Bojack Horseman: It happened again. Why do I keep thinking things will make me happy? What is wrong with me?
Ana: Bojack, don’t do this. Don’t fetishize your own sadness
Μια συζήτηση που επανέρχεται διαρκώς στις αναλύσεις περί Τέχνης είναι κατά πόσο είναι σωστό να εκτιμάμε ένα καλλιτεχνικό έργο ως αντανάκλαση της εποχής του∙ κατά πόσο καταστρέφουμε την αισθητική απόλαυση όταν ανάγουμε όλα τα συστατικά ενός καλλιτεχνικού έργου στην εποχή που το γέννησε∙ κατά πόσο είμαστε αφελείς όταν προσπερνάμε όλες τις σχετικές ενδείξεις και στεκόμαστε μόνο σε αυτήν την αισθητική απόλαυση∙ κατά πόσο ένα ανθρωπόμορφο άλογο που κάνει καριέρα ηθοποιού μπορεί να μας πει περισσότερα για τον εαυτό μας από όλους τους τυπικά ανθρώπινους χαρακτήρες.
Το Bojack Horseman έχει ήδη τρεις σεζόν και φαίνεται πως κέρδισε επιτέλους το ενδιαφέρον που του αξίζει. Πρόκειται για τον πιο πρόσφατο σημαντικό σταθμό στην τέχνη των animated σειρών (γιατί ο όρος «κινούμενα σχέδια» δεν εμπνέει κανέναν ενήλικο σεβασμό), αλλά πρόκειται ταυτόχρονα και για μια τρομερά σημαντική προσθήκη στην τηλεοπτική μυθοπλασία γενικότερα. Είναι πραγματικά κρίμα που συχνά ταξινομείται ως κωμωδία, ακριβώς επειδή είναι animated, αλλά ακόμα πιο κρίμα είναι που η έμφαση δίνεται στο κομμάτι της σάτιρας στο σύστημα του Hollywood –λες και αυτό που μας λείπει το 2016 είναι μια αιχμηρή κριτική στο λάιφσταϊλ.
Όχι, φίλες και φίλοι, το Bojack Horseman δεν είναι άλλη μια «αιχμηρή κριτική» στο σύστημα∙ είναι μια λεπίδα ποτισμένη με δηλητήριο, που οδηγείται στα ίδια μας τα σωθικά. Όχι, φίλες και φίλοι, ο Bojack δεν είναι απλώς ένας ακόμη σκληρός και ανήθικος αντιήρωας στα πρότυπα των μεγάλων σειρών της προηγούμενης δεκαετίας. Όπως έχει επισημανθεί εύστοχα, ο Bojack απέχει πολύ από την αντιηρωική κοψιά του Tony Soprano ή του Don Draper. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας μετα-αντιήρωας.
Μπορεί και οι μεγάλοι αντιήρωες της τηλεόρασης να υπέφεραν, μπορεί και εκείνοι να περνούσαν από εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά στο τέλος έβγαιναν θριαμβευτές, λάμποντας μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο που γοήτευε τους θεατές. Αντίθετα, ο Bojack είναι ηττημένος. Παρ’ όλα τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, την καριέρα, το ανθρωπόμορφο άλογο (μια φράση που στα ελληνικά έχει ένα πολύ βαθύτερο νόημα από ό,τι στα αγγλικά, αν σκεφτούμε την ετυμολογία της λέξης «άλογο») ζει συνεχώς μέσα σε μια μαύρη τρύπα που δημιούργησε το ίδιο. Οι δαίμονες του Bojack δεν ηττώνται, γιατί οι σεναριογράφοι μάς υπενθυμίζουν συνεχώς ότι αυτούς τους δαίμονες τους δημιούργησε ο ίδιος. Για την ακρίβεια, οι δαίμονές του είναι ο ίδιος ο εαυτός του.
Το χιούμορ της σειράς υπάρχει στην αναλογία και στο ύφος που αρμόζει: είναι πικρό και διακριτικό, δεν σκεπάζει σχεδόν ποτέ το κεντρικό ζήτημα της μόνιμης πληγής στα σωθικά του πρωταγωνιστή. Ακόμα κι όταν είναι ευθέως σατιρικό για το star system, δεν γίνεται ποτέ μια απλή καρικατούρα ή μια επιφανειακή καταγγελία. Το ανθρωπόμορφο άλογο είναι πάντα στο κέντρο, φέρνοντας μαζί και το ερώτημα «γιατί είμαι τόσο δυστυχισμένος;». Πρόκειται για έναν ιδιοφυή συνδυασμό: η δυστυχία ενός όντος που τα έχει όλα αλλά παραμένει κενό εσωτερικά είναι πολύ περισσότερα από μια κριτική στην υποκρισία του Hollywood. Είναι μια πλοκή που λειτουργεί ταυτόχρονα ως ταύτιση και ως αποξένωση. Με αριστοτεχνικό τρόπο, οι σεναριογράφοι βάζουν τον θεατή σε μια διαρκή διαδικασία έλξης-άπωσης: «αφού αυτός τα έχει όλα γιατί να τον λυπηθώ; Αλλά αφού με αγγίζει γιατί τα έχει όλα; Γιατί δεν είναι σαν εμένα;».
Η σελίδα Nihilist Memes στο ΦΒ έχει σχεδόν 1,5 εκατομμύριο λάικς. Εκτός από αυτήν, υπάρχουν πολλές άλλες με παρόμοιο όνομα ή θεματολογία, υπάρχουν σελίδες που ποστάρουν συχνά μηδενιστικά memes ανεξαρτήτως του θεματός τους, υπάρχουν δεκάδες επί δεκάδων άτομα στο ΦΒ που προωθούν αυτή τη λογική με στάτους, σχόλια, φωτογραφίες, σέαρ κ.ο.κ. Το 2016 με τις πολλαπλές αρνητικές του εξελίξεις, από θανάτους αγαπημένων καλλιτεχνών μέχρι αρνητικά πολιτικά γεγονότα, ήταν ένα πλαίσιο για να μεγεθυνθεί αυτός ο ποπ νιχιλισμός και να αποκτήσει σταθερά χαρακτηριστικά συνδεδεμένα με την επικαιρότητα. Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς μπορεί το Bojack Horseman να συσχετιστεί σε αυτό το φαινόμενο.
Μερικές σχετικά προφανείς αλλά απαραίτητες διευκρινίσεις: ο ποπ νιχιλισμός δεν γεννήθηκε φέτος ή πριν από τρία χρόνια. Αρκεί να θυμηθούμε το θρυλικό Fight Club του 1999, μια κατεξοχήν νιχιλιστική ταινία (με την όποια κριτική για επιφανειακό σκεπτικό μπορεί να της κάνει κανείς). Επίσης, καλλιτεχνικά έργα όπως το Bojack Horseman δεν δημιουργούνται επειδή κάποιος στο Netflix είπε «α, ο κόσμος κάνει λάικ στο nihilist memes, ας φτιάξουμε μια μηδενιστική σειρά». Η σχετική αυτονομία της Τέχνης είναι, όπως λέει και ο όρος, και σχετική και αυτονομία. Ούτε μπορεί κανείς να εντοπίσει ένα και μοναδικό zeitgeist, το πνεύμα μιας εποχής. Μπορεί όμως να διακρίνει τάσεις: η αίσθηση ότι ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο (αίσθηση που σχεδόν κάθε εποχή έχει για τον εαυτό της βέβαια), η βαθιά κρίση, οι τρομαχτικοί παγκόσμιοι μετασχηματισμοί σε κάθε επίπεδο, όλα γεννούν μια εντύπωση fin de siècle που δεν είναι χαρακτηριστικό κάθε εποχής της ανθρώπινης ιστορίας και που πρόσφατα συμπυκνώθηκε (ίσως υπερβολικά) στην εκλογική νίκη του Trump.
Παράλληλα (με κάποια γενική σύνδεση, αλλά χωρίς μια απόλυτη αιτιώδη σχέση) φαίνεται πως οι άνθρωποι εκφράζουν όσα τους τρώνε μέσα τους πολύ πιο εύκολα και άμεσα σε σχέση με παλιότερα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα σόσιαλ μύδια –αλλά και σε ρεύματα, όπως αυτό υπέρ της πολιτικής ορθότητας και εναντίον του στιγματισμού–, όπου είναι πολύ ευκολότερο να εκφράσεις πώς νιώθεις μέσα από σύντομες διατυπώσεις ή απλά κοινοποιώντας ένα νιχιλιστικό meme. Αυτό είναι αναμφίβολα θετικό: είναι πολύ πιο εύκολο (τουλάχιστον σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα όπως ένα προφίλ στο ΦΒ όπου δεν κυκλοφορούν αναγνώστες του Πρώτου Θέματος) να βγάλεις τα σώψυχά σου χωρίς να στιγματιστείς. Ταυτόχρονα με φαινόμενα όπως οι περίφημοι «επαναστάτες του πληκτρολογίου» ή όπως άνθρωποι που βρίζουν όποιον βρεθεί από ασφαλή απόσταση, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος: όσα μας βασανίζουν και μας καίνε μπορούν να κοινοποιηθούν πολύ πιο εύκολα, ανώδυνα και με ασφαλή φίλτρα. Όπως συνοψίζει και ένα κατά τ’ άλλα αφελές αλλά πολύ τίμιο στις προθέσεις του άρθρο:
”The good old days” references a time when everyone wore a smile and never talked about things like feeling alone, or ugly, or dead inside, or horny for oral. These very natural emotions were stuffed down and locked up, because expressing them would suggest that you were the kind of egghead or basket case who would’ve lost us the war.
Εδώ έρχεται να κολλήσει και ο Bojack. Μπορεί να έχουν υπάρξει και παλιότερες σειρές που ασχολούνται με τις τρύπες που σκάβουν διάφορα πράγματα μέσα μας –όπως το αριστουργηματικό και βαθιά συγκινητικό Six Feet Under–, αλλά πλέον υπάρχει μια πλατφόρμα ποπ νιχιλισμού που επιτρέπει σε καλλιτεχνικά έργα, όπως αυτό, να αγγίξουν πολύ περισσότερο κόσμο με τρόπους που πριν από κάποια χρόνια ήταν αδιανόητοι.
Ωστόσο, εδώ υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Κατά πόσο αυτό το κύμα των πιο μύχιων ανισορροπιών μας μπορεί να δημιουργήσει έναν κορεσμό; Κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει ένα τσουνάμι όπου συχνά συγχέονται ανθρωπιστικές καταστροφές, πόλεμοι, μεγάλα προσωπικά δράματα, θάνατοι, απώλειες, πένθος, ερωτικές απογοητεύσεις, υπερδιογκωμένος ψυχικός πόνος, επαγγελματικές αποτυχίες και κακή διάθεση επειδή είναι Δευτέρα; Κατά πόσο αυτός ο ποπ νιχιλισμός δεν φτάνει συχνά να λειτουργεί ως λάιφσταϊλ; Κατά πόσο μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια βαθιά θλίψη από μια μέρα όπου ξυπνήσαμε στραβά και μας φταίνε όλοι και όλα; Κατά πόσο, τελικά, δεν φετιχοποιείται η θλίψη –όπως αναφέρουν και οι ίδιοι οι σεναριογράφοι στο απόσπασμα που επέλεξα για μότο του άρθρου– και δεν γίνεται ένα με οτιδήποτε άλλο στο timeline μας;
Δεν προσπαθώ να κουνήσω το δάχτυλο σε κανέναν. Το 95% της μουσικής που ακούω, λ.χ., ασχολείται με δυσάρεστα συναισθήματα –καμιά φορά, όσο πιο δυσάρεστα τόσο καλύτερα. Η θλίψη εξ αποστάσεως, ακόμα και η επίπλαστη θλίψη, είναι συχνά λυτρωτική. Μας καθαίρει και μας προστατεύει. Είναι προνόμιο να μπορεί κανείς να μοιράζεται με άλλους όσα τον βασανίζουν, με τους δικούς του όρους. Αλλά εξίσου χρήσιμη είναι και η διαβάθμιση των πραγμάτων, γιατί όταν όλα είναι θλιβερά, τίποτα δεν είναι θλιβερό.
Το Bojack Horseman είναι ένα αριστούργημα, γιατί δεν μένει στην κριτική ή στην απροϋπόθετη συναισθηματική έκρηξη. Ενσωματώνει, νομίζω, όλους αυτούς τους προβληματισμούς, έστω ασυνείδητα. Το «παράλογο της ύπαρξης» δεν είναι για τη σειρά ένα απλό τσιτάτο, ούτε ένας εύκολος τρόπος να δείξει ότι είναι ένα «σοβαρό» έργο τέχνης. Όλες οι αντιθέσεις της σύγχρονης συναισθηματικής διαχείρισης και εξωτερίκευσης βρίσκονται μέσα της, κυρίως ως ερωτηματικά. Ο Bojack μας μοιάζει περισσότερο απ’ όσο πιστεύουμε. Αντιμετωπίζει κι αυτός υπαρξιακές κρίσεις, βασανίζεται από ερωτήματα που τίθενται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην υπάρχει απάντηση –και πάντα επιστρέφει στον εαυτό του.
Η θλίψη μας είναι πάντα προσωπική, ό,τι κι αν αφορά. Το πένθος δεν μεταβιβάζεται, όσα μας τρώνε δεν πρόκειται να εξαφανιστούν ούτε να γίνουν πραγματικά κτήμα κάποιου άλλου, παρά μόνο με τους δικούς του όρους. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό να μπορούμε να τα μοιραζόμαστε με διαφορετικούς τρόπους, από το σέαρ μιας εικόνας μέχρι τις πιο προσωπικές εκμυστηρεύσεις. Όταν μοιράζεσαι κάτι, ακόμα και η σιωπή δεν είναι πραγματικά σιωπή, όπως μας λέει και το καλύτερο επεισόδιο της σειράς (και καλύτερο τηλεοπτικό επεισόδιο της σεζόν σύμφωνα με το Time). Άλλωστε, στο ίδιο επεισόδιο ο Bojack γράφει και μια φράση που άγγιξε πολύ κόσμο, έστω κι αν ο ήρωάς μας επέστρεψε τελικά στο δικό του, προσωπικό σκοτάδι: «In this terrifying world, all we have are the connections that we make».
Social Links: