Ο ντετέκτιβ KB36-3.7 (Ράιαν Γκόσλινγκ), ως blade runner νέας γενιάς, έχει αναλάβει την «απόσυρση» των παλιών μοντέλων ανθρωποειδών που διαφεύγουν των αστυνομικών αρχών  Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας αποστολής εναντίον…

JumpCut 35: Blade Runner 2049

Ο ντετέκτιβ KB36-3.7 (Ράιαν Γκόσλινγκ), ως blade runner νέας γενιάς, έχει αναλάβει την «απόσυρση» των παλιών μοντέλων ανθρωποειδών που διαφεύγουν των αστυνομικών αρχών  Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας αποστολής εναντίον του Σάπερ Μόρτον (Ντέιβ Μπαουτίστα), θα βρεθεί αντιμέτωπος με την ανακάλυψη της σωρού μιας γυναίκας με κώδικα κατασκευής η οποία αποδεικνύεται ότι ήταν έγκυος. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης  του ντετέκτιβ Ρικ Ντέκαρτ (Χάρισον Φορντ), ο οποίος αγνοείται εδώ και τριάντα χρόνια.

Το original Blade Runner αποτελεί σημείο αναφοράς στο σύγχρονο πολιτισμό καθώς το πολιτισμικό αποτύπωμα του, όχι μόνο στο χώρο του κινηματογράφου ή του cyberpunk κινήματος ή ακόμα και στο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής και των βιντεοπαιχνιδιών, αλλά και ευρύτερα στο πώς η κοινωνία οραματίστηκε το μέλλον της σε διασύνδεση με την τεχνολογία και πως η τελευταία θα άλλαζε την ανθρωπινότητα, ήταν σημαντικό. Το δυστοπικό Λος Άντζελες των αρχών του 21ου αιώνα με το νέον, τις διαφημίσεις προϊόντων στις όψεις των εμβληματικών τοποσήμων της αμερικάνικης μεγαλούπολης και το πολυπολιτισμικό πλήθος που γέμιζε κάθε εξωτερικό πλάνο του Σκοτ καθιερώθηκε ως η αρχετυπική mega city στο φαντασιακό του κοινωνικού σώματος.

Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται και η πρώτη παραφωνία της ταινίας του Βιλνέβ, ο οποίος έδειχνε ότι είχε όλα τα εχέγγυα, ειδικά μετά το περσινό αριστουργηματικό «Άφιξη», ώστε να επεκτείνει τη μυθολογία του σύμπαντος της πρώτης ταινίας και να την εμπλουτίσει με καινούριους μύθους. Το Blade Runner του 1982 τόλμησε να οραματιστεί ένα μελλοντικό κόσμο και να μετουσιώσει το όραμα του σε ένα σκηνοθετικό επίτευγμα που μόνο οι πρωτοπόρες ταινίες επιστημονικής φαντασίας κατάφεραν να επιτύχουν.

Αντίθετα, ο κόσμος που έπλασε ο Βιλνέβ δεν απέχει από τους σύγχρονους κοινούς τόπους της δυστοπικής εικονογραφίας καθώς το Λος Άντζελες του 2049 μοιάζει να είναι ένα κράμα φτωχογειτονιών του Ριο ντε Τζανέιρο, ατέλειωτων απαγορευμένων περιοχών λόγω ραδιενέργειας, εταιρικών συγκροτημάτων και ενός τείχους που τα διαχωρίζει. Η μόνη καινοφανής συμβολή του Καναδού σκηνοθέτη είναι το πάντρεμα του ψηφιακού περιβάλλοντος με το πραγματικό αστικό τοπίο και η επιλογή της καλλιτεχνικής διεύθυνσης να φωτογραφίσει την ταινία σε ψυχρούς τόνους σε συνδυασμό με το σκούρο πορτοκαλί του ήλιου.

Ο Βιλνέβ καταθέτει την προσωπική του επικριτική ματιά για  την κοινωνία που ζούμε με τους διαχωρισμούς, τις κακές συνθήκες διαβίωσης , τη φθηνή παιδική εργασία και εκμετάλλευση αφήνοντας να φανεί η απαισιοδοξία του για το παρόν αλλά και το μέλλον χωρίς να προσπαθεί να δει παραπέρα.

Η μινιμαλιστική αισθητική του Βιλνέβ που λατρέψαμε και λειτούργησε εξαιρετικά στην Άφιξη, κοντράρεται με τις μνήμες μας από το original υλικό του 1982. Είναι λίγες οι ομοιότητες με την πρώτη ταινία, γεγονός που καθιστά το Blade Runner 2049 μια ταινία στο ευρύτερο σύμπαν του Blade Runner παρά ένα sequel του αριστουργήματος του Σκοτ. Η διαφορά στο πνεύμα των δύο ταινιών καθρεφτίζεται και στην πλοκή τους.

H ουσία της πρώτης ταινίας ήταν η περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η επίγνωση της φθαρτότητας της ύλης και ο συμβιβασμός με αυτό και οι αλλαγές που επιφέρει το σμίξιμο της ζωής με την τεχνολογία. Ο ρέπλικα-επαναστάτης Ρόι Μπάτι χρησιμοποιώντας τις ανθρώπινες αναμνήσεις που του εμφυτεύτηκαν για να είναι «more human than human» αποκτά συναίσθηση του εαυτού του και της ταυτότητάς του και αναζητά επιμήκυνση της ύπαρξης του όχι πια ως προϊόν της ανθρωπότητας αλλά ως μέρος της. Όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι αδύνατο, σκοτώνει τον δημιουργό του, σε μια σκηνή που βρίθει από θρησκευτικούς συμβολισμούς και σβήνει αφήνοντας την τελευταία του προφητεία: «I’ve seen things you people wouldn’t believe. Attack ships on fire off the shoulder of Orion. I watched C-beams glitter in the dark near the Tannhäuser Gate. All those moments will be lost in time, like tears in rain. Time to die».

Ο ντετέκτιβ «Κ» ξεκινά το δικό του ταξίδι αναζήτησης του νοήματος της ζωής  και της δικής του ταυτότητας ελπίζοντας ότι αυτός είναι το παιδί της γυναίκας που βρήκε στην αυλή της φάρμας πρωτεϊνών του Σάπερ Νόρτον. Ψάχνοντας τον Ντέκαρντ θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις για τη δική του ύπαρξη. Μαζί του βρίσκεται και η Τζόι (Άννα ντε Άρμας), ένα λογισμικό  προβολής ενός μεταλλασσόμενου ολογράμματος με την ιδιότητα να υιοθετεί διάφορους ρόλους – από τυπική νοικοκυρά μέχρι αντικείμενο ηδονής-. Ίσως η μόνη αξιομνημόνευτη σκηνή της ταινίας είναι η παράδοξη «σαρκική» επαφή ανάμεσα στον «Κ» και την Τζόι. Μια σκηνή που εν τέλει ναρκοθετείται από την ίδια την ιστορία αφού τα καινούρια μοντέλα εμβιομηχανικών οργανισμών έχουν κατασκευαστεί με έμφαση στην απουσία κάθε συναισθήματος.

Το νέο-νουαρικό ταξίδι του «Κ» εμπεριέχει σασπένς και ένα φόρο τιμής στην αινιγματική φύση του original φιλμ (ανάλογα  ποια εκδοχή της ακολουθεί ο καθένας) πλησιάζοντας την παρακαταθήκη του πρωτότυπου μύθου και σπέρνοντας τις ιδέες για τη γέννηση ενός καινούριου είδους ζωής «λυγίζοντας» τα όρια του ανθρώπινου.

Η επανάσταση των ανθρωποειδών εναπόκειται στο υβρίδιο του ανθρώπου με το κατασκεύασμα του ενώ στον αντίποδα στέκεται ένα κυβόργιο (cyborg), o Τζάρετ Λέτο ως ο καινούριος «δημιουργός». Ένα επαυξημένο ανθρώπινο ον ως σύμβολο της εισόδου της τεχνολογίας στη ζωή του ανθρώπου, ως ζωντανή ένδειξη της κληρονομιάς της πρώτης ταινίας. Αρωγός του σε αυτή την προσπάθεια βρίσκεται η ρέπλικα Luv, η οποία δεν θέλει να ξελογιάσει τον ήρωα όπως η Ρέιτσελ αλλά να τον εξολοθρεύσει.

Συνοπτικά, το Blade Runner 2049 ανήκει στη κατηγορία του «σκεπτόμενου» blockbuster που διαθέτει στιγμές εικαστικής ομορφιάς αλλά δεν προτείνεται για τους original σινεφιλ που λάτρεψαν το πρωτοπόρο αριστούργημα του Ρίντλεϊ Σκοτ.