Πρόσφατα, εν μέσω κενού πολιτικού χρόνου (τουλάχιστον όσον αφορά τα αμιγώς εσωτερικά ζητήματα), έσκασε το νέο ότι ο πολύκροτος νόμος Παππά για τη ρύθμιση των τηλεοπτικών αδειών, κηρύχθηκε αντισυνταγματικός από…

Ο νόμος Παππά, η πολιτική πλευρά της Δικαιοσύνης και ο Βύρων Πολύδωρας

Πρόσφατα, εν μέσω κενού πολιτικού χρόνου (τουλάχιστον όσον αφορά τα αμιγώς εσωτερικά ζητήματα), έσκασε το νέο ότι ο πολύκροτος νόμος Παππά για τη ρύθμιση των τηλεοπτικών αδειών, κηρύχθηκε αντισυνταγματικός από το ΣτΕ. Καιρό τώρα ακούγονταν διάφορες φωνές που προέρχονταν όχι μόνο από την αντιπολίτευση και από τα φιλικά προσκείμενα προς αυτήν μέσα, αλλά και από άλλους χώρους, που έσπευδαν προασπιζόμενες τη δημοκρατία και την πολυφωνία, να καταδικάσουν το νόμο ως αυταρχικό και αντισυνταγματικό. Μάλιστα οι περισσότερες από αυτές τις φωνές δεν έκαναν τον ίδιο θόρυβο ή και δεν έκαναν καθόλου θόρυβο, όταν πριν λίγα χρόνια με απόφαση Σαμαρά έπεφτε μαύρο στην ΕΡΤ μέσα σε μια νύχτα και όχι μέσα από μια πολύμηνη, δαιδαλώδη και αναποτελεσματική διαδικασία, όπως αυτή των αδειών. Παρόλα αυτά μιλούσαν και μιλούν ακόμα για Σοβ(γ)ιετίες και για υπουργούς-καναλάρχες που μετατρέπουν το Σύνταγμά μας σε κουρελόπανο.

Τσιμπώντας από το διπλανό ράφι το οριακά αξιοπρεπέστερο από κουρελόπανο (λόγω της συχνής χρήσης του) βιβλιαράκι μου με το Σύνταγμα, την ώρα που γράφεται τούτο το άρθρο, ξαναβεβαιώνομαι για τα όσα αναφέρει το επίμαχο άρθρο 15 §2 Σ. Για να μη μπλέκουμε με άχαρες και τυπικές παραθέσεις άρθρων-νόμων, θα αρκεστώ απλά να επισημάνω ότι όπως οι περισσότεροι νόμοι, έτσι και ο συγκεκριμένος επιδέχεται εναλλακτικών ερμηνειών, εντός ενός καθορισμένου πλαισίου φυσικά. Επομένως στην πραγματικότητα, εξετάζοντας κανείς την περίπτωση του νόμου Παππά και την ανάληψη όλων των αρμοδιοτήτων ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου από τον ίδιο, θα διαπιστώσει πως δεν πρόκειται για καμιά κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, αλλά για μια πολύ στενή, πολιτική στη βάση της ερμηνεία του, με σαφή συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά. Αυτή η ερμηνεία βέβαια δε συντελέστηκε εξαρχής, καθώς υπήρξε και μια καταρχήν διάθεση συνεργασίας, με τη ΝΔ να αρνείται για ξεκάθαρα προσχηματικούς λόγους. Από την άλλη, το γεγονός αυτό δε θα έπρεπε να ωθήσει την κυβέρνηση στη διαμόρφωση ενός συνταγματικά προβληματικού και γενικότερα ελλιπούς από κάθε άποψη νόμου, που σε συνδυασμό με τη μετέπειτα προχειρότητα του σχεδιασμού εφαρμογής του, οδήγησε στην αναίρεσή του.

nikos-pappas-650-1

Επιστρέφοντας στο σήμερα και στο σημείο από όπου ξεκινήσαμε, η απόφαση του ΣτΕ δεν αποτελεί ένα νέο που μας ξενίζει. Ενδεικτικά η κυβέρνηση φαινόταν να το περιμένει, τηρώντας ήδη μια αμυντική στάση το τελευταίο διάστημα, κατά το οποίο θυμήθηκε πως θα πρέπει να εξαντληθεί κάθε προσπάθεια συναίνεσης για τη συγκρότηση του ΕΣΡ. Αναφορικά τώρα με την τελική κρίση των δικαστών του ΣτΕ και την πληροφορία πως από αυτούς 14 τάχθηκαν υπέρ της αντισυνταγματικότητας και 11 κατά, κάτι τέτοιο δε δείχνει μόνο τον οριακά παράνομο/νόμιμο χαρακτήρα του εν λόγω νόμου, αλλά πρώτα απ’ όλα και σ’ αυτό που προσωπικά θα ήθελα να εστιάσω, αποδεικνύει τη διείσδυση του πολιτικού στοιχείου ακόμα και σε δικαστηριακές πρακτικές και αποφάσεις.

Όσο κι αν οι περισσότεροι από εμάς συμφωνούμε στη διάκριση των 3 εξουσιών και στην αμερόληπτη και αντικειμενική εφαρμογή και ερμηνεία των νόμων από τους δικαστές μας, όταν πολλές φορές το γράμμα του νόμου θολώνει και επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών και προσεγγίσεων, τότε δε μπορεί παρά να εισέρχονται προς χρήση και κάποια διαφορετικά, μη νομικά κριτήρια, τα οποία μοιραία μπορούν να έχουν ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα. Βάσει αυτής ακριβώς της παραδοχής, είναι θεμιτή και η κριτική που μπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε, ακόμα και από ένα θεσμικό παράγοντα σε μια δικαστηριακή απόφαση, στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας Δημοκρατίας, όπως αυτή έγινε εν προκειμένω από την κυβέρνηση, δια στόματος της κυβερνητικής εκπροσώπου.

Αντίστοιχα για τον ίδιο λόγο, το επιχείρημα πως τέτοιου είδους κριτικές συνιστούν παρεμπόδιση και παρέμβαση στον χώρο της Δικαιοσύνης, όπως διατυπώθηκε και διατυπώνεται το τελευταίο διάστημα από τη Ν.Δ. και από άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, σε αυτές τις περιπτώσεις δε στέκει. Έτσι για παράδειγμα το να λες σαν κυβέρνηση ότι το ΣτΕ ήξερε να αναγνωρίσει ως συνταγματικά τα Μνημόνια, το κλείσιμο της ΕΡΤ και το PSI, αλλά τώρα κόπτεται για την προστασία του ΕΣΡ, είναι ένα επιχείρημα με το οποίο ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς στην ουσία του, θα συμφωνήσει στο ότι υπογραμμίζει αυτή την παρουσία του έντονου πολιτικού χαρακτήρα σε αυτού του είδους τις δικαστικές αποφάσεις. Αντιθέτως, το να χρησιμοποιείς στην κριτική που ασκείς παιδιά που δε θα πάνε σε παιδικούς σταθμούς και νοσηλευτές που δε θα προσληφθούν επειδή δε θα εξοικονομηθούν τα χρήματα από τις άδειες των καναλιών, δεν είναι σοβαρό πολιτικό επιχείρημα και προσιδιάζει σε έναν χοντροκομμένο λαϊκισμό. Τα μέσα με τους επιδιωκόμενους σκοπούς είναι εμφανώς ασύνδετα μεταξύ τους και απλώς γίνεται προσπάθεια φτηνής έγερσης συναισθημάτων με έναν εντελώς κακότεχνο τρόπο. Ακόμη χειρότερη δε, είναι η ανάρτηση Πολάκη στο facebook που μιλάει για δικαστικά πραξικοπήματα κι άλλα τέτοια ωραία, με ένα λόγο επιθετικό, που έχει έντονο το στοιχείο του μίσους και του φανατισμού, χωρίς μάλιστα να υπάρχει και κανένας ιδιαίτερα προφανής λόγος.

Και ερχόμαστε τώρα στην τελευταία επική κίνηση της κυβέρνησης, σε σχέση πάντα με το θέμα μας, την στρατηγικού τύπου επιλογή του Βύρωνα Πολύδωρα ως προτεινόμενου για τη θέση του προέδρου του ΕΣΡ. Επιλογή που αρχικά όσον αφορά το ίδιο το πρόσωπο, είναι τουλάχιστον απαράδεκτη. Απαράδεκτη όχι γιατί μιλάμε για έναν ακόμη γραφικό τύπο που απλά η κυβέρνηση προσπαθεί να χρησιμοποιήσει σαν μαριονέτα ή σαν δόλωμα απέναντι στην αντιπολίτευση. Δε λέω, καλές οι «γράνες» και οι «στρατηγοί άνεμοι» για να γελάμε, αλλά ταυτόχρονα και μεταξύ άλλων, μιλάμε για έναν τύπο που απροϋπόθετα και ανοιχτά έχει προσκαλέσει χρυσαυγίτες ψηφοφόρους, όταν ακόμα βρισκόταν στη Ν.Δ. και μέχρι σήμερα δεν έχει μετακινηθεί απ’ αυτή του τη στάση (βλέπε, λ.χ, εδώ).

Όταν μια αριστερή κυβέρνηση προτείνει έναν τέτοιο άνθρωπο για μια θεσμική θέση, τότε κάτι πάει πολύ πολύ στραβά. Ακόμα όμως και αν δούμε αυτήν την επιλογή τελείως ψυχρά και εργαλειακά, ως μια κίνηση τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ για να παγιδεύσει τη Ν.Δ. και να πετύχει τους στόχους του, τότε η αποτυχία και η απογοήτευση είναι ακόμα μεγαλύτερη. Από τη μια, αν πάρουμε το σενάριο που λέει ότι η Ν.Δ. αποδέχεται την πρόταση αυτή, τότε θα είχαμε μια κάκιστη επιλογή προσώπου, για την οποία θα ευθυνόταν αποκλειστικά ο ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη (και όπως φαίνεται ότι θα γίνει τελικά), στο σενάριο που λέει ότι η Ν.Δ. απορρίπτει την πρόταση λόγω ακαταλληλότητας του προσώπου (και δίκαια), ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας ήδη χάσει πολύτιμο χρόνο, καλείται είτε να υπερασπιστεί τη συγκεκριμένη άθλια επιλογή του και να κατηγορήσει δήθεν τη Ν.Δ. ότι δε συνεργάζεται, είτε να αποσύρει την επιλογή αυτή και ουσιαστικά εμμέσως να παραδεχτεί την αστοχία και κωλυσιεργία του. Πρόκειται για μια κατεξοχήν θλιβερή lose-lose-lose κατάσταση του κυβερνώντος κόμματος που αυτοπαγιδεύεται.

Κάπου εδώ αφού δεν το έκανα μέχρι τώρα και για να μην πρωτοτυπήσω αρνητικά, θα πρέπει να αναφερθώ στο βασικό διακύβευμα της όλης συζήτησής μας, όσο τετριμμένο κι αν μου ακούγεται. Είναι σαφές λοιπόν ότι πρέπει να μπει τάξη σε ένα τηλεοπτικό τοπίο που λειτουργεί μέχρι σήμερα και μετά από αυτήν την απόφαση του ΣτΕ παράνομα. Είναι εξίσου σαφές ότι αυτή η κατάσταση είναι απότοκο της διαπλοκής και διαφθοράς που δημιούργησαν και συντήρησαν από κοινού ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ιδιωτικά κανάλια και τράπεζες τα τελευταία χρόνια. Αυτό που δεν είναι καθόλου σαφές, είναι το κατά πόσο μπορεί αυτή η κυβέρνηση να ξεφύγει από την επίπλαστη ασφάλεια αυτού του το μη χείρον βέλτιστον αφηγήματος στο οποίο έχει επαναπαυθεί, με μόνη δικαιολογία της το ότι δεν αποτελεί τμήμα αυτού του μέχρι πρότινος κατεστημένου. Εξάλλου, αν και κομμάτι του στη συλλογική συνείδηση, ο καραδοκών στη γωνία Μητσοτάκης μπορεί να νομιμοποιείται μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, να καρπώνεται τα πολιτικά οφέλη, όσο συνεχίζεται αυτή η κυβερνητική στασιμότητα και αμηχανία, με τις ίδιες, γνώριμες πια, αψυχολόγητες ενέργειες.