Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει κατεξοχήν τις ταινίες του Χόλιγουντ είναι η έλλειψη ιστορικότητας. Αν δεν πρόκειται για μια ευθέως ιστορική ταινία, τα στούντιο του Λος Άντζελες συνήθως δεν ασχολούνται με…

Three Billboards Outside Ebbing, Missouri: το εύφλεκτο πένθος της αμερικανικής ενδοχώρας

Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει κατεξοχήν τις ταινίες του Χόλιγουντ είναι η έλλειψη ιστορικότητας. Αν δεν πρόκειται για μια ευθέως ιστορική ταινία, τα στούντιο του Λος Άντζελες συνήθως δεν ασχολούνται με το νήμα που συνδέει τα όσα συμβαίνουν στα πλατώ τους με μείζονες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις του μακροσκοπικού παρελθόντος. Σε ένα τόσο μεγάλο πεδίο υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα η αποτύπωση των ψυχροπολεμικών ανησυχιών στα θρίλερ των 70s, αλλά ο κανόνας παραμένει ανιστορικός. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη διαφορά του Χόλιγουντ με το ευρωπαϊκό σινεμά, το οποίο πολύ συχνά, κυρίως μέσα από συμβολισμούς και πλάγιες αναφορές, κρατάει σε πρώτο πλάνο τον ιστορικό χαρακτήρα όσων εξιστορεί. Εκεί, ο χαρακτήρας αυτός είναι συχνά και στρουκτουραλιστικός – το κινηματογραφικό περιβάλλον και οι χαρακτήρες εξυπηρετούν μόνο ως ένας μηχανισμός της αναπόδραστης μεταφοράς της ιστορίας στο παρόν. Οι μεγαλύτεροι δημιουργοί του ανατολικοευρωπαϊκού κυρίως σινεμά έχουν σημαδευτεί από ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό (βλέπε για παράδειγμα Αντρέι Ταρκόφσκι – Καθρέφτης και Μπέλα Ταρ – Σάταντανγκο).

Από την άλλη, εκείνο που μπορεί να κάνει φανταστικά το φιλελεύθερο Χόλιγουντ είναι το να θέτει σε κίνηση τις ήδη υπάρχουσες υλικές και ψυχικές δυναμικές που δρουν εντός μιας κοινωνίας και να τις ζωντανεύει μέσω των χαρακτήρων του, οι οποίοι κατά κανόνα έχουν μεγαλύτερη αυτονομία από τους Ευρωπαίους ομόλογούς τους. Τα ίδια χαρακτηριστικά έχει και το βρετανικό θέατρο, γνήσιο τέκνο του οποίου είναι ο Ιρλανδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Martin McDonagh. Εκεί ακριβώς είναι και το σημείο που χτυπάει φλέβα το Three Billboards Outside Ebbing, Missouri. Παίρνει όλη τη διάχυτη ατομική βία του αγγλο-αμερικάνικου κόσμου, βία συχνά ακατανόητη και προϊόν μιας ασαφούς «αμερικάνικης τρέλας» για τους Ευρωπαίους, την εκθέτει άψογα και την τοποθετεί σε μια βάση όχι ιστορική αλλά φαινομενολογική: μαρτυρά το πώς η οργή χτίζεται σκαλοπάτι-σκαλοπάτι μέσα στην εμπειρία των υποκειμένων, και ποια περιστατικά-κόμβοι στην προσωπική ιστορία του καθενός μπορούν να απελευθερώσουν μια καταιγιστική δύναμη καταστροφής, πολλές φορές άνευ προηγουμένου ή εύλογης πρόβλεψης.

 

Ο McDonagh έχει άλλωστε ασχοληθεί εκτενώς με το πένθος μέσα από θεατρικά έργα και θεματικές όπως ο IRA, ο ρατσισμός, ο συντηρητισμός και οι εκρήξεις βίας στις μικρές ιρλανδικές πόλεις. Εδώ, ο ίδιος πιάνει το καλοφτιαγμένο αυτό καλούπι και βρίσκει το ανάλογο υλικό για να το γεμίσει από εδώ και το τώρα της Αμερικής. Οι χαρακτήρες του είναι καίρια τοποθετημένοι εντός της: έχουν συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, φύλο, φυλή, ψυχική συγκρότηση. Πιο σημαντικά όμως, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν μειώνονται αφελώς το ένα στο άλλο, αλλά ούτε και απαρτίζουν εξ ολοκλήρου τα υποκείμενα: το Three Billboards δεν είναι άλλη μια ταινία που φιλοδοξεί να ανέβει στο καιροσκοπικό βαγόνι με το χρήμα του κινηματογράφου των πολιτικών ταυτότητας της εποχής μας. Αντίθετα, οι ταυτότητες υπάρχουν εκεί όπως πρέπει να υπάρχουν: εμμενείς, φαινομενικά αόρατες και σιωπηλές, δεν ορίζουν εξ ολοκλήρου έναν χαρακτήρα, αλλά εκεί που πρέπει εμφανίζονται ως σκληρά όρια και κατευθυντήριες γραμμές της προσωπική του ιστορίας.

Το Three Billboards πραγματεύεται, εκτός από τη βία και τις ταυτότητες, επίσης το πένθος και το πώς μια ολόκληρη κοινωνία και πραγματικότητα αλλάζουν όψη στα μάτια μιας μητέρας που το παιδί της βιάστηκε και δολοφονήθηκε. Το ξέσπασμά της δεν είναι δίκαιο, ούτε και άδικο: είναι απαραίτητο. Είναι εργαλειακά χρήσιμο, πετυχαίνει κάποιους πρακτικούς σκοπούς όπως την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης από την αστυνομία, αλλά ποτέ τη λύτρωση που ψάχνει ο γονιός που θρηνεί. Ούτε το ξέσπασμα, ούτε η εκδίκηση, ούτε και οτιδήποτε άλλο. Η ταινία παίρνει σαφή θέση: όλα τα παραπάνω είναι μηχανισμοί για να μας κρατούν απασχολημένους ώστε να μην αναμετρηθούμε με το πένθος. Ο Γάλλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν θα υπερθεμάτιζε: η φαντασίωση ήταν γι’ αυτόν μόνο ένα μέσο του ανθρώπου για να μη σαστίζει μπροστά στα άπειρα ενδεχόμενα της ζωής, αλλά και για να υποφέρει τον μονόδρομο στα οποία αυτά ενίοτε περιορίζονται, όπως στην περίπτωση ενός θανάτου.

Τέλος, το Three Billboards κερδίζει ένα πολύ σημαντικό στοίχημα. Από τη μία, τα ζητήματα που πραγματεύεται είναι από τη φύση τους υπερβολικά (οργή, θάνατος, πένθος) και επιφέρουν υπερβολικές αντιδράσεις. Από την άλλη, παίζει σε ένα ναρκοθετημένο χολιγουντιανό πεδίο, όπου η κιτς υπερβολή συχνά σκοτώνει τα συναισθήματα του δράματος. Η ταινία καταφέρνει να βαδίσει στο τεντωμένο σχοινί αυτής της αντίθεσης με επιδεξιότητα: κάθε υπερβολική αντίδραση πηγάζει από ένα τραυματικό γεγονός στη ζωή ενός γνησίως πολυδιάστατου χαρακτήρα, με μια προσωπική ιστορία μέσα στην οποία βγάζει νόημα, τόσο που ακόμα και οι θεαματικοί εμπρησμοί μιας γιαγιάς δεν σου σηκώνουν το βλέφαρο ούτε στιγμή.

Αν δεν το καταλάβατε ήδη, αριστούργημα. Να μην χαθεί.