To χρονικό της υπόθεσης είναι λίγο-πολύ γνωστό. Ο Βασίλης Τσιάρτας, παλαίμαχος ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ και τη Σεβίλλης, κάνει 2-3 απανωτές αναρτήσεις καθαρά ομοφοβικού και τρανσοφοβικού χαρακτήρα για ένα νομοσχέδιο που υπάρχει στον εγκέφαλο του και πουθενά αλλού, βγάζοντας μια αντιδραστικότητα για κάτι που δεν ξέρει, στη βάση εντέλει μιας πεποίθησης που λέει ότι οποιοδήποτε δικαίωμα και αν δοθεί –γιατί είναι προφανές ότι δεν διάβασε περί τίνος πρόκειται- είναι κακό. Μετά άρχισαν τα γνωστά «έχω φίλους ομοφυλόφιλους εγώ αλλά…», «ο Αδάμ και η Εύα», «αυτό είναι εκτός φύσης», κτλ. Τρία μικρά κείμενα που δεν κριτίκαραν το ίδιο το νομοσχέδιο αλλά το γενικότερο concept του να δίνω δικαιώματα και αναγνωρίζω νομικά οποιονδήποτε και οποιαδήποτε μη ετεροφυλόφιλο.
Δεν έχει νόημα να δώσει κανείς ακόμα μια φορά απάντηση στα όσα είπε ο Τσιάρτας. Σίγουρα πάντως η απάντηση σε αυτού του τύπου τις φυσικοποιήσεις, είτε γίνονται με βιολογικά «τεκμήρια» είτε με θρησκευτικά, δεν είναι ο επανακαθορισμός της φυσικοποίησης. Το να πεις ότι στο ζωικό βασίλειο υπάρχουν πολλά είδη με ομοφυλοφιλικές τάσεις είναι μεν μια γρήγορη και εύκολη απάντηση αλλά ταυτόχρονα είναι μια απάντηση που κρατάει ζωντανό και αναπάντητο τον προκαθορισμό του τι είναι φυσικό και τι όχι, τη συζήτηση με όρους βιολογίας. Με άλλα λόγια, η απάντηση σε κάποιον που λέει ότι «δεν είναι φυσικό το να υπάρχουν ομοφυλόφιλοι» δεν είναι το «είναι φυσικό γιατί υπάρχουν και ζώα που το κάνουν» και δεν μπορεί να είναι αυτό. Το ζήτημα εδώ είναι να καταδειχτεί ο ιστορικός και καθόλου διαχρονικός τρόπος διαμόρφωσης των ταυτοτήτων, να από-φυσικοποιηθούν οι ουσιοκρατικές κατηγορίες που χωρίζουν τους ανθρώπους σε ομαλούς και ανώμαλους.
Αφήνοντας, όμως, αυτό το κομμάτι στην άκρη και ενώ είχε αρχίσει να καταλαγιάζει το όλο ζήτημα, εμφανίστηκε ένα κείμενο του αθλητικογράφου Αντώνη Καρπετόπουλου με τον όχι και πολύ πρωτότυπο τίτλο «Η δικτατορία του political correct (sic)». Πείτε από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, πείτε από αγάπη για hate reading, πείτε επειδή λατρεύω τους ανθρώπους που καταπιέζονται από κάτι που εντέλει δεν ξέρουν πώς ονομάζεται (political correct διάβολε), άνοιξα το εν λόγω κείμενο. Ήταν ακριβώς όπως το περίμενα.
Μια όχι-και-τόσο-σύντομη εισαγωγή εκ μέρους του αρθρογράφου με την οποία παίρνει όχι-και-τόσο-σαφείς αποστάσεις από τα λεγόμενα του διεθνούς ποδοσφαιριστή. Σύμφωνα με τον Καρπετόπουλο, ο Τσιάρτας είναι αντιδραστικός, αδιάβαστος και «λίγο» ομοφοβικός. Ταυτόχρονα, πετιούνται και κάποια μικρά τυράκια που δείχνουν ότι ο ίδιος ο αρθρογράφος είναι υπέρ της θέσπισης δικαιωμάτων σε αυτές τις «κατηγορίες ανθρώπων». Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο από το ύφος του κειμένου αλλά και από τον τίτλο που επιλέχθηκε, αυτή η εισαγωγή ήταν μόνο η άμυνά του για τα όσα θα ακολουθούσαν. Η εισαγωγή έμεινε εισαγωγή.
Ουσιαστικός λόγος που έγραψε αυτό το κείμενο ο Καρπετόπουλος δεν ήταν βέβαια για να κριτικάρει τον Τσιάρτα, όσο για να τον υπερασπιστεί από αυτούς που τον κριτίκαραν («δεν υπερασπίζομαι τον Τσιάρτα, αλλά το δικαίωμά του να λέει στο Facebook ό,τι χαζομάρα θέλει»). Μέσα σε αυτό έρχεται το φανταστικό «ο τόνος στον οποίο του απευθύνονται, ένας τόνος δηκτικός, απότομος, επιθετικός, είναι χειρότερος από την ομοφοβική ανάρτηση του Τσιάρτα: σε ένα άνθρωπο που είπε κάτι λανθασμένο δεν επιτίθεσαι, εξηγείς» και πιο μετά η θεωρητική πλαισίωση. Για όλα φταίει η δικτατορία της πολιτικής ορθότητας που θέλει να κάνει τους πάντες να λένε τα ίδια. Αυτές οι συμπεριφορές, λέει ο Καρπετόπουλος, ανέβασαν τον Trump στην εξουσία. Εγώ κάπου εδώ θυμήθηκα το επιχείρημα του ισλαμοφοβικού που τονίζει ότι το Ισλάμ φταίει που υπάρχει ισλαμοφοβισμός.
Δεν πρόκειται βέβαια ούτε για τον πρώτο ούτε για τον τελευταίο που κάνει αυτήν την -ίσως αθλιότερη και από του Τσιάρτα- παρέμβαση υπεράσπισης του bully ως προς το δικαίωμά του στο bullying. Μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει ότι, όταν σε ένα θέμα που ξεκίνησε με κάποιον που θεωρεί μια ολόκληρη κοινότητα ανθρώπων ως μη φυσιολογική και τη ζωή αυτών ως αναξιοπρεπή, εσύ βρίσκεις ως θέμα σου να κριτικάρεις τον τόνο της κριτικής προς αυτόν, ίσως να μην είσαι τόσο προοδευτικός όσο νομίζεις. Ο Τσιάρτας αναπαράγει έναν κακοποιητικό λόγο, έναν λόγο που συνεχίζει να είναι κυριαρχικός ακόμα και σήμερα στην Ελλάδα, έναν λόγο που καταπιέζει κοινότητες, καταστρέφει προσωπικότητες, θρέφει τη φυσική βία. Ο λόγος του Τσιάρτα είναι τόσο ενοχλητικός ακριβώς λόγω της απλοϊκότητάς του, της σισύφειας σχεδόν αίσθησης ότι τα επιχειρήματα αυτά θα επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, όσες συζητήσεις και αν κάνει κανείς. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πόσο πνιγηρό πρέπει να είναι για τα μέλη της κοινότητας που έχουν δεχτεί όλον αυτόν τον αποκλεισμό επί δεκαετίες να έρχονται πάλι αντιμέτωποι με την ίδια ακριβώς ακολουθία επιχειρημάτων καθημερινά, πρωί-μεσημέρι-βράδυ.
ΕΙΣΤΕ ΑΝΩΜΑΛΟΙ- ΩΠΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΡΑΤΣΙΣΤΗΣ ΕΧΩ ΦΙΛΟΥΣ ΓΚΕΙ- ΑΛΛΑ ΕΙΣΤΕ ΑΝΩΜΑΛΟΙ ΡΕ ΑΔΕΡΦΕ- ΣΠΙΤΙ ΣΑΣ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΕΤΕ- ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΤΙ ΘΑ ΠΩ
Η άγνοια του Τσιάρτα επί των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται δεν έχει τη ρομαντική εσάνς της αθωότητας του αγροτόπαιδου που δεν σκαμπάζει από πολλά γράμματα, δεν μιλάμε άλλωστε για κάποιον που κοροϊδεύει τα αργά πλάνα του Ταρκόφσκι. Ο Τσιάρτας ανοίγει το στόμα του μέσου μάτσο τύπου που σκανδαλίζεται όταν κάποιος λίγο διαφορετικός από αυτόν διεκδικεί ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, μια κοινωνία χωρίς ρατσισμούς και διακρίσεις. Πράγματι πριν από κάποια χρόνια θα μπορούσε να εκφράσει αυτές τις απόψεις πολύ ευκολότερα, χωρίς να κατακριθεί παρά μόνο από ακτιβιστικές και διανοουμενίστικες ομάδες αόρατες ακόμα προς εκείνον και τον κοινωνικό του περίγυρο. Πλέον, ευτυχώς (!), τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το γεγονός ότι η άποψη, που άλλοτε θα ήταν ένα μικρό κλισέ με το οποίο όλοι θα συμφωνούσαν, πλέον κατακρίνεται μπορεί όντως να γίνει λόγος ριζοσπαστικοποίησής της ομοφοβίας του Τσιάρτα. Αυτό όμως δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Το σημαντικό είναι να καταλάβει ο Τσιάρτας (και κάθε αντίστοιχος) ότι πλέον μια δήλωση για «φυσιολογικούς και μη ανθρώπους» δεν είναι σαν εκείνες τις κενές περιεχομένου δηλώσεις που έκανε ιδρωμένος μετά το κυριακάτικο ΑΕΚ-Λεβαδειακός ότι το ματς ήταν δύσκολο, ότι κοιτάμε το επόμενο παιχνίδι και ότι συνεχίζουμε τη σκληρή δουλειά. Η δήλωση αυτή είναι φέρει έντονα ιδεολογικά χαρακτηριστικά και επομένως θα προκαλέσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Το πιστεύω ότι ο ίδιος σοκαρίστηκε από τις αντιδράσεις. Αυτό είναι καλό.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, καλό είναι να δούμε και τη θετική πλευρά όλων αυτών ακόμα και αν αυτή φαίνεται υπεραισιόδοξη. Κάθε φορά που βλέπεις την αγωνία στα στάτους του Τσιάρτα να ορίσει ποιος είναι φυσιολογικός και ποιος όχι, κάθε φορά που ακούς για “τα ύστερα του κόσμου” από τον Άνθιμο και τον Κατσίκη, να χαίρεσαι: αγωνιούν γιατί νιώθουν ότι πράγματι ο δικός τους κόσμος, κόσμος των διακρίσεων και του μίσους, αρχίζει να τελειώνει.
Social Links: