Το 2017 αναμένεται να κυκλοφορήσει η ταινία Loving Vincent, που θα αφορά τη ζωή του γνωστού ζωγράφου. Πόσες φορές έχουμε δει τη ζωή διάφορων καλλιτεχνών να γίνεται ταινία; Θα μπορούσε…

Loving Vincent: η πολυτάραχη ζωή του Βαν Γκογκ γίνεται ταινία animation

Το 2017 αναμένεται να κυκλοφορήσει η ταινία Loving Vincent, που θα αφορά τη ζωή του γνωστού ζωγράφου. Πόσες φορές έχουμε δει τη ζωή διάφορων καλλιτεχνών να γίνεται ταινία; Θα μπορούσε κάλλιστα κανείς να πει πως το όλο concept έχει «ξαναφορεθεί» και πλέον δεν μας εντυπωσιάζει.

Οι δύο σκηνοθέτες της επερχόμενης  ταινίας, Dorota Kobiela και Hugh Welchman, σκοπεύουν αυτή τη φορά να μην ακολουθήσουν την πεπατημένη, αδιαφορώντας για τους καθιερωμένους φιλμικούς κανόνες. Έτσι, η ταινία θα είναι γυρισμένη με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, καθώς πρόκειται για animation βασισμένο σε πλάνα-πίνακες που θα δημιουργούν έναν περιβάλλον προσομοίωσης.

Για την ταινία αυτή εργάστηκαν πάνω από εκατό επαγγελματίες ζωγράφοι-animators και συνολικά εντοπίζουμε πάνω από 65.000 κάδρα. Τα κάδρα αυτά έχουν δημιουργηθεί έτσι ώστε να μοιάζουν αρκετά με τους αυθεντικούς πίνακες. Στην ταινία πρωταγωνιστούν ηθοποιοί οι οποίοι, με τη σειρά τους, εντάσσονται κι αυτοί με έναν ξεχωριστό τρόπο στα πλαίσια της προσομοίωσης. Αξίζει να αναφερθεί  πως κατά τη διάρκεια της ταινίας είναι εφαρμοσμένη  σε διάφορα πλάνα η περίφημη «τεχνική» του Βαν Γκογκ , η λεγόμενη στιγματογραφία. Το σύνολο των πλάνων είναι 898!

Επομένως γίνεται εμφανής η μεγάλη  δυσκολία που θα υπήρχε κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την ομάδα παραγωγής, ένα από τα προβλήματα ήταν όταν έπρεπε να «επέμβουν» στο έργο του ζωγράφου και να το τροποποιήσουν για λόγους ευκολίας.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, για παράδειγμα, κάποιοι πίνακες του Βαν Γκογκ είναι ζωγραφισμένοι σε κάδρα άλλου σχήματος από το σχήμα των κάδρων της ταινίας.

Η αρχική ιδέα της σκηνοθέτιδας προέκυψε από το προσωπικό της ενδιαφέρον για τον ζωγράφο και τη ζωή του. Οι προσδοκίες μας για την ποιότητα του περιεχομένου της ταινίας βασίζονται στο γεγονός ότι  η ίδια, σε μία περίοδο κρίσης στη ζωή της, μελέτησε σημειώσεις και γράμματα του ζωγράφου. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως για να δημιουργήσεις μία ταινία για τη ζωή ενός καλλιτέχνη, είναι προαπαιτούμενο να έχεις διεισδύσει στα μύχια της ψυχής του.

Τέτοιες πληροφορίες για τη ζωή του καλλιτέχνη, αντλούμε κατεξοχήν από τα γράμματά του προς τον αδερφό του Θεόδωρο, ή αλλιώς Theo, όπως τον φώναζε ο ίδιος. Οι αλληλογραφίες του με τον αδερφό του έχουν πλέον δημοσιευτεί και μας βοηθάνε καλύτερα να καταλάβουμε το έργο ενός τόσου ιδιαίτερου καλλιτέχνη.

Όπως θα γίνει αντιληπτό και από την ταινία, η πινελιά του Βαν Γκογκ  χαρακτηρίζεται από μία «ζωντάνια» που γίνεται εμφανής μέσω της χαρακτηριστικής μεθόδου του, που κυριολεκτικά μας στροβιλίζει.  Η αίσθηση αυτή όμως της «ζωντάνιας» δεν ταυτίζεται και με την ψυχοσύνθεση του ζωγράφου.

Ο Βαν Γκογκ θα μπορούσαμε να πούμε πως ανήκει μαζί με άλλους πολλούς στη φάρα των «καταραμένων» καλλιτεχνών. Από τα γράμματά του καταλαβαίνουμε πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο πληγωμένο από τη ζωή, που σταδιακά οδηγήθηκε στην ψυχική ασθένεια. Μέχρι και το τέλος της ζωής του έζησε υπερβολικά λιτά, σε σημείο που δανειζόταν χρήματα από τον αδερφό του και εξασφάλιζε τα προς το ζην μετά βίας. Ο ίδιος γράφει : «Ελπίζω να ‘χω πάντα στο νου μου , αυτό το «το ζήτημα είναι να μπορεί να βαδίζει κανείς με ξυλοπάπουτσα»· θέλω να πω με αυτό πως πρέπει κανείς να είναι ευχαριστημένος όταν έχει να πιει, να φάει και να κοιμηθεί και να ντυθεί, να ‘ναι με δύο λόγια ευχαριστημένος με ό,τι έχουν οι χωρικοί».

Οι διανοούμενοι της εποχής του τον αποδοκίμαζαν για τον τρόπο ζωής του και την έλλειψη τεχνικής στα έργα του. Είχε κατηγορηθεί ότι ζωγραφίζει πολύ πρόχειρα και βιαστικά. Ο ίδιος προσπαθούσε να αγνοήσει όλα αυτά και να αφιερωθεί στον μοναδικό του σκοπό, να δημιουργεί δηλαδή τέχνη. Χαρακτηριστικά γράφει : «Δεν πρέπει να με απασχολεί η γνώμη του κόσμου για μένα. Πρέπει να τραβάω μπροστά: αυτό μονάχα πρέπει να σκέφτομαι».

Το έργο του Βαν Γκογκ κρατάει μέχρι και σήμερα αναμμένη τη φλόγα του και μας μεταδίδει τα μηνύματα ενός ανθρώπου που με τη λιτότητα και τις καινοτομίες του κατάφερε να πάει ένα βήμα παραπέρα από την εποχή του. Κατάφερε μέσα σε όλο αυτό το κλίμα αρνητισμού, με δέκτη τον ίδιο, να ακούσει την εσωτερική του φωνή και να δημιουργήσει ένα έργο διαχρονικό . Στα γράμματά του διαβάζουμε : «Πρέπει κανείς να δουλεύει και να ‘ναι τολμηρός, αν θέλει να ζήσει πραγματικά».

Το Loving Vincent, όπως και κάθε ανάλογη αναφορά στον καλλιτέχνη, αποτελούν φόρο τιμής και επαληθεύουν την έντονη παρουσία της ειρωνείας στη ζωή του. Ήταν ένας καλλιτέχνης που πέθανε και δεν πρόλαβε να γνωρίσει κάποια αναγνώριση. Είχε πάντα τον καημό ότι τα έργα του δεν πουλιόντουσαν και ότι οι περισσότεροι τον χλεύαζαν. Χαρακτηριστικά αναφέρει : «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά με το ότι δεν πωλούνται οι πίνακες μου. Κι όμως, θα έρθει μία μέρα που ο κόσμος θα δει πως αξίζουν περισσότερο απ’ όσο κοστίζουν τα χρώματα κι η τόσο ισχνή μου ζωή, που ξοδεύω γι’ αυτούς».

Σήμερα υπάρχει στο Άμστερνταμ μουσείο που φέρει το όνομα του και είναι αφιερωμένο στον ίδιο. Το Loving Vincent, όπως και κάθε ανάλογη προσπάθεια μνείας στον Βαν Γκογκ, μας κάνουν να θέλουμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και να τον εξιλεώσουμε δείχνοντάς του σε πόσους ανθρώπους κατάφερε πραγματικά να μιλήσει το έργο του.

Κλείνοντας, θα παραθέσω τα δικά του λόγια:

«Ο Γκωγκέν, ο Μπερνάρ ή εγώ , ίσως να μη νικήσουμε, μα δεν θα νικηθούμε. Μπορεί να μην υπάρχουμε εδώ για τον έναν ή για τον άλλο, υπάρχουμε όμως εδώ για να παρηγοράμε ή για να προετοιμάζουμε μια πιο παρήγορη ζωγραφική».

Πηγές