Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα μετά την (απεργία και όχι αργία) της Εργατικής Πρωτομαγιάς και την ενθύμηση του πρώτου άρθρου της Ηλεκτρονικής Κολεκτίβας, όπου είχε πρωτοαναφερθεί το ιστορικά κεντρικό γεγονός στην…

Ηλεκτρονική Κολεκτίβα 4: Εργατική Πρωτομαγιά και αναρχισμός

Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα μετά την (απεργία και όχι αργία) της Εργατικής Πρωτομαγιάς και την ενθύμηση του πρώτου άρθρου της Ηλεκτρονικής Κολεκτίβας, όπου είχε πρωτοαναφερθεί το ιστορικά κεντρικό γεγονός στην Πλατεία Haymarket το 1886 –νευραλγικό τόσο για το εργατικό κίνημα και τις διεκδικήσεις γενικότερα, όσο και για την ιστορική ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και τον αναρχισμό ειδικότερα. Επιστρέφοντας στη στήλη μας, αξίζει να γίνει μια συνοπτική αναφορά στην ιστορικότητα της Εργατικής Πρωτομαγιάς και την ταυτοτική εν τη γενέσει της σύνδεση με τον αναρχισμό, λοξοδρομώντας από το πιο γραμμικό χρονικό ταξίδι προς το παρελθόν και το μέλλον που μας περιμένει στα επόμενα άρθρα.

 

 

Η Πρωτομαγιά έχει αρχαίες παγανιστικές ρίζες σαν γιορτή της άνοιξης στο βόρειο ημισφαίριο, συνδεδεμένη εθνογεωγραφικά με αντίστοιχες γιορτές και τελετές που βρίσκονται ημερολογιακά κοντά στην 1η Μαΐου (π.χ. τα ρωμαϊκά Φλωράλια προς τιμήν της θεάς Φλώρας, που γιορτάζονταν στις 27 Απριλίου· η Βαλπουργία Νύχτα της 30ής Απριλίου στις τευτονικές χώρες· και η γαελική Μπελτάνη, λαμβάνουσα χώρα καθαυτή την Πρωτομαγιά). Η Εργατική Πρωτομαγιά, ωστόσο, θεσμοθετήθηκε αρχικά σαν ετήσιο κάλεσμα για κινητοποιήσεις στο Δεύτερο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς το 1891 στις Βρυξέλλες και σαν μέρα ενθύμησης για το εργατικό κίνημα στο Έκτο Συνέδριό της το 1904 στο Amsterdam, για «… τη νομική οριοθέτηση της οκτάωρης εργασίας, τις ταξικές απαιτήσεις του προλεταριάτου και την παγκόσμια ειρήνη». Οι περισσότερες χώρες σήμερα αναγνωρίζουν και γιορτάζουν την Εργατική Πρωτομαγιά καθαυτή, με λίγες εξαιρέσεις.

 

Με μπλε διαφαίνονται οι χώρες που γιορτάζουν την Εργατική Πρωτομαγιά, με γαλάζιο εκείνες που την 1η του Μαΐου έχουν άλλη εθνική/τοπική γιορτή, με ανοιχτό κόκκινο εκείνες που έχουν θεσμοθετήσει την Εργατική Μέρα σε άλλη ημερομηνία (με τις ΗΠΑ να είναι ανάμεσά τους, κάτι παράδοξο, έχοντας κατά νου ότι όλα ξεκίνησαν στο Chicago!) και με σκούρο κόκκινο εκείνες που δεν γιορτάζουν ούτε Εργατική Πρωτομαγιά ούτε κάποια άλλη Εργατική Μέρα (όπως η Δανία και η Ολλανδία στην Ευρώπη).

 

Ιστορικά, η καθαυτή διεκδίκηση της οκτάωρης εργατομέρας ξεκίνησε στα 1860s και εξελίχθηκε μέχρι τα 1880s. Τον Οκτώβριο του 1884, η Ομοσπονδία Οργανωμένων Επαγγελμάτων και Εργατικών Συνδικάτων των Η.Π.Α. και του Καναδά, συγκροτημένη το 1881 (και αλλάζοντας αργότερα, το 1886, το όνομά της σε Αμερικανική Εργατική Ομοσπονδία), πέρασε το ψήφισμα όπου αναφερόταν (μεταξύ άλλων) ότι «… οι οκτώ ώρες θα συγκροτούν μια νόμιμη εργασιακή μέρα από την 1η του ερχόμενου Μαΐου και προτείνουμε στα εργατικά σωματεία να κατευθυνθούν νομικά προς την πραγματοποίηση αυτής της διεκδίκησης, στους τομείς και τις περιοχές δραστηριοποίησής τους». Το ψήφισμα αυτό ήταν προϊόν προοδευτικών πολιτικών, κοινωνικών, και φιλοσοφικών διεκδικήσεων, μεταξύ των οποίων αναφέρουμε ως σημαντικότερες και με χρονολογική σειρά την διακήρυξη του Ουαλού κοινωνικού μεταρρυθμιστή Robert Owen για τη δεκάωρη εργατομέρα το 1810· την πρόταση του ιδίου για την οκτάωρη εργατομέρα το 1817· τη διεκδίκηση και απόδοση των δέκα ωρών στις εργαζόμενες γυναίκες και παιδιά της Αγγλίας το 1847· την αντίστοιχη απόδοση των δώδεκα ωρών στις/-ους Γαλλίδες/-ους εργαζόμενες/-ους μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1848· τις διεκδικήσεις των Τσαρτιστών στην Αγγλία ως και το 1857· τα επίσημα πρακτικά του Συνεδρίου της 1ης Διεθνούς στην Γενεύη το 1866· και την κεντρική σχετική αναφορά του Marx ήδη από την πρώτη έκδοση του Κεφαλαίου το 1867 (ειδικότερα γύρω από την περίφημη βαμπιρική μεταφορά του στο τέλος του πρώτου εκ των τριών τόμων: «Το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία και, σαν βαμπίρ, το μόνο που κάνει είναι να απομυζά την ζωντανή εργασία, ζώντας τόσο περισσότερο, όσο περισσότερο απομυζά»).

 

Ναι, έχουν παίξει λογοπαίγνια τύπου Marxferatu και crossovers με την Buffy την Vampire Slayer.

 

Το επόμενο χρόνο (1885) η Ομοσπονδία ανανέωσε τα αιτήματά της, με νέα αλλά αυστηρή προθεσμία την Πρωτομαγιά του 1886 και με την απειλή γενικής απεργίας στην περίπτωση μη ικανοποίησής τους. Με τις/τους εργάτριες/-ες στις ΗΠΑ να αναγκάζονται να δουλεύουν δέκα, δώδεκα, δεκατέσσερεις ώρες την ημέρα, η υποστήριξη του αιτήματος για το οκτάωρο ήταν εκτεταμένη. Τους μήνες πριν τον Μάιο του 1886, χιλιάδες οργανωμένες/-οι και μη εργάτριες/-ες, μαζί με τα καθαυτά μέλη της Ομοσπονδίας και των Ιπποτών της Εργασίας (παρόλο που οι τελευταίοι απέρριπταν ιδεολογικά τον αναρχισμό και τον σοσιαλισμό γενικότερα), ρίχτηκαν στην κινηματική πάλη. Οι αναρχικοί ήταν στην προμετωπίδα της Κεντρικής Εργασιακής Ένωσης του Chicago, που αποτελούνταν από 22 σωματεία (μεταξύ των οποίων και τα επτά μεγαλύτερα της πόλης).

 

 

 

Μια τακτική αντίστοιχη με τις βιαιοπραγίες εναντίον των απεργών από την αστυνομία και των στρατό των ΗΠΑ κατά τις Απεργίες των Σιδηροδρομικών Εργατών το 1877 προετοιμαζόταν από τις σχετικές κρατικές και γραφειοκρατικές οντότητες για να αντιπαλέψει την διεκδίκηση για την οκτάωρη εργασία. Η αστυνομία και η Εθνοφυλακή πύκνωσαν τις τάξεις τους και εξοπλίστηκαν εκ νέου, χρηματοδοτούμενες από τοπικούς εύπορους καπιταλιστικούς φορείς και μεγαλοεπιχειρηματίες –όπως, για παράδειγμα, σύσσωμο τον Εμπορικό Όμιλο του Chicago, που αγόρασε ένα οπλοπολυβόλο αξίας $2000 και το παραχώρησε στην Εθνοφυλακή του Illinois για να χρησιμοποιηθεί ενάντια στους διαδηλωτές και τους απεργούς. Όλα έδειχναν ότι προετοιμαζόταν ένα λουτρό αίματος. Και ενώ μέχρι την 1η του Μαΐου 1886 η ικανοποίηση των διεκδικήσεων οκτάωρης εργασίας αρκετών εργατριών/-ών είχε δρομολογηθεί, στις 3 του μήνα η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των απεργών της McCormick Harvester Machine Company, σκοτώνοντας έναν, τραυματίζοντας βαριά έξι και πληγώνοντας ελαφρότερα έναν αδιευκρίνιστο αριθμό ανθρώπων. Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα και οι αναρχικοί κάλεσαν οργισμένα την επόμενη μέρα για μια μαζική συγκέντρωση στην Πλατεία Haymarket, προκειμένου να διαδηλώσουν κατά της δολοφονικής αστυνομικής βίας, παράλληλα με τη συνέχιση των κινητοποιήσεων για τις διεκδικήσεις τους.

 

Η δίγλωσση (αγγλικά και γερμανικά) αφίσα που συγκαλούσε στην μαζική συγκέντρωση στην Πλατεία Haymarket.

 

Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε μέσα στην βροχή και χωρίς απρόοπτα, και την ώρα που είχε πάρει τον λόγο ο τελευταίος ομιλητής, οι περισσότεροι/ες –πλην 200 περίπου ατόμων– είχαν ήδη φύγει. Τότε, όμως, μια αστυνομική δύναμη 180 περίπου ανδρών έφτασε στην Πλατεία και διέταξε την διάλυση της συγκέντρωσης. Ακολούθως, μια βόμβα πετάχτηκε προς τους αστυνομικούς, σκοτώνοντας αμέσως έναν, τραυματίζοντας θανάσιμα άλλους έξι και πληγώνοντας ελαφρότερα άλλους εβδομήντα. Η αστυνομική δύναμη τότε άρχισε να πυροβολεί το συγκεντρωμένο πλήθος, σκοτώνοντας αμέσως τουλάχιστον τέσσερεις και τραυματίζοντας θανάσιμα έναν αδιευκρίνιστο μέχρι τις μέρες μας αριθμό διαδηλωτών, με τους ιστορικούς πάντως να συμφωνούν ότι ανερχόταν σε ένα αρκετά μεγάλο διψήφιο νούμερο.

 

 

Παρόλο που ποτέ δεν έγινε γνωστό το ποιος έριξε την βόμβα (με πολλούς ιστορικούς, σαν τον Howard Zinn, να υποστηρίζουν ότι ήταν κάποιος προβοκάτορας ονόματι Rudolph Schnaubelt, προκειμένου να δοθεί λαβή για να ενταθεί ο κύκλος της βίας και της καταστολής κατά των διαδηλωτών, που ξεκίνησε με τα θύματα της McCormick Harvester Machine Company), το γεγονός χρησιμοποιήθηκε σαν αφορμή τρομερών αντιποίνων ενάντια στους αναρχικούς και το εργατικό κίνημα γενικότερα. Η αστυνομία λεηλάτησε σπίτια και γραφεία υπόπτων ως «ριζοσπάστες» και εκατοντάδες συνελήφθησαν χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία. Η αστυνομική τρομοκρατία βασίλευε στο Chicago, με επιδρομές στις εργατικές συνοικίες, ρουφιάνεμα και συνοπτικές κρατήσεις γνωστών αναρχικών και σοσιαλιστών, και δημόσιες υποδαυλιστικές επικλήσεις του εισαγγελέα Julius Grinnell ώστε «… να ενταθούν για τώρα οι επιδρομές, και βλέπουμε μετά τι θα κάνουμε για να τηρήσουμε τον νόμο»!

Από τους συλληφθέντες, οι αναρχικοί είχαν τη σκληρότερη μεταχείριση. Στην περιβόητη δίκη-παρωδία που ακολούθησε τα γεγονότα στην Πλατεία Haymarket, επτά αναρχικοί και μέλη του εργατικού κινήματος (οι Parsons, Fielden, Spies, Fischer, Engel, Lingg, και Schwab) καταδικάστηκαν χωρίς ενοχοποιητικά και άλλα αποδεικτικά στοιχεία σε θάνατο, ενώ ένας όγδοος, ο Oscar Neebe, καταδικάστηκε σε δεκαπενταετή φυλάκιση – σε ένα ιστορικό γεγονός που έχει πλέον χαρακτηριστεί ως κατάφωρη καταστρατήγηση της δικαιοσύνης.

 

 

Οι επτά καταδικασθέντες σε θάνατο αναρχικοί.

 

Τους επόμενους μήνες, τα περιοδικά Knights of Labor και Alarm εξέδωσαν αυτοβιογραφικά κείμενα των καταδικασθέντων. Από την σελίδα 14 του τεύχους Οκτωβρίου 1886 του πρώτου, παρατίθεται αυτούσιο το εξής χωρίο:

The story of the anarchists, told by themselves; Parsons, Spies, Fielden, Schwab, Fischer, Lingg, Engle, Neebe. The only true history of the men who claim that they are condemned to suffer death for exercising the right of Free Speech: Their association with Labor, Socialistic and Anarchistic Societies, their views as to the aims and objects of these organizations, and how they expect to accomplish them; also their connection with the Chicago Haymarket Affair. Each man is the author of his own story, which will appear only in the “Knights of Labor” during the next three months – the great labor paper of the United States, a 16-page weekly paper, containing all the latest foreign and domestic labor news of the day, stories, household hints, etc. A co-operative paper owned and controlled by members of the Knights of Labor, and furnished for the small sum of $1.00 per annum. Address all communications to Knights of Labor Publishing Company, 163 Washington St., Chicago, Ill.

Οι Parsons, Spies, Fischer και Engel κρεμάστηκαν στις 11 Νοεμβρίου του 1887. Ο Lingg, που ήταν να απαγχονιστεί μαζί τους, είχε προλάβει να αυτοκτονήσει την προηγούμενη μέρα στο κελί του. Οι σοροί δόθηκαν από τις αρχές σε συγγενείς και φίλους και, όταν ήρθε η ώρα της κηδείας, σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι συμμετείχαν στην νεκρώσιμη ακολουθία, σε έναν από τους πιο μαζικούς επικήδειους στην ιστορία του Chicago. Στο Waldheim Cemetery, ένα μνημείο υψώθηκε στις 25 Ιουνίου 1893 προς τιμήν των νεκρών. Οι τρεις φυλακισμένοι επιζήσαντες, Fielden, Schwab και Neebe (με τους δύο πρώτους να περιμένουν επίσης την εκτέλεσή τους) πήραν χάρη επίσης το 1893. Συγκεκριμένα, στις 26 Ιουνίου, ο John Peter Altgerd, κυβερνήτης του Illinois, δήλωσε καθαρά στο μήνυμα χάριτος ότι δεν την πρόσφερε επειδή οι εναπομείναντες καταδικασθέντες είχαν υποφέρει υπερβολικά, αλλά γιατί ήταν αθώοι και, όπως οι πέντε νεκροί, θύματα υστερίας, προβοκάτσιας και προκατειλημμένης δικαστικής διαδικασίας. Κατά τις δηλώσεις του: «… το κράτος ποτέ δεν ανακάλυψε ποιος έριξε την βόμβα που σκότωσε τον αστυνομικό και οι όποιες αποδείξεις δεν δείχνουν καμία σύνδεση μεταξύ των κατηγορουμένων –ζωντανών ή νεκρών– και των βομβιστών».

 

Το Haymarket Monument στο Waldheim Cemetery του Chicago.

 

Τα όσα διαδραματίστηκαν στην Πλατεία Haymarket, αλλά και τα προηγούμενα και επόμενα αυτών, ήταν η αρχή μιας νέας εποχής για το εργατικό κίνημα και την ταξική πάλη, και ειδικότερα για την αναζωπύρωση της έντασης των αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστικών αγώνων στις ΗΠΑ και αλλού. Μια εξαιρετικά ταραγμένη αλλά και πολύτιμη ιστορικά περίοδος ακολούθησε και πολλές/-οί αναρχικές/-οί ακτιβίστριες/-ές (με προεξάρχουσες τις Emma Goldman και Lucy Parsons) οριοθέτησαν τότε την αρχή της ώριμης περιόδου δράσης τους.

Και με αυτά κλείνουμε αυτήν την πολύ συνοπτική ενθύμηση του τι είχε δώσει (αρχικά) ιστορική σημασία στην Εργατική Πρωτομαγιά, και την άρρηκτη σχέση αυτής με το αναρχικό κίνημα. Σαν πιθανό περαιτέρω διάβασμα μέχρι την επόμενη Κολεκτίβα, προτείνονται (μεταξύ άλλων) τα πρωτομαγιάτικα μανιφέστα του τμήματος της σύγχρονης Διεθνούς που σχετίζεται με την Αναρχική Διεθνή, αλλά και κείμενα σχετικά με τις δράσεις του αντιφασιστικού αναρχικού First of May Group, που έδρασε κατά της δικτατορίας του Franco στην Ισπανία. Κατά τα άλλα και μέχρι να τα ξαναπούμε, να είστε όλες/-οι καλά.