Ήταν κάπου αρχές του 2013. Οι συμμαθήτριές μου κάθονταν σε κύκλο και διάβαζαν αποσπάσματα από το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς 50 Shades Of Grey. Σίγουρα δεν ανήκαν στην κατηγορία της…

Το «50 Shades of Grey» κι οι νέοι κανόνες του guilty pleasure

Ήταν κάπου αρχές του 2013. Οι συμμαθήτριές μου κάθονταν σε κύκλο και διάβαζαν αποσπάσματα από το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς 50 Shades Of Grey. Σίγουρα δεν ανήκαν στην κατηγορία της «αμόρφωτης νοικοκυράς», όπως θα μπορούσαν να τις κατηγορήσουν οι επικριτές της λεγόμενης «ευτελούς λογοτεχνίας».

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε. Η δεύτερη ταινία του 50 Shades Of Grey βγαίνει στους κινηματογράφους κι η σειρά αυτή έχει αφήσει το στίγμα της στο χώρο της εμπορικής λογοτεχνίας, με χιλιάδες μυθιστορήματα ν’ ακολουθούν την ίδια γραμμή, αυτή της φετιχιστικής, αλλά παράλληλα ρομαντικής σχέσης κοπέλας-άνδρα. Θα ήταν, έτσι,  φρόνιμο να εξετάσουμε, πριν απ’ όλα, αυτή την κατηγορία.

Ένα από τα επιχειρήματα που ήρθε στο τραπέζι, για να εξηγήσει την επιτυχία του 50 Shades Of Grey κι όσων ακολούθησαν, είναι αυτό της φαντασίωσης. Θεωρήθηκε ότι το BDSM και το λοιπό πορνογραφικό περιεχόμενο, βγαίνοντας έξω από τη ρουτίνα της μέσης αναγνώστριας, είναι αυτό που τη βάζει στη θέση της πρωταγωνίστριας, της δημιουργεί φαντασιώσεις και της δίνει μια ικανοποίηση που η καθημερινότητα δεν μπορεί να της προσφέρει, είτε αυτή αφορά την εργασιακή ρουτίνα είτε την οικιακή ζωή. Η φαντασίωση αυτή σερβίρεται σ’ ένα γνώριμο, αλλά κι εύπεπτο σύνολο, με βιβλία που είναι γραμμένα ούτως ώστε να διαβάζονται εύκολα, που περιέχουν μια πολύ απλή και τυπική ιστορία και δεν απαιτούν υψηλή νοητική εμπλοκή.

Σ’ αυτό το ζήτημα της κατανάλωσης του πορνογραφικού περιεχομένου στα μυθιστορήματα, θα μπορέσει να μας χρησιμεύσει ως εργαλείο ένα meme που είχε βγει το 2012, όταν το 50 Shades Of Grey αναδείχθηκε ως best seller. Το meme αυτό έφερε το σύνθημα «Women are classy. They don’t watch porn. They read it». Αυτό το κακεντρεχές σχόλιο κρύβει και μια αλήθεια. Η παρακολούθηση πορνογραφίας, στα πλαίσια μιας πατριαρχικής κοινωνίας, θεωρείται κάτι απόλυτα φυσιολογικό ως ανδρική ενασχόληση, αλλά κατακριτέο, αν το κάνουν οι γυναίκες. Το 50 Shades Of Grey δεν έδωσε ακριβώς τη λύση σ’ αυτό το πρόβλημα. Έδωσε, ωστόσο, θάρρος στις γυναίκες πολλών ηλικιών, κοινωνικών τάξεων  και μορφωτικών επιπέδων να παραδεχθούν δημοσίως ότι καταναλώνουν το συγκεκριμένο περιεχόμενο, παρά τις επικρίσεις – κι αισθάνονταν καλύτερα γι’ αυτό.

Η περίπτωση του 50 Shades Of Grey και της συνομοταξίας του δεν είναι η πρώτη που θίγει το θέμα του guilty pleasure –και δεν θα είναι κι η τελευταία. Πίσω στη δεκαετία του ’80, αποτελέσματα ερευνών ακροατηρίου έδειξαν ότι οι νοικοκυρές κατανάλωναν το περιεχόμενο από σαπουνόπερες, όπως το Dallas, επειδή, μεταξύ άλλων, ταυτίζονταν με τους ήρωες και τα προβλήματά τους.

Το θέμα της ταύτισης σίγουρα δεν στέκει για να εξηγήσει το φαινόμενο του 50 Shades Of Grey, εφόσον αυτό ποντάρει στο φαντασιακό. Τείνει, όμως, να εξηγήσει το γενικότερο θέμα της ένοχης απόλαυσης. Γιατί η ένοχη απόλαυση είναι κι ένα συμφραζόμενο, που μπορεί να σχετιστεί με τα εγχώρια προϊόντα και να εξηγήσει και την υψηλή αναγνωσιμότητα ιστοσελίδων, όπως το pillowfights. Τέτοιες ιστοσελίδες μπορεί να μην παράγουν πορνογραφία, παράγουν, ωστόσο, κείμενα ευανάγνωστα, υπεραπλουστευμένα, αφελή, μερικές φορές και πικρόχολα, που αναλύουν –μ’ έναν τρόπο που πλησιάζει το cheesy– το θέμα των ανθρώπινων σχέσεων, από το φλερτ ως το χωρισμό. Το γεγονός ότι έχουν φανατικό κοινό δεν εξαρτάται μόνο από το μορφωτικό τους επίπεδο ή την ενασχόλησή τους. Ένας λόγος που τέτοια κείμενα καταναλώνονται κατά κόρον είναι ο εξής απλός: ακόμα κι αν κάποιος τα θεωρεί ευτελή, είναι υπεραπλουστευμένα και φτιαγμένα έτσι ώστε να ενέχουν σημεία ταύτισης –όπως η περιγραφή ενός χωρισμού– και να κερδίσουν την προσοχή του αναγνώστη.

Είναι, όμως, ωφέλιμη η κατανάλωση αυτών των κειμένων; Εδώ θα λέγαμε ότι η απάντηση δεν είναι ένα απόλυτο «ναι» ή ένα «όχι». Υπάρχουν κείμενα στο pillowfights που εμπεριέχουν slut shaming, fat shaming κτλ. Υπάρχουν χωρία στο 50 Shades Of Grey, που περιγράφουν σκηνές κακοποίησης, με το πρόσχημα του BDSM. Αναπαράγουν, δηλαδή, την πατριαρχική κουλτούρα, καθιστώντας ανησυχητικό όχι τόσο το ότι θα επηρεάσουν αναγνώστες, με τις θέσεις αυτές, αλλά πιο πολύ το ότι αυτή η λογική αναπαράγεται και βρίσκει οπαδούς, οι οποίοι, βέβαια, είχαν ριζωμένες αυτές τις αντιλήψεις πριν αλληλεπιδράσουν με τα κείμενα και τις βρίσκουν ολοκληρωμένες σε γραπτή μορφή. Οι οπαδοί αυτοί, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θα τα αναπαραγάγουν, αυτά και τις θέσεις τους, αποκαλύπτοντας ένα μεγαλύτερο φάσμα επιχειρημάτων υπέρ αυτών.

Από την άλλη, η επιλογή της κατανάλωσης ενός κειμένου, στη βάση του guilty pleasure, είναι και μια πράξη απελευθέρωσης. Δεδομένου ότι πάντα θα υπάρχει η σχετική «αστυνομία γούστου», που θα καθορίζει τι θα πρέπει να καταναλωθεί και τι όχι, η κατανάλωση ένοχων απολαύσεων είναι μια πράξη που την αγνοεί επιδεικτικά κι έρχεται ως αντιπρόταση. Είναι ένα πέρασμα από τα όρια του «πρέπει» στα όρια του «θέλω», στην οδήγηση των προτιμήσεων καθαρά με βάση το συναίσθημα.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι θα πρέπει να μας απασχολήσει στο μέλλον η διττή φύση των κειμένων «ευτελούς κουλτούρας», ως απελευθερωτικών και περιοριστικών συνάμα. Απελευθερωτικά, γιατί καταναλώνονται σ’ ένα υπερβατικό πλαίσιο και με τη συγκατάθεση του καταναλωτή. Περιοριστικά, γιατί ένα μεγάλο μέρος τους στέκεται σύμμαχος της πατριαρχικής κουλτούρας, δίνοντας στα επιχειρήματά της ευκαιρίες να βγουν στο φως και να γίνουν επιπλέον όπλα των οπαδών της. Η δυνατότητα αυτή καθιστά το τοπίο πιο δυσχερές, σε μια εποχή όπου ο Donald Trump είναι πρόεδρος των ΗΠΑ.

Αν, όμως, υπάρχει κάτι, που μας διδάσκει η πραγματικότητα αυτή, αυτό είναι ότι ο καταναλωτής έχει αποκτήσει δύναμη, η οποία, ωστόσο, σε μια καπιταλιστική κοινωνία είναι πάντα σχετική και, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί γρανάζι της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια η επιλογή της κατανάλωσης κειμένων, με το διπλό της φύσης της, όπως το 50 Shades Of Grey, κρύβει τις ευκαιρίες για το σύστημα να κινηθεί πάνω σ’ αυτό.