Ένα απο τα περισσότερο αναμασημένα αφηγηματικά μοτίβα είναι ο νοσταλγικός εξωραϊσμός της εκδίκησης του χαριτωμένου, απόβλητου, μοναχικού εφήβου με τα περίεργα ματογυάλια και τη δυσκολία ένταξης στις νόρμες και τις κοινωνικές συμβάσεις. Αυτή την τεράστια κάλτ μάζα που σήμερα αποκαλλούμε νέρντ κουλτούρα, της οποίας οι εγγενείς προβληματικότητες συστηματικά ρομαντικοποιούνται και ξεπλένονται απο το μέινστριμ, ξεκινάει απο το παραπάνω στερεότυπο/καρικατούρα. Η διάδοσή της, απο ταινίες προηγούμενων δεκαετιών – λ.χ. Revenge of the Nerds – έως και το πρόσφατο Big Bang Theory, αλλα και από την εμφάνιση και την άνοδο του ίντερνετ που αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος και σταθερό προπύργιό της, έγινε με όρους διόγκωσης και ταυτόχρονης συγκάλυψης του μισογυνισμού και της πολιτικής αντιδραστικότητας και συντηρητισμού που χαρακτηρίζει τον χώρο αυτό.
Δυστυχώς, το μόνο που άλλαξε είναι ότι πλέον είναι κουλ να είσαι νερντ.
Στην ταινία Matrix υπάρχει μια σκηνή όπου στον πρωταγωνιστή παρουσιάζονται δύο επιλογές: η μια είναι να πάρει το κόκκινο χάπι και η άλλη το μπλε. Το να πάρει το κόκκινο χάπι συνεπάγεται να συνειδητοποιήσει ότι ζούσε σε ένα ψέμα (και το μπλέ να συνεχίσει να κοιμάται σαν να μην κατάλαβε ποτέ τίποτα). Για τα λεγόμενα «νέρντς» ο όρος «redpilled», δανεισμένος από το Matrix και εφαρμοσμένος σε αυτό που αντιλαμβάνονται οι alt right της Αμερικής αλλά και της Ευρώπης ως πραγματικότητα, είναι η κατασκευασμένη συνειδητοποίηση ότι ζούμε σε μία κοινωνία όπου οι άντρες (και όχι οι γυναίκες) είναι συστημικά διωκόμενοι – αναμεμιγμένη με την σκόπιμη παρανόηση ότι η κοινωνία είναι σάπια εξαιτίας της «υπερβολικής» πολιτικής ορθότητας και των αριστερόστροφων ακτιβιστικών δράσεων.
Η κουλτούρα των νέρντ δημιουργήθηκε στην ουσία ως μια αντικουλτούρα που εξομαλύνει τη ματσίλα του μέινστριμ ανδρισμού. Οι μέτοχοί της την αντιλαμβάνονται ως μια προστατευτική μεμβράνη, μια κοινότητα που αγκαλιάζει όλους αυτούς τους (αποκλειστικά) άντρες που δεν είναι «δημοφιλείς».
Παρόλα αυτά, δεν απομακρύνεται καθόλου από τα προστάγματα και τις προβληματικότητες της μέινστριμ ματσίλας, απλά προσεγγίζει τον μισογυνισμό, την έμμεση ή άμεση ψυχολογική ή σωματική βία εναντίον των γυναικών που προέρχεται από την τοξική αντίληψη της αρρενωπότητας με έναν εναλλακτικό τρόπο, ο οποίος βέβαια έχει τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα. Μια νερντ επανίδρυση της ματσίλας δηλαδή.
Τα προτάγματα της αρρενωπότητας στην παραδοσιακή της έννοια κοινωνικοποιούνται ως ένα σύνολο πραγμάτων που πρέπει να υποστηρίξουν οτι ο άντρας πρέπει πάντα να είναι ελεύθερος από συναισθηματισμούς, ετεροφυλόφιλος, ανταγωνιστικός, κυρίαρχος, σκληραγωγημένος. Η αρρενωπότητα όπως επικοινωνείται στο πλαίσιο της σχολικής κοινότητας περιλάμβανε ένα σύστημα αποδοχής για τα αγόρια εκείνα που γίνονταν ορατά ως άντρες επειδή ήταν αθλητικά, έπαιζαν μπάλα στο διάλειμμα, είχαν περισσότερα μούσια και παρουσίαζαν ένα σκληρό προφίλ στην κλειστή δημοφιλία του σχολείου. Στον αντίποδα οι νερντ παρουσιάζονται ως «αγόρια» όχι «άντρες», ελλείψει της αθλητικότητάς τους αλλά και εξαιτίας των ασχολιών τους με πιο «εγκεφαλικές» δραστηριότητες όπως βιντεοπαιχνίδια, γλώσσες προγραμματισμού, παιχνίδια φαντασίας, επιτραπέζια, ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και τα συναφή. Όλα αυτά προφανώς παρουσιάζονται ως δήθεν μη παραδοσιακά αρσενικά στοιχεία και ΕΚΕΙ ακριβώς είναι που ενέχεται η τυφλότητα μπροστά στο γεγονός ότι ένας νερντ δεν ξεφεύγει στην πραγματικότητα ποτέ από την επιδραστικότητα της τοξικής αρρενωπότητας, απλά την προσεγγίζει αντεστραμμένη, μετατρέποντάς την από ένα κυνήγι ευθείας επικυριαρχίας σε ένα πλάγιο, έμμεσο κυνήγι εκδίκησης απέναντι στις γυναίκες που περιγράφονται ως «το τρόπαιο» και «ο εχθρός» ταυτόχρονα, αλλά και απέναντι στην κοινωνία την ίδια που του υποσχέθηκε αλλά δεν του παρέδωσε αυτά που του έμαθε εξαρχής οτι δικαιωματικά του ανήκουν. Η ματσίλα σε όλο αυτό το σύστημα δεν ενοχοποιείται ποτέ ουσιαστικά.
Έτσι ο νέρντ – ακόμα και μετανιωμένος για τον μισογυνισμό και την λανθάνουσα ματσίλα του – προβάλλει τον εαυτό του εκτός κοινωνίας, βυθισμένος είτε στο απόλυτο εσωτερικό φαντασιακό ή ως ενας αποστασιοποιημένος δορυφόρος που περιστρέφεται αμέτοχος γύρω από τα προβλήματα του κόσμου (που νιώθει ότι αρχικά τον απέρριψε).
Μεγάλωσα ως νέρντ, μεταλλάς, παίζοντας Dungeons & Dragons, και διαβάζοντας Τόλκιν και Λάβκραφτ. Η τότε στόχευσή μου ήταν να κατασκευάσω ένα κοσμοπρίσμα που θα μετέτρεπε την εγγενή αδυναμία μου απέναντι σε αυτό που με καθιστούσε μη δημοφιλή, σε μία εσωτερική ενδυνάμωση απέναντι στις «ορδές των ηλιθίων» που θεωρούσα ότι με περιέβαλλαν. Ήταν μία πράξη πολιτική, υπαγορευμένη από το όλο και θεριευόμενο εσωτερικό μίσος που έτρεφα, όχι απέναντι στην κατασκευή των προνομίων που φαίνονταν να απολαμβάνουν πολύ πιο εύκολα και ανοιχτά οι πιο νορμάλ αντρουά συμμαθητές μου, αλλά στο γεγονός ότι εγώ αυτά τα προνόμια δεν τα απολάμβανα τόσο –ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Αυτό το αυτοεξόριστο, σχεδόν μισάνθρωπο, στοιχείο της παλιάς κοινωνικής μου ταυτότητας περιέγραφε αντεστραμμένη την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ότι η κοινωνία δηλαδή, μας χρωστάει αναγνώριση ως νερντς, και επειδή δεν την αποκτούμε ποτέ όπως μας την υπόσχονται, κεφαλαιοποιούμε αυτό το υπαρξιακό αντίστροφο, ότι εμείς δεν χρωστάμε τίποτα σε αυτήν.
Έτσι, ο πραγματικά μετανιωμένος νeρντ αντιλαμβάνεται ότι ο μόνος δρόμος είναι η συμμετοχική προσωπική εμπλοκή και η σκληρή κριτική στην κουλτούρα που τον γέννησε και τον γαλούχησε. Όχι μόνο μια δημοσιοσχεσίτικη, επιφανειακή απόσταση απέναντι στο σεξισμό, διότι αυτός είναι ο δρόμος των νερντς που μετανιώνουν με ημίμετρα, ή δεν μετανιώνουν στην ουσία ποτέ.
Εδώ πρέπει να γίνει ορατή η αναντίρρητη διείσδυση ακροδεξιών ιδεολογημάτων μέσα στην κουλτούρα των νερντ, και ειδικότερα στην κουλτούρα του νερντ που ακούει «ακραία» μουσική, παίζει παιχνίδια φαντασίας, διαβάζει κόμικς και είναι αυτό που λέμε, κομπιουτεράς. Αυτή η διείσδυση επιτελείται με διάφορες μορφές, από τον μεσαιωνικό εσκαπισμό μέχρι το κίνημα «dark enlightenment», και από το MRA (men rights activism) μέχρι το gamergate.
Tο ενδιαφέρον σε αυτή την πτυχή του ζητήματος, είναι ότι τα «χρωστούμενα» της κοινωνίας δεν αναζητούνται μόνο στο παρόν πλέον, αλλά προβάλλονται (για να ξεπλυθεί η εγγενής προβληματικότητά τους) στο φαντασιακό παρελθόν και έτσι εξασφαλίζεται οντολογικά ότι πάντα ο άντρας νέρντ θα νιώθει το ανοίκειο της ανθρώπινης κοινωνίας ως μια βολική κιβωτό άφεσης αμαρτιών και άρνησης ευθυνών, διότι ο αυτοκατασκευασμένος σκοταδισμός θα είναι πάντα φαντασιακός, και ως εκ τούτου ανέγγιχτος, αναλλοίωτος και πάντα δικός μας, και πότε δεν θα χρειάζεται έτσι ο νέρντ να αποδεχτεί την ωμή πραγματικότητα της σαπίλας που ελλοχεύει στις βάσεις της υποκουλτούρας που τυφλά υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια – λατρεύοντάς την εθελότυφλα και κρίνοντάς την μόνο ευθυνόφοβα, χλιαρά και επιδερμικά, τελικά με μοναδικό σκοπό να παραμένει βυθισμένος στην αυτοαναφορικότητα της νοσταλγίας της.
Γιαυτό ο νέρντ είναι ο καλύτερος νεο-αντιδραστικός κυριώς όταν παραμένει αμετανόητος.
Γι’ αυτό τελικά το «χάπι» που καταναλώνει ο αμετανόητος νέρντ για να παραμείνει αμετανόητος, δεν είναι μονο το κόκκινο. Είναι και τα δύο μαζί.
Social Links: