Η μαμά μου είχε γλυκαθεί πολύ από την ξαφνική οικονομική μας ανέλιξη. Ήθελε να πάρει τη λάμψη των μεσοαστών. Έψαχνε ευκαιρίες να κάνει γνωριμίες και να συχνάζει σε σουαρέ. Τι κατάντια για μια ορκισμένη αριστερή! Ήταν το απόλυτο ιδεολογικό ξεπούλημα για κάποια που είχε το Μαρξ ευαγγέλιο στα νιάτα της, δεν έχανε πορεία για πορεία κι έλεγε σε ‘μένα και στην αδελφή μου να είμαστε περήφανες για την τάξη μας και ποτέ να μη ζηλέψουμε τη λάμψη των μπουρζουάδων.
Θέλησε να κουβαλήσει κι εμάς σ’ ένα σουαρέ. Ο πατέρας μου επέκτεινε την απάθεια του με το να δεχθεί κι η αδελφή μου, η Χρύσα, γλυκάθηκε, έχοντας τα ίδια μυαλά με τη μάνα μου. Οπότε η άποψη μου δε μετρούσε και τόσο.
Επρόκειτο για ένα πάρτι μιας διευθύντριας μεγάλης εταιρείας. Το οργάνωνε για τα γενέθλια της – ή και για να κάνει την παρουσία της ισοδύναμη με δώρο γενεθλιών. Σίγουρα ήθελε να κάνει επίδειξη του σπιτιού της – κι εγώ θα το έκανα αν είχα τη δική της τεράστια αυλή με πισίνα και θέα όλη την Αθήνα.
Είχα καταφέρει ν’ αντιπαθήσω με την πρώτη ματιά όσους γνώριζα. Οι μορφές τους είχαν κάτι το ψυχρό και ψεύτικο, τα βλέμματα τους έκρυβαν πλαστική ευγένεια και τους λυπόμουν γι’ αυτό. Η αδελφή μου, η Χρύσα, από την άλλη, είχε ενθουσιαστεί. Έκανε τις γλοιώδεις της δημόσιες σχέσεις με επιτυχία και φλέρταρε μ’ έναν από τους καλεσμένους. Είχε τα ίδια ταξικά απωθημένα με τη μάνα μου κι απολάμβανε τη θέση της σ’ αυτό το μικρό πάνθεον. Εγώ την παρακολουθούσα όσο τσιμπούσα τυράκια από το μπουφέ. Μοιάζει στη μαμά, σκέφτηκα. Βγήκε ξανθιά, σαν κι εκείνη, με καταστανά μάτια κι εγώ βγήκα μελαχρινή με γαλάζια μάτια. Εγώ αναρχικιά κι αυτή σχεδόν φιλελέ – εκείνη ξεπουλήθηκε, εγώ όχι.
«Έλλη, από ‘δω ο Στάθης» με σύστησε η Χρύσα.
Έκανα μια χειραψία.
«Δε χάρηκα ακριβώς, αλλά τέλος πάντων» του είπα.
Η Χρύσα με σκούντηξε.
«Δε θ’ απολογηθώ κιόλας» της είπα. «Η εταιρεία της διοργανώτριας απολύει κόσμο σαν να μη συμβαίνει τίποτα»
Είχε γίνει έξαλλη μαζί μου.
«Τρομοκρατία είναι η μισθωτή σκλαβιά, αγαπητή μου» την ειρωνεύτηκα.
Μήνυμα. Το αμόρε.Αρκετά χάλασα το κέφι της Χρύσας σήμερα.Μέσα σε δέκα λεπτά, είχα προλάβει να βγάλω το στήθος μου φωτογραφία, όπως μου το χε ζητήσει, και του το έστειλα. Έπειτα πήγα να πλύνω τα χέρια μου. Μια κοπέλα δίπλα μου είδε τι έστελνα στο Ραφαήλ και με κοίταξε σχεδόν έτοιμη να ξεράσει. Δε θα την άφηνα να μου κάνει κήρυγμα. Κωλοδάχτυλο.
«Για ποιο λόγο;»
Η Χρύσα ήταν ακόμα πιο έξαλλη μαζί μου.
«Ξέρω πως δε σου αρέσει εδώ», μου γκρίνιαξε. «Προσπάθησε τουλάχιστον να το κρύψεις»
«Όχι» αποκρίθηκα. «Δεν πρόκειται να υποκριθώ. Είμαι σίγουρη πως το 80% του κόσμου δεν περνάνε καλά και το κρύβουν. Εγώ είμαι ελικρινής τουλάχιστον»
«Κανείς δε νοιάζεται για το πώς εσύ θα ξεχωρίσεις»
«Μόλις νοιάστηκες»
Κατευθύνθηκα προς τους δικούς μου.
«Ο κομμουνισμός είναι σέξι» φώναξα.
Κι εκείνοι κι οι άνθρωποι με τους οποίους μιλούσαν γέλασαν.
«Το εννοώ» έκανα.
Μια εβδομάδα μετά, οι δικοί μου εξακολουθούσαν να μη μπορούν να το χωνέψουν. Δεν είχα χρόνο ν’ ασχοληθώ με αυτό – μου αρκούσε που μου είχαν παραχωρήσει γι’ άλλη μια φορά το αμάξι. Έτσι, βρισκόμουν να οδηγώ Παρασκευή βράδυ σ’ ένα δρόμο γεμάτο κίνηση με τον κόσμο να βγάζουν τ’ απωθημένα μιας εβδομάδας. Δεν είχα ιδέα πού πήγαιναν όλοι αυτοί οι οδηγοί μα ήλπιζα να είναι αρκετά νηφάλιοι ώστε να γυρίσουν σπίτι τους. Φανάρι. Έβγαλα το κραγιόν μου και το καθρεφτάκι για να βαφτώ. Κάποιοι οδηγοί δίπλα έβριζαν. Τα φανάρια γίνονται πράσινα κάποια στιγμή, σκέφτηκα. Δε θα είσαι εδώ για πάντα. Τ’ αυτοκίνητα προχωρούν έπειτα από κάποιο διάστημα, όπως ακριβώς κι η ζωή.
«Σου έφτιαξα λίγη σούπα»
Η Πηνελόπη ήταν άρρωστη και την επισκέφτηκα μ’ ένα ταπεράκι. Ευτυχώς για ‘μένα ήμουν καλή μαγείρισσα – κι ας έλεγε η μάνα μου ότι ήξερε καλύτερα.
«Θα σου έδινα ένα φιλί, αλλά φοβάμαι μη σε κολλήσω» χαμογέλασε εκείνη.
Άνοιξε το ταπεράκι.
«Οι γονείς σου είναι ακόμα θυμωμένοι μαζί σου;» με ρώτησε.
«Που τους αμαύρωσα τη φήμη στο πάρτι της μπουρζουαζίας;» τη ρώτησα εγώ.
«Ναι»
Αναστέναξα.
«Δε μου αρέσει η πρόφατη συμπεριφορά τους» έκανα. «Νοιάζονται να τα ‘χουν καλά με μπουρζουάδες δίχως να θυμούνται πως όλα αυτά δεν είναι καν στην ιδεολογία τους»
«Καλή η ιδεολογία, αλλά ακόμα καλύτερο είναι να ‘χεις να φας» ειρωνεύτηκε η Πηνελόπη.
Αναστέναξα ξανά.
«Είμαι υποκρίτρια που τα ‘χω με μεσοαστό» είπα.
«Ο έρωτας συμβαίνει εξίσου ξαφνικά και παράδοξα με τ’ ατυχήματα» μου είπε εκείνη.
Έβγαλα ξανά το κραγιόν μου κι έγραψα στο παράθυρό της «ατυχήματα». Πάντα της άρεσε αυτή η λέξη – οπότε δε θα χε πρόβλημα να την έχει γραμμένη στο παράθυρό της. Έγραψα τη λέξη προσεκτικά μέχρι που πάγωσα στο τελευταίο «α». Η σκέψη μου πήγε στον καυγά της τελευταίας νύχτας με το Ραφαήλ. Με είχε δει που κοιτούσα το κινητό μου και μου είχε φωνάξει, κατηγορώντας με ότι μιλάω με κάποιον άλλον. Δεν ήθελα να θυμάμαι.
«Αριστεύουμε στο σχολείο, όχι όμως στις ανθρώπινες σχέσεις» είπα στην Πηνελόπη.
«Δεν τα πάτε καλά με το Ραφαήλ, ε;» με ρώτησε.
Έγνεψα καταφατικά.
«Μπορεί να θυμώσει μαζί μου στα καλά καθούμενα» της εξήγησα. «Τα ξέρεις. Είναι απρόβλεπτος. Είναι ο τύπος που τοποθετείται έξυπνα στις συνελεύσεις μα δε μπορεί να τηρήσει τα θεωρητικά. Έχει όλη τη δυναμική να γίνει καλός άνθρωπος. Αυτό με στεναχωρεί. Κάνει σαν να μην αξίζει την αγάπη μα. να ‘μαι, να του δίνω τη δική μου σε αφθονία»
Αναστέναξα.
«Είναι συναισθηματικά καταχρηστικός» παραδέχθηκα.
Ήταν η ώρα ν΄αναστενάξει η Πηνελόπη.
«Θα βγει μόνος του απ’ αυτό» μου είπε. «Το ξέρεις, έτσι;»
«Το ξέρω» είπα.
Τα μάτι μου έπεσε στο τελειωμένο ταπεράκι της. Δεν είχε άλλη σούπα.
«Χρειάζεται τίποτα άλλο;» τη ρώτησα.
«Όλα καλά» μου είπε.
Βγαίνοντας από το σπίτι της αναρωτήθηκα το εξής: κι αν εγώ δεν αξίζω τελικά την αγάπη; Άνοιξα την αντζέντα μου και το έγραψα στην πρώτη σελίδα. Δεν αξίζεις, μου έλεγε μια εσωτερική φωνή. Συνέχισα το δρόμο μου.
“’Cause when I’m around you, I keep changin’ my mind»
Social Links: