«Ωραίο, αλλά τουρλουμπούκι! Τι στο καλό σας έπιασε και βάζετε τον ακαδημαϊκό Όζου δίπλα στον Γκοτζίλα, και τον Κουροσάβα μαζί με τα κινούμενα σχέδια του Μιγιαζάκι; Γιατί δεν το κάνετε λίγο πιο ομοιόμορφο βρε παιδί μου;»
Αυτό πάνω-κάτω είναι το ζουμί των περισσότερων σχολίων που πήραμε από σινεφίλ όταν ζητήσαμε τη γνώμη τους για το πρόγραμμα προβολών που σχεδιάσαμε για το μίνι φεστιβάλ της Πέμπτης 23 και της Παρασκευής 24 Νοεμβρίου που διοργανώνει το ΣΚΡΑ-punk σε συνεργασία με το πάντα φιλόξενο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου και τη θρυλική πια για τις πολιτιστικές της παρεμβάσεις ΕΚΟΥΕΝ.
Το τουρλουμπούκι όμως αυτό είναι απολύτως εσκεμμένο, όσο ακριβώς εσκεμμένη είναι και η φιλοσοφία του σκρα-punk να ασχολείται με την ποπ κουλτούρα και την πολιτική – δύο πεδία που μόλις λίγα χρόνια πριν θεωρούνταν τελείως ασύμβατα μεταξύ τους – συχνά ταυτόχρονα στο ίδιο κείμενο, και πάντα αποφεύγοντας τον εύκολο και ξύλινο καταγγελτικό λόγο, στον οποίο μερικές φορές ενδίδουν και οι καλύτεροι.
Βλέπουμε λοιπόν μια μεγάλη, σημαντική αλλαγή: Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, σε λιγότερο από δυο γενιές, περάσαμε από την στεγανή διάκριση μεταξύ της υψηλής και της ποπ κουλτούρας, με τον σαφή ταξικό της χαρακτήρα και τους συνεπακόλουθους αποκλεισμούς της, στις υποκουλτούρες (πανκιά και φρικιά, ροκαμπίλι και γκαράζ), από εκεί στην ειρωνική τους χιπστερική μίξη και τον πολιτιστικό νιχιλισμό, και πλέον, ελπίζουμε, στην απελευθερωτική, χωρίς ενοχές απόλαυση των απανταχού πολιτιστικών έργων υπό το πρίσμα πολλαπλών και υβριδικών ταυτοτήτων και προσωπικών αστερισμών νοήματος.
Κολυμπάμε σε έναν αχανή ωκεανό περιεχομένου και δυνατοτήτων. Η προηγουμένη γενιά ονειρευόταν το Βιβλίο των Μικρών Εξερευνητών – σήμερα το έχουμε στο κινητό μας, και μαζί μ’ αυτό πολλά περισσότερα. Ο ξάδερφος που σου έγραφε κασέτες με τα ψαγμένα, τα δυο-τρία εγχώρια και ξένα περιοδικά για το σινεμά και τη μουσική, τα cd των 20 ευρώ για 12 τραγούδια (τα 8 απ’ αυτά μέτρια) ανήκουν στο παρελθόν. Πλέον, η τουλάχιστον κατ’ αρχήν πρόσβασή μας στα έργα του πολιτισμού είναι αυτονόητη, παγκόσμια και στιγμιαία.
Βεβαίως, η νέα αυτή συνθήκη έχει τις δικές της προκλήσεις και προβλήματα: ενδεικτικά, το ψηφιακό χάσμα, τη διάσπαση της προσοχής που φέρνει η άμεση προσβασιμότητα, την έλλειψη κοινής αναφοράς σε κάποιο πολιτιστικό zeitgeist (αν και οι σειρές καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό αυτό το κενό), τη σχετικοποίηση, το υπαρξιακό κενό – δηλαδή ξανά τον νιχιλισμό.
Από την άλλη όμως, κι αυτό έχει τεράστια σημασία, δεν χρειάζεται πλέον να περιοριζόμαστε σε κάποιο μέχρι πρότινος στενότατο ρεύμα πολιτιστικής διαθεσιμότητας. Δεν χρειάζεται να δικαιολογούμαστε για κάτι που απλώς μας αρέσει να βλέπουμε ή να ακούμε λέγοντας “το βλέπω ειρωνικά”. Δεν χρειάζεται να βλέπουμε και ν’ ακούμε ό,τι ακριβώς και οι κολλητοί μας. Δεν χρειάζεται να δίνουμε λόγο σε κλίκες και ιερατεία που συχνά δεν δικαιολογούν ούτε στο ελάχιστο τις αξιώσεις του κήνσορα που εγείρουν.
Και πολύ περισσότερο, είμαστε πλέον ελεύθεροι να συνθέσουμε δημιουργικά γλώσσες και διαλέκτους έκφρασης που για καιρό θεωρούνταν ασύμμετρες και ασύμβατες – τόσο στο πεδίο της διαμόρφωσης της προσωπικής μας πολιτιστικής ταυτότητας, όσο και σ’ αυτό της νέας πολιτιστικής δημιουργίας. Πλέον μπορούμε με άνεση και χωρίς προκαταλήψεις να κινούμαστε διαρκώς ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό διατηρώντας πολλά ταυτόχρονα και διακριτά πεδία ανάγνωσης καθώς και τη δυνατότητα της αμοιβαίας αναφοράς και αλληλοτροφοδότησης.
Κι αυτή η κάπως μετανεωτερική συνθήκη, βρίσκει την παραδειγματική της έκφραση στον ιαπωνικό πολιτισμό, ο οποίος λόγω της απόστασής του από τη Δύση, εξαρχής είδε με μεγαλύτερη ελευθερία τη δυνατότητα μίξης ετερόκλιτων στοιχείων. Όχι μόνο οι δύο σπουδαίοι σκηνοθέτες τους οποίους παρουσιάζουμε, ο Όζου και ο Κουροσάβα εμπνεύστηκαν από αφηγηματικούς τρόπους της ουσιαστικά λαϊκής αμερικανικής κουλτούρας (κυρίως τα γουέστερν), αλλά και σήμερα πολλοί από τους επιδραστικότερους Ιάπωνες καλλιτέχνες, όπως ο Τακέσι Κιτάνο και οι Boris, κινούνται με υποδειγματική ευκολία ανάμεσα στα είδη και τα ύφη, διευρύνοντας τη δημιουργική παλέτα όχι μόνο των συμπατριωτών τους, αλλά και του παγκόσμιου σύγχρονου πολιτισμού.
Γι’ αυτό ακριβώς επιλέξαμε κάθε μία από τις δύο μέρες αυτού του μίνι-φεστιβάλ να περιέχει τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες: από το υψηλό και ακαδημαϊκά αναγνωρισμένο (Όζου και Κουροσάβα), μέχρι το ποπ φιλμ (αστυνομικό και ταινία τρόμου), και είδη που παραδοσιακά βρίσκονται στο περιθώριο της ακαδημαϊκής ανάλυσης, όπως τα φιλμ τεράτων kaijū (怪獣) και κινουμένων σχεδίων.
Mε άλλα λόγια, στόχος μας είναι η επιλογή αυτή να διευρύνει τους ορίζοντες προσδοκίας όσων θα έρθουμε στο φεστιβάλ αρχικά γνωρίζοντας μία ή μόνο κάποιες ταινίες, για να έρθουμε στη συνέχεια σε επαφή με την πολυμορφία της ιαπωνικής κουλτούρας και να αμφισβητήσουμε τα συχνά αυθαίρετα στεγανά στα οποία εγκλωβίζουμε την πολιτισμική μας εμπειρία.
Ελάτε λοιπόν με την κατάνα σας, κι αφήστε τις προκαταλήψεις σπίτι!
Social Links: