Καλωσήρθατε στο νέο άρθρο του Horrorscope, όπου αυτή τη φορά βγάζω το καπέλο του αναγνώστη, και βάζω το κράνος του θεατή μαζί με το… εεε, full-face του συγγραφέα; Πριν περίπου…

Horrorscope: ”Welcome to Winkie’s”: Γιατί η κορυφαία σκηνή τρόμου του σινεμά δεν βρίσκεται σε ταινία τρόμου.

Καλωσήρθατε στο νέο άρθρο του Horrorscope, όπου αυτή τη φορά βγάζω το καπέλο του αναγνώστη, και βάζω το κράνος του θεατή μαζί με το… εεε, full-face του συγγραφέα;

Αυτή η παρομοίωση χάθηκε κάπου στην πορεία.

Πριν περίπου ένα χρόνο, ξεβράστηκε στις όχθες του ίντερνετ μια λίστα του BBC με τις καλύτερες ταινίες της νεαρής χιλιετίας που διανύουμε. 117 κριτικοί ένωσαν τις απόψεις τους, πλακώθηκαν μεταξύ τους –θρηνήσαμε πολλά φουλάρια, μπερέδες και πίπες– ώσπου κατέληξαν σε μια εκατοντάδα από ταινίες. Στο νούμερο ένα της εν λόγω λίστας στέκεται το Mulholland Drive του David Lynch. Μια ταινία που έχει τη δυνατότητα να σου στραμπουλήξει τον εγκέφαλο σε διάφορα σημεία, να σε κάνει να σκεφτείς, να προβληματιστείς, να γελάσεις, να ιδρώσεις (επίσης σε διάφορα σημεία), και σε κάθε περίπτωση να τη συζητήσεις.

Αλλά για να βρίσκεται το MD στο Horrorscope, χρειάζεται να έχει και κάποιο στοιχείο τρόμου, σωστά; Ε λοιπόν, το Mulholland Drive περιέχει κατά την ταπεινή άποψη του υποφαινόμενου την κορυφαία σκηνή ψυχολογικού τρόμου της χιλιετίας (και παραπίσω). Όχι την πιο τρομαχτική, όχι την πιο φρικαλέα, όχι αυτή που βλέπεις μέσα από τις κλειστές χούφτες σου. Εννοώ την κορυφαία μέσα στην απλότητά της, που όλα μα όλα όσα δείχνει εντάσσονται μεν μέσα στο μύθο της ταινίας (και επεξηγούν σε διάφορα σημεία και το τι συμβαίνει), αλλά κυρίως λειτουργούν και ξεχωριστά σαν βινιέτα. Είναι το απόλυτο φλασάκι τρόμου και σ’αυτό παίζουν ρόλο οι χαρακτήρες, ο φωτισμός, ο βηματισμός της σκηνής, η μουσική της, η σκηνοθεσία, τα δευτερόλεπτα στα οποία εξελίσσεται, τα πάντα. Σκοπεύω να σας παρουσιάσω στο συγκεκριμένο άρθρο γιατί πιστεύω ότι είναι τόσο εξαίρετο αποτέλεσμα και συγχρόνως ένα σημαντικό μάθημα που μου δίδαξε σαν συγγραφέα πριν περίπου μια δεκαετία.

Αυτό που κατάφερε λοιπόν ο Lynch είναι να σκηνοθετήσει και να παρουσιάσει σε φιλμ και στις οθόνες του σινεμά (ή της τηλεόρασης ή του λάπτοπ, κλπ.) έναν αληθινό εφιάλτη που μπορεί να δει οποιοσδήποτε έχει 4 λεπτά και 57 δευτερόλεπτα στη διάθεσή του.

Ξεκινάμε in medias res, και εστιάζουμε σε δυο τύπους που δεν έχουμε ξαναδεί νωρίτερα στην ταινία να συζητούν καθισμένοι στο Winkie’s, το diner που δίνει το όνομά του στην ομώνυμη σκηνή. Δεν ξέρουμε πώς βρέθηκαν εκεί ή τι έκαναν νωρίτερα, ούτε καν τα ονόματά τους. Είναι ακριβώς το ξεκίνημα ενός ονείρου κι αν υπάρχει κάποιος που διαβάζει το παρόν άρθρο, θυμάται ακριβώς την αρχή των ονείρων του και έχει τη διαύγεια να πει «Α, τώρα βλέπω όνειρο/εφιάλτη, οπότε δεν ξέρω πού ήμουν πριν, είναι μόνο κενό»… αφήστε ένα σχόλιο από κάτω, ίσως το επόμενο άρθρο μας να είναι αφιερωμένο σε εσάς. Στον περισσότερο κόσμο πάντως, η είσοδος σε ένα όνειρο απλά συμβαίνει και κανείς δεν ρωτάει «κάτσε, πού είμαι τώρα; Πότε ήρθα εδώ;»

Τι έχουμε λοιπόν; Ελλείψει ονόματος του χαρακτήρα, έχουμε τον ηθοποιό Πάτρικ Φίσλερ (Ναι, αυτή τη φάτσα που κάπου όλοι την έχουμε ξαναδεί) να λέει «Ήθελα απλά να έρθω εδώ».

Τόσο απλά, έτσι ξεκινάει μια ιστορία. Ούτε κραυγές, ούτε σκοτάδια. Μας περιγράφει λοιπόν ο αγαπητός Πάτρικ για τον εφιάλτη του (ooh, meta!) που λαμβάνει χώρα στο πίσω μέρος του συγκεκριμένου diner. Ντρέπεται να μιλήσει γι’ αυτό, όπως άλλωστε μας φαίνεται όλους περίεργο και λίγο να λέμε σε κάποιον για τα όνειρά μας γιατί ξέρουμε αμέσως-αμέσως ότι δεν υπάρχει περίπτωση να του μεταβιβάσουμε αυτό που μας έκανε εκείνη την ώρα να αισθανθούμε το υποσυνείδητό μας.

Τέλος πάντων, συνεχίζει και λέει το εξής πολύ απλό πράγμα.

«Είμαστε εμείς εδώ. Εγώ κάθομαι εδώ. Δεν είναι μέρα ή νύχτα. Είναι ένα απροσδιόριστο ανάμεσα. Και φοβάμαι όσο δεν μπορώ να σου εξηγήσω».

«Άσε, θα τους το εξηγήσω εγώ, μέχρι που θα τους βγει από τα αυτιά» – David Lynch

Ακριβώς στο φοβάμαι, μπαίνει η μουσική.

«Εσύ στέκεσαι εκεί πέρα, πλάι στον πάγκο».

«Είμαστε και οι δυο τρομαγμένοι».

«Και τότε καταλαβαίνω γιατί».

«Υπάρχει ένας άντρας στο πίσω μέρος αυτού του diner. Αυτός είναι που μας τρομάζει».

«Τον βλέπω μέσα από τον τοίχο. Το πρόσωπό του».

«Δεν θέλω ποτέ να δω το πρόσωπο αυτού του άντρα όσο ζω».

Δώστε του το όσκαρ, και κανα πρόζακ αν σας βρίσκεται.

Δώστε του το όσκαρ, και κανα πρόζακ αν σας βρίσκεται.

 

Η εξιστόρηση τελειώνει, ο Πάτρικ χαμογελάει νευρικά. Παρότι βλέπει την αρχή της πλοκής του εφιάλτη του να εκτυλίσσεται, μοιάζει να σκέφτεται και μαζί του σκεφτόμαστε κι εμείς ότι ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΕΡΑΤΑ. Ούτε εμείς περιμένουμε να δούμε κάποιο τέρας, δεν είναι τέτοια η ταινία ως τώρα, δεν περιμένουμε να πεταχτεί ο pennywise ή το Thing του Κάρπεντερ.

Κι όμως, αναγνωρίζουμε τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι όλα τα κομμάτια του ονείρου του ορθώνονται γύρω του το ένα μετά το άλλο. Πού στέκεται ο ανώνυμος φίλος του, το ότι πληρώνει στο γκισέ, το diner είναι ίδιο, εκείνος είναι εκεί, είναι ξύπνιος αλλά το βλέπει, το βλέπει.

Είναι ντάλα μεσημέρι, το μέρος είναι όσο πιο φιλικό μπορεί να είναι αλλά τα αυτιά του έχουν βουλώσει. Και το ίδιο και τα δικά μας, γεμάτα από την υποβόσκουσα μουσική του Badalamenti. Δεν είναι μουσική, όχι στην πραγματικότητα, δεν μπορώ να φανταστώ κάποια μούσα να ψιθυρίζει τον εν λόγω ρυθμό στο δημιουργό. Αν οι εφιάλτες ήταν ενορχηστρωμένοι, αυτοί οι ήχοι θα τους επένδυαν, με τις ανόδους και τις καθόδους τους.

Και ο άλλος ο τύπος δεν τον ρωτάει ΤΙΠΟΤΑ. Δεν έχει απορίες, δεν ψάχνει εξηγήσεις. Τι εξηγήσεις περιμένεις όταν βρίσκεσαι ξαφνικά μέσα στον εφιάλτη κάποιου;

Βγαίνουν έξω. Το πρωινό τους πίσω ανέγγιχτο, κι ο καλός μας ο Πάτρικ μοιάζει σαν να κατευθύνεται προς το απόσπασμα. Τον έχει κόψει ιδρώτας, τα πόδια του μετά βίας τον κρατούν, ενώ απλά προχωράει σε ένα πάρκινγκ που σίγουρα έχουν περπατήσει δεκάδες κόσμου εκείνη τη μέρα. Είναι χαρά θεού έξω, έχει και παρέα μαζί του, είναι στη Sunset Boulevard και δεν υπάρχουν τέρατα. Κάθετί που βλέπει στη διαδρομή προς το πίσω μέρος του diner, το δημόσιο τηλέφωνο, η εξώπορτα, όλα μοιάζουν να του επιτίθενται σαν εικόνες από το επαναλαμβανόμενο όνειρό του, τα έχει ξαναδεί αυτά, είναι πραγματικά εκεί, είναι ζωντανός και τα μάτια του δακρύζουν γιατί είναι άδικο, τι δικαίωμα έχει ένας εφιάλτης να ακολουθεί όταν αυτά ανοίξουν;

Περπατάει για ακριβώς 70 δευτερόλεπτα. Δεν έχει πει κουβέντα, όπως όταν στον ύπνο σου συμβαίνει κάτι απαίσιο αλλά κοιμάσαι και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ανοιγοκλείνεις άηχα τα χείλη σου.

Η σκηνή τραβάει, συνεχίζει, αργά αλλά σταθερά πλησιάζοντας το κέντρο του εφιάλτη. Ασταμάτητα, ανελέητα. Όσες φορές έχει κοιτάξει πίσω του, το μόνο που βλέπει είναι ένα σιωπηλό νεύμα να συνεχίσει. Χωρίς ερωτήσεις. Χωρίς συζήτηση ή επεξηγήσεις.

Και τότε η μουσική μοιάζει να αφήνει έναν ρόγχο λες και τα ίδια τα όργανα δεν αντέχουν αυτό που συμβαίνει καθώς εμφανίζεται ο Winkie.

Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να τον βάλω σε φωτογραφία.

 

Για ένα δευτερόλεπτο και μόνο. Είναι αρκετό. Ο Πάτρικ σωριάζεται και πεθαίνει. Η καρδιά και το μυαλό του δεν αντέχουν αυτό που συμβαίνει. Εκεί είναι το τέλος του χαρακτήρα, γιατί ο θάνατος στον εφιάλτη σε ξυπνάει, είναι το τέρμα του δρόμου, και δεν είναι καθόλου παράλογο ένας εφιάλτης που λαμβάνει χώρα στον πραγματικό κόσμο να αποτελειώσει έναν χαρακτήρα τόσο μα τόσο φοβισμένο. Όπως λέει νωρίτερα, δεν θέλω να δω αυτό το πρόσωπο όσο ζω. Και το βλέπει. Και εκεί είναι το τέρμα.

Θα ήθελα να έχω δει το Mulholland Drive στο σινεμά, μόνο και μόνο για να δω τη μαζική αντίδραση του κοινού στην εν λόγω βινιέτα. Να ζήσω αυτά τα ρίχτερ από ανόθευτο, άφιλτρο τρόμο που ξεπετάγεται από τα πολύ αρχαία κομμάτια του εγκεφάλου καθώς ακολουθούμε αυτόν τον άνθρωπο στο θάνατό του, σε μια ταινία που επαναλαμβάνω ΔΕΝ έχει τέρατα, δεν είναι τρόμου, δεν έχει να κάνει με αυτούς τους χαρακτήρες.

Μην ακούσω καμιά χαζομάρα τύπου «εντάξει, σιγά το jumpscare». Jumpscare είναι η ειδεχθής συνήθεια φτηνών τρομοφίλμ όπου σε αρπάζει από τον ώμο ένα αθέατο χέρι μαζί με μια στιγμιαία εκκωφαντική εκκένωση ήχου και αμέσως αποδεικνύεται ότι ήταν ο φίλος σου ή η μάνα σου που –όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος- αποφασίζει να σε πλησιάσει αθόρυβα δίκην γάτου-νίντζα και να σε αρπάξει από το σβέρκο αντί να σου μιλήσει από τα είκοσι βήματα.

Εδώ έχουμε την ρεαλιστικότατη κατάληξη ενός προδιαγεγραμμένου εφιάλτη. Ποια ελεύθερη βούληση και ποια λογική; Αν τα τέρατα είναι αληθινά, ζούνε στο πίσω μέρος ενός φαγάδικου σε έναν από τους γνωστότερους δρόμους του κόσμου, και έχουν τη δυνατότητα να εισέρχονται και στον ύπνο μας, τι λόγο έχει αυτός ο άνθρωπος να συνεχίσει να ζει σαν αποκτήσει αυτή τη γνώση;

Κι εδώ καταλαβαίνεις γιατί οι περισσότεροι ήρωες του Λάβκραφτ καταλήγουν είτε νεκροί είτε στο φρενοκομείο.

Θυμάμαι ακόμη τις περισσότερες από τις εφιαλτικές σεκάνς που έχω γράψει τα τελευταία χρόνια ενώ ακούω το συγκεκριμένο πεντάλεπτο τραγούδι σε repeat. Για όσους έχουν διαβάσει κάτι από τα δικά μου έργα, είναι ο γέρος της Ελίζας που γέρνει πάνω από το τσουκάλι. Είναι η πρώτη φορά που χτυπάει το τηλέφωνο της Νεκρής Γραμμής. Είναι ο Τάσος που μετράει μέχρι το είκοσι παίζοντας κρυφτό μέσα στο σπίτι του στη Σκιά. Είναι κι άλλα. Σίγουρα δεν θα είμαι ο μόνος.

Η συγκεκριμένη σκηνή είναι από μόνη της ολόκληρο μάθημα γραφής. Προσωπικά με έχει αλλάξει και σαν συγγραφέα και σαν αναγνώστη. Όταν βλέπω ή διαβάζω σε ταινίες και βιβλία έναν χαρακτήρα να έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με ένα υπερφυσικό, ανείπωτο κακό, και δευτερόλεπτα ή λεπτά αργότερα συνεχίζει τη ζωή του σαν να είναι όλα ίδια, εγώ θυμάμαι τον Πάτρικ να πεθαίνει μόνο και μόνο στο ενός δευτερολέπτου θέαμα του Winkie και δεν αποδέχομαι την έλλειψη φαντασίας και προσπάθειας του δημιουργού που θέλει και Α) να τρομάξει το κοινό άρα προσθέτει το τρομαχτικό στοιχείο και Β) να συνεχίσει την ιστορία του χαρακτήρα σαν να μην έγινε τίποτα, επειδή έχει άλλες 400 σελίδες μπροστά να γεμίσει.

Είναι εύκολο; Όχι. Αλλά όταν γίνεται, είναι ξεχωριστό. Και ο Lynch το κατάφερε στην εντέλειά του. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά.

Καλύτερη ταινία από το 2000 κι έπειτα; Δεν ξέρω. Νούμερο Ένα σκηνή τρόμου; Για όλους τους παραπάνω λόγους, ω ναι. Τα ξαναλέμε σε δύο εβδομάδες!