Σαββατόβραδο. Μιλούσα μ’ έναν τύπο που μόλις είχα γνωρίσει. Πήγαινε καλά. Ήμουν χαρούμενη γι’ αυτό μα κάτι με κρατούσε πίσω. Ο Ραφαήλ. Αυτός ήταν. Μου χε στείλει μήνυμα πιο πριν…

No, Honey 8: Κανένα Σύννεφο

Σαββατόβραδο. Μιλούσα μ’ έναν τύπο που μόλις είχα γνωρίσει. Πήγαινε καλά. Ήμουν χαρούμενη γι’ αυτό μα κάτι με κρατούσε πίσω. Ο Ραφαήλ. Αυτός ήταν. Μου χε στείλει μήνυμα πιο πριν κι έλεγε πως θα ερχόταν να με βρει. Του είχα δώσει τα στοιχεία του πάρτι. Δεν έπρεπε. Δε χρειαζόταν. Απλά δε χρειαζόταν.Έπρεπε να πάω όμως. Ήθελα να πάω. Άφησα τον τύπο.

«Φεύγω» έκανα στην Πηνελόπη.

«Πού πας;» με ρώτησε.

Την κοίταξα συνωμοτικά.

«Για ποιο γαμημένο λόγο;» φώναξε.

Όταν τον ξαναείδα, ήξερα πως ήμασταν και πάλι μαζί. Μερικά πράγματα μπορείς να τα καταλάβεις χωρίς κόπο.

Είχα σχέδια ήδη από τις πρώτες ημέρες. Σε ένα τηλεφώνημα του είπα πως έχω μια ιδέα.

«Να ρίξεις τον καπιταλισμό με τη λίμα των νυχιών σου; με πείραξε.

Καμία σχέση. Η ιδέα μου ήταν να καλέσουμε τη Βίκυ και το Λάμπρο σε διπλό ραντεβού. Συμφώνησε, το ίδιο κι εκείνοι. Δεν ήταν κάτι που μετάνιωσα καθώς ο Ραφαήλ έδειχνε να συμπαθεί τα παιδιά. Ήταν αξιοσημείωτο εφόσον δύσκολα συμπαθούσε τους ανθρώπους γενικότερα. Οι φαντασιώσεις μου για ένα δείπνο όπου κάποιος λέει κάτι και γίνεται πανικός μετά, σαν στα sitcoms του Netflix, είχαν ήδη γίνει σκόνη. Θρηνούσα τα πιάτα που δε θα έσπαγαν σ’ εκείνο το εστιατόριο.

Όλα αυτά μέχρι να ασχοληθούμε με ποπ σταρς στη συζήτησή μας.

«Γυναίκες – είδωλα» έκανε η Βίκυ. «Η Μπρίτνι ξεκάθαρα. Τη βλέπεις στο instagram να δείχνει όσο καλά δε θα δείχνουμε εμείς σε δέκα ζωές, τα shows της πάνε καλά, μέχρι κι ο πίνακας που ζωγράφισε πούλησε πολύ. Τίποτα δε θυμίζει όλο αυτό που είδαμε το 2007. Η γυναίκα είναι το σύμβολο της πορείας κάθε μιλένιαλ»

«Όλα αυτά τα έκανε για να τραβήξει την προσοχή» έκανε ο Ραφαήλ. «Κανείς δεν είναι ποτέ τόσο χάλια όσο λέει ή δείχνει»

Έτρεφα ένα μίσος γι’ αυτές τις αντιλήψεις. Είχα συναναστρεφεί κατά καιρούς με άτομα με κατάθλιψη, αγχώδη διαταραχή, με αρκετά σκοτεινές στιγμές, τέλος πάντων, για να δεχθώ ότι όλα αυτά τα έκαναν για να τραβήξουν την προσοχή. Τον κοίταξα θυμωμένη.

«Κι εσύ κάνεις πράγματα για να τραβήξεις την προσοχή» μου είπε. «Πιστεύεις αλήθεια πως σε πιστεύω όταν στεναχωριέσαι;»

Μη, μη μιλήσεις. Είστε μπροστά σε κόσμο. Η Βίκυ είχε φρικάρει, το ίδιο κι ο Λάμπρος. Κοκκίνισα από ντροπή.

«Η σαλάτα ήταν καλή, δεν ήταν;» έκανα στους άλλους.

«Ναι, ναι» αποκρίθηκε η Βίκυ.

Ο Λάμπρος έβαλε λίγο κρασί στο ποτήρι του. Η φίλη μου έκανε κι αυτή να βάλει λίγο.

«Όχι, αρκετά» την εμπόδισε αυτός. «Δε θα έπρεπε να πίνεις τόσο»

Εκείνη ήδη το γέμιζε.

«Πολύ αργά» του είπε. «Σ’ ευχαριστώ για το ηθικό κήρυγμα αλλά δε θ’ ακούσω»

Η εξέλιξη αυτή δεν του άρεσε μα δεν το συνέχισε. Εγώ άνοιξα το πορτοφόλι μου για να υπολογίσω πόσο θα πλήρωνα. Μου έπεσε ένα ευρώ. Πήγα στο δίπλα τραπέζι όπου κάθονταν ένα ζευγάρι ανδρών. Συνειδητοποίησα πως ο ένας ήταν ο Λουκάς. Τον χαιρέτησα. Είχα πολύ καιρό να τον δω – δεν πάταγα κιόλας στη σχολή. Τον σύστησα στα παιδιά. Κατάλαβα πως με τη Βίκυ γνωρίζονταν, όπως ότι εκείνη ήταν αμήχανη απέναντι του. Όταν ο Λουκάς δεν άκουγε, τη ρώτησα τι σχέση είχαν. Μου εξήγησε πως ήταν κολλητοί μα μάλωσαν άσχημα.

Καθώς πλήρωνα, σκεφτόμουν πως ήταν ένα παράξενο βράδυ. Είχα νιώσει αμήχανα πολλές φορές, όχι μόνο λόγω του Ραφαήλ, αλλά κι εξαιτίας του καυγά ανάμεσα στη Βίκυ και στο Λάμπρο. Ήταν άλλο ένα πλήγμα για την εικόνα που είχα γι’ αυτούς ως ζευγάρι. Ήμουν σίγουρη πως δε γινόταν για πρώτη φορά, ούτε θα γινόταν για τελευταία. Δεν ήταν ένας μικρός, χαζός καυγάς λόγω οικειότητας. Δεν το πίστευα αυτό. Έμοιαζαν σαν να μην είχαν δεχθεί ο ένας τον άλλον σαν άτομα.

Εκείνη εν τέλει ανταπέδωσε την πρόσκληση, με το να καλέσει εμένα και το Ραφαήλ στο πρώτο πάρτι μαγαζιού που θα έπαιζε. Ήταν μια καλή συγκυρία – λίγα λεπτά ήμασταν εκεί κι είδα έναν τύπο που θαύμαζα πολύ τη δουλειά του κι ήθελα πολύ να του μιλήσω.

«Υπέροχο» έκανε ο Ραφαήλ μόλις αντιλήφθηκε τον ενθουσιασμό μου. «Πήγαινε να του την πέσεις, όπως είμαι σίγουρος ότι σκοπεύεις να κάνεις. Αλλά, αν του μιλήσεις, εγώ φεύγω»

Έκανε μεταβολή.

«Φεύγω» μου είπε.

«Δε θα πας πουθενά!» του φώναξα.

Πολύ αργά. Του έγραφα ένα μήνυμα όπου τον έβριζα ενώ έκλαιγα. Η Βίκυ μου έκανε νόημα να έρθω κοντά της στην κονσόλα.

«Είναι μαλάκας» μου είπε. «Δε σου αξίζει τέτοιο άτομο»

Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Πρέπει να φύγω» αποκρίθηκα. «Νιώθω όλο και χειρότερα»

«Αν είναι το καλύτερο για σένα…» έκανε.

Βγήκα στα στενά του Ψυρρή. Πάντα τα μπέρδευα γιατί ο προσανατολισμός μου ήταν αδύναμος. Ήθελα να πάω Σύνταγμα να πάρω το 040 για το σπίτι. Σταμάτησα σ’ ένα σουβλατζίδικο για να ρωτήσω πώς βγαίνουν για Μοναστηράκι.

«Συγγνώμη, μήπως…»

Δε μπόρεσα να ολοκληρώσω τη φράση μου. Τα γεγονότα της προηγούμενης ώρας ήταν ακόμα νωπά και δε μπορούσα παρά να κλαίω. Ένας τύπος δίπλα μου με χτύπησε φιλικά στην πλάτη και μου έλεγε «you’re so beautiful, you shouldn’t cry» χαμογελαστός. Ο ταμίας περίμενε να ολοκληρώσω τη φράση μου ανέκφραστος.

«Ερμού» του είπα τελικά. «Πώς βγαίνουμε Ερμού;»

Μου έδωσε οδηγίες. Ξεκίνησα να περπατάω τους άδειους δρόμους. Κλειστά μαγαζιά κι άστεγοι. Με ψυχοπλάκωναν. Έβαλα την εφαρμογή του ΟΑΣΑ να δω τι ώρα περνάω το λεωφορείο. Τότε το κινητό έκλεισε από μπαταρία. Το έριξα κάτω από το θυμό. Μετά θυμήθηκα πως το χρειαζόμουν και το μάζεψα.

Έφθασα ως τη στάση. Μια κοπέλα με μπλε μαλλιά βρισκόταν δίπλα μου.

«Μπλε μαλλί και septum» μουρμούρισα. «Αθάνατη μόδα»

Η κοπέλα με κοίταξε θυμωμένη μα μετά άρχισε να γελάει.

«Είμαι πολύ μεθυσμένη» έκανε.

«Είμαι πολύ πληγωμένη» της είπα.

Πήρα στυλό από την τσάντα της και το έγραψα στο χέρι της. Δε θα πάψει ποτέ να είναι σουρρεαλιστικό να είσαι μεθυσμένος, σκέφτηκα.

Το λεωφορείο έφθασε. Βρισκόμουν δίπλα σε μια ανδροπαρέα – κι αυτοί μεθυσμένοι. Ο ένας βρήκε την όρεξη να μου την πέσει.

«Έχεις ωραία μάτια» μου είπε.

«Και καμία θέληση για ζωή αυτήν τη στιγμή» του είπα.

«Η ζωή δεν έχει νόημα»

Αναστέναξα.

«Τι σκέφτεσαι για το σύμπαν;» με ρώτησε.

«Ότι θα με καταπιεί αυτή τη στιγμή» αποκρίθηκα.

Έβαλα ξανά τα κλάματα κι έβγαλα ξανά το στυλό και το σημειωματάριό μου κι άρχισα να γράφω «δεν έχει νόημα». Σταμάτησα όταν είδα πως είχα γεμίσει μια ολόκληρη σελίδα με αυτή τη φράση. Την έσκισα και την πέταξα στο κεφάλι του μεθυσμένου τύπου. Ευτυχώς είχε έρθει η ώρα να κατέβω γιατί πολλοί ήδη με κοίταζαν.

Όταν έφθασα σπίτι, έβαλα το κινητό να φορτίζει. Το άνοιξα. Είχα ήδη μήνυμα από το Ραφαήλ.

«Θέλω να χωρίσουμε» έλεγε.

Δε μπορούσα να του γράψω τίποτα.

«Been a fool for weeks»