεί. Παρατηρούμε διάφορες διαδικασίες να συμβαίνουν ταυτόχρονα. Από τη μία λαμβάνει χώρα ένας μιμιδιακός βομβαρδισμός που δηλητηριάζει συνειδήσεις και από την άλλη γινόμαστε μάρτυρες της αργής διαδικασίας όπου το μίσος γιγαντώνεται με αποτέλεσμα να αλλοιώνει σημαντικά τον χαρακτήρα και τις αντιλήψεις του υποκειμένου. Αν εξαιρέσουμε τα memes, ο τοξικός και προσεκτικά καμουφλαρισμένος ρατσιστικός λόγος της Stormfront εισβάλλει αργά και σταθερά μέσα του από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τα social media. Πρόκειται για μια ιδιότυπη νεοφασιστική λούπα όπου κάθε μέρα είναι ίδια και εκείνο που αλλάζει είναι η ποσότητα μίσους που εισέρχεται στον οργανισμό σαν μια δεξαμενή που γεμίζει νερό με σταθερό ρυθμό αλλά κάποια στιγμή θα ξεχειλίσει.

Το σοκαριστικό στοιχείο πέρα από την αργή αλλά γεμάτη εντάσεις διαδικασία είναι το προφίλ του δράστη. Ο απλός, καθημερινός άνθρωπος, ο γείτονας που δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα, ο μαθητής, ο φοιτητής, το νέρντουλο που έχει ένα δωμάτιο γεμάτο με πόστερ υπερηρώων. Ο δράστης θα μπορούσε να είναι ο Λέοναρντ Χοφστάντερ του Big Bang Theory που έπεσε στο dark timeline του Community. Μόνο που αυτό το timeline είναι η πραγματικότητά μας. Το εργοστάσιο παραγωγής νεοφασιστικού δηλητηρίου αποκτά μια οικουμενική διάσταση και μια τεράστια γκάμα αποδεκτών που τρομάζει. Ο παραλληλισμός με την παροντική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα επίσης τρομάζει. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, celebrities όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο επιδίδονται καθημερινά σε ρεσιτάλ ξενοφοβίας, ρατσισμού και ενίσχυσης των ανισοτήτων. Μεγάλη μερίδα του κόσμου που εκτίθεται καθημερινά σε τέτοιου τύπου ρητορικές διψά για περισσότερο αίμα.

 

 

Ίσως τα παραπάνω να μοιάζουν στα μάτια κάποιων θεατών ως μπανάλ ή πασέ. «Μπράβο The Boys, καταδίκασες την ακροδεξιά και τις φασιστικές πρακτικές, σιγά τα λάχανα», θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Θεωρώ ότι σε αυτό το σημείο της συζήτησης οφείλουν να προστεθούν οι έννοιες της συνήθειας και του αυτονόητου. Τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά την κατάσταση στη χώρα μας ή μεγαλώνοντας το κάδρο την κατάσταση στον πλανήτη, θα διαπιστώσουμε ότι η μεγαλύτερη μάχη είναι εκείνη πάνω στα αυτονόητα. Η μάχη που έχει να κάνει με τις βεβαιότητες μας και με πράγματα που συνηθίζουμε. Συνηθίζουμε 100 νεκρούς κάθε μέρα εξαιτίας της πανδημίας, δεν μας προκαλούν έκπληξη οι συνεχείς δολοφονίες μαύρων στην Αμερική από αστυνομικούς, δεν πέφτουμε από τα σύννεφα όταν ακούμε για περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης (θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η σειρά στην πρώτη σεζόν). Γεγονότα και πρακτικές που πριν χρόνια θα φάνταζαν αδιανόητα, μετατρέπονται στο ιστορικό παρόν σε καθημερινότητα και εγγράφονται σε σώματα και συνειδήσεις. Οι ανείπωτες φρίκες κατέληξαν να εγκολπώνονται σε σλόγκαν τύπου «συμβαίνουν κι αυτά».

Το The Boys έρχεται ως διαρκής υπενθύμιση της χαλάρωσης που ενδέχεται να υπάρχει, και ταυτόχρονα καλεί σε μια συλλογική επαγρύπνηση, όμοια με εκείνη που επιδεικνύουν οι εκδικητές του (και για αυτούς μπορούν να ειπωθούν αρκετά αλλά θα ξεφύγουμε από τον στόχο του κειμένου). Αν η κατάκτηση των δημοκρατικών ελευθεριών αποτελεί το πρώτο βήμα, το επόμενο είναι η διαφύλαξη τους. Η σειρά όμως αρέσκεται στο να πηγαίνει το θέμα παραπέρα από τα προφανή. Δεν της αρκεί να λειτουργήσει με όρους παραλληλισμού και να μας δείξει σε τι είδους κόσμο ζούμε. Μας καλεί να συλλογιστούμε τους τρόπους με τους οποίους θα σταθούμε απέναντι από όλα αυτά. Πώς οφείλουμε να φιλτράρουμε τις πληροφορίες, πόσο σημαντική δύναμη μπορεί να έχει ένα φαινομενικά αθώο meme, τι είδους αντανακλαστικά είναι σημαντικό να αναπτύξουμε ώστε να ξεχωρίζουμε τον καμουφλαρισμένο φασισμό, πως να προφυλαχθούμε από τους Mikeius αυτού του κόσμου. Η σειρά ισορροπεί εξαιρετικά ανάμεσα στο να βλέπουμε πίσω από την κουρτίνα, ενώ παράλληλα αρνούμαστε να παρασυρθούμε από το ρεύμα της συνωμοσιολογίας.

Σε αυτό το σημείο υπάρχει ακόμα ένα βασικό ζήτημα που κατά τη γνώμη μου τοποθετεί το The Boys στο κάδρο των σημαντικών τηλεοπτικών σειρών του παρόντος. Το The Boys κατορθώνει να είναι αδιανόητα relevant, δίχως να κάνει το relevant αυτοσκοπό. Μια μεγάλη σύγχρονη αγωνία των ανθρώπων είναι με ποιους τρόπους θα παραμένουν relevant. Κοντά στα πράγματα, μια ανάσα από τον πυρήνα των εξελίξεων. Τι είδους μηχανισμούς θα χρησιμοποιούν ώστε να φαίνονται ότι ανήκουν στο τώρα, το οποίο είναι σε θέση να αναλύουν και να αποτελούν κομμάτι του. Με ποιους τρόπους θα σχολιάζουν γρήγορα και εύστοχα σημαντικά γεγονότα με απώτερο σκοπό την ηθική ικανοποίηση για την θέση τους στο ιστορικό παρόν παρά για την κατανόηση και ανάλυση του ίδιου του γεγονότος. Το The Boys είναι στην καρδιά τέτοιων σύγχρονων προβληματισμών δίχως να προσπαθεί καν για κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει καμία επιτήδευση, καμία ανάγκη αποδείξεων, καμία προσπάθεια εκ μέρους της σειράς να βροντοφωνάξει πόσο σύγχρονη ή σοβαρή είναι. Το αντίθετο. Το The Boys δεν παίρνει καθόλου τον εαυτό του στα σοβαρά, αυτοσαρκάζεται, είναι τίγκα στην τρολιά και την καγκουριά και με αυτό τον τρόπο απελευθερώνεται ώστε να εξερευνήσει όλα τα ανησυχητικά ζητήματα που το απασχολούν. Με λίγα λόγια, το The Boys είναι relevant όχι απλά επειδή ασχολείται με ζητήματα της επικαιρότητας και δημιουργεί συνάψεις με διάφορες πτυχές του πραγματικού αλλά επειδή το κάνει με έναν δικό του αυθεντικό τρόπο. Πόσο όμορφο πράγμα για μια σειρά να κατορθώνει να Make Tv Great Again δίχως να κουνάει το δάχτυλο ή να μας βομβαρδίζει με διδακτισμούς. Πόσο αναγκαίο πράγμα για κάθε Mikeius να υπάρχει ένα The Boys.