(Το Α΄ Μέρος εδώ) Κι ο καιρός συνέχιζε να περνά με επιδεικτικά αργούς ρυθμούς και μαζί οι εξαντλητικοί, δαιδαλώδεις λογισμοί που τον βάραιναν, αυξάνονταν κι άλλο και τον ακινητοποιούσαν. Είχαν…

Mindtruck 11: Γραμμή Παραγωγής (Β΄ Μέρος)

(Το Α΄ Μέρος εδώ)

Κι ο καιρός συνέχιζε να περνά με επιδεικτικά αργούς ρυθμούς και μαζί οι εξαντλητικοί, δαιδαλώδεις λογισμοί που τον βάραιναν, αυξάνονταν κι άλλο και τον ακινητοποιούσαν. Είχαν αρχίσει σαν αποτέλεσμα όλων αυτών να τον ταλαιπωρούν κι οι αϋπνίες κι όποτε κατάφερνε να τον πάρει ο ύπνος για δύο-τρεις ώρες το πολύ μετά απ’ την επίδραση χαπιών, του εμφανίζονταν εφιάλτες τρομεροί. Από ένα σημείο και μετά όμως, σ’ όλους παρατηρούσε πως επαναλαμβανόταν η ίδια εικόνα που πεταγόταν στο άσχετο. Είτε έβλεπε πως τον κυνηγούσαν τέρατα και δαίμονες, είτε αόρατοι εχθροί και σκιές που τον διαμέλιζαν και τον σκότωναν με κάθε τρόπο και τον πετούσαν στο χάος, πάντα κάποια στιγμή παρεμβαλλόταν σαν φόντο ένα περίεργο αντικείμενο που είχε παρατηρήσει εδώ και καιρό και του έκανε εντύπωση σε μια γωνιά της μεγάλης αίθουσας του εργοστασίου.

Έμοιαζε σίγουρα με μια μηχανή κι αυτό, αλλά δε φαινόταν να έχει καμιά χρησιμότητα έτσι αποκομμένο απ’ τα υπόλοιπα, ούτε μπορεί να ήταν χαλασμένο και να ‘θελε απόσυρση, γιατί ήταν από πάντα εκεί και κανείς απ’ όσους μπαινόβγαιναν καθημερινά τόσο καιρό κι ήταν η δουλειά τους να προσέχουν τα μηχανήματα, δεν το είχε μετακινήσει. Επίσης ούτε ήταν σκουριασμένο ή σκονισμένο για να πεις ότι το είχαν παρατήσει. Σίγουρα κάτι έκανε, αλλά ήταν το μόνο απ’ όλα τα άλλα που δεν μπορούσε καν να υποθέσει τι ήταν αυτό. Γκρίζο, ίσα με ενάμισι σχεδόν μέτρο ύψος, ήταν στο σχήμα του τραπέζιου, με το πλάτος της κάτω οριζόντιας πλευράς που ακουμπούσε στο έδαφος να είναι μικρότερο από εκείνο της πάνω, που δημιουργούσε μια ευρεία, λεία επιφάνεια. Ενιαίος όγκος, χωρίς κενά στις επιφάνειές του και με τις γωνίες να ενώνονται με καμπύλες γραμμές που κύρτωναν προς τα μέσα. Καθόταν και το χάζευε κάθε μέρα από τότε που του έγινε εμμονή να βρει τον κρυφό ρόλο που έπαιζε στο σύστημα κι είχε μάθει απ’ έξω τις παραμικρές λεπτομέρειες της μορφής του, έτσι που μπορούσε να το αναπαραστήσει στη φαντασία του όποτε ήθελε, έως και στα ακριβή μέρη που είχε χαρακιές και σημάδια και βίδες που στερέωναν πλάκες που άνοιγαν. Αλλά φοβόταν να ρωτήσει γι’ αυτό οποιονδήποτε, γιατί του είχανε πει να κοιτά τη δουλειά του για πολύ πιο αυτονόητες απορίες.

 

Δεν ήθελε και πολύ ακόμα ήταν η αλήθεια για να του σαλέψει τελείως εκεί μέσα. Το μόνο που έβλεπε όλη τη μέρα ήταν μηχανές που τρέμανε και πήγαιναν πέρα-δώθε και πάνω-κάτω και αχανείς εκτάσεις από μακρόστενους κυλιόμενους διαδρόμους που έσερναν αντικείμενα πριν γίνουν συσκευασίες και κινούνταν διαρκώς με τον ίδιο ενοχλητικό αργόσυρτο ρυθμό και κάποιοι απ’ αυτούς σταματούσαν κάθε τόσο με την ίδια ακριβώς συχνότητα κάθε φορά, για να έρθουν από πάνω άλλες τεράστιες μηχανές σαν άλλες δαγκάνες και ν’ αρπάξουν αντικείμενα από χαρτί και από γυαλί κι από πλαστικό κι από όποιο άλλο γαμω-υλικό προσφερόταν για κονσερβοποίηση. Αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι ρυθμοί σε όλα και οι προκαθορισμένοι χρόνοι και οι ίδιες αποστάσεις μεταξύ όλων των αντικειμένων, που του στερούσαν κάθε πιθανότητα έκπληξης, του είχαν σπάσει τα νεύρα. Έκανε αμάν να πάει κάτι στραβά για να νοιώσει ότι έχει λόγο ύπαρξης κι ότι χρησιμεύει σε κάτι και συχνά σκεφτόταν το πώς μπορούσε να χαλάσει ή να απορρυθμίσει κάτι χωρίς να τον πάρουνε χαμπάρι, γιατί τότε θα απολυόταν με συνοπτικές διαδικασίες το δίχως άλλο. Πότε-πότε ξέκλεβε λίγο χρόνο στα κρυφά, τις ώρες που ήταν πιο απίθανο να ανακαλύψουν ότι εγκατέλειψε το πόστο του και έφευγε για να συναντήσει κανέναν ή καμιά συνάδελφο από τα δίπλα τμήματα, αφού είχαν συνεννοηθεί από πριν, για να πει μια κουβέντα με έναν άνθρωπο και ν’ αλλάξει παραστάσεις.

Εδώ να πούμε ότι απ’ την αρχή του είχαν αρέσει μερικές κοπέλες που δούλευαν εκεί και του είχαν τραβήξει την προσοχή, όμως σχεδόν με όλες τους δεν είχε το θάρρος να πει κάτι πέρα από ένα γεια ή κάνα-δυο κουβέντες για τη δουλειά. Μόνο μετά από αρκετό διάστημα ξεχώρισε μία, με την οποία η φάση ήταν ότι συναντιόντουσαν έτσι στα κλεφτά, στην αρχή με άλλους μαζί κι έπειτα και μόνο οι δυο τους και μιλούσαν για τις ζωές και τα ενδιαφέροντά τους κι έτσι άρχισαν να μιλάνε κι εκτός δουλειάς. Είχε αναπτυχθεί χημεία μεταξύ τους ή έτσι τουλάχιστον αυτός πίστευε και ίσως φαινόταν πως μπορεί να γινόταν κάτι παραπάνω, προοπτική που του έδειχνε έστω για λίγο το δρόμο να βγει απ’ το τέλμα που τον κυρίευε. Γρήγορα βέβαια κι αυτές οι λιγοστές στιγμές χαράς που ζούσε μαζί της χάθηκαν, καθώς εκείνη με τον καιρό και χωρίς καμιά εξήγηση τραβήχτηκε μακριά του, μέχρι που να μην του μιλά καθόλου, να τον αποφεύγει όποτε το προλάβαινε κι όποτε όχι, να μη γυρνά το βλέμμα της να τον κοιτάξει. Ίσως υπήρχε κάποιος λόγος που αυτός δε γνώριζε, όμως δεν είχε και το κουράγιο να ρωτήσει και να μάθει, ίσως πάλι να μην υπήρχε, αλλά αυτός μέσα του ήταν σίγουρος πως την είχε απομακρύνει άθελά του με τη βαρυθυμία και την απογοήτευση που τον σκέπαζε. Ευτυχώς γι’ αυτόν ήταν μαθημένος να αντιμετωπίζει απογοητεύσεις στη ζωή του, όχι μόνο στις σχέσεις του με τις γυναίκες, αλλά γενικότερα με κάθε ανθρώπινο ον. Δεν υπάρχει λόγος όμως τώρα να θυμηθούμε ιστορίες που μπορούν ν’ αποτελέσουν περιεχόμενο μιας άλλης διήγησης.

 

Κόντευε πια χρόνος από τότε που έπιασε δουλειά. Και δεν είχε γράψει μια λέξη. Ισχνός, με δέρμα ωχρό και σκούρες γραμμές να ξεχωρίζουν κάτω από δυο πρησμένα μάτια. Στην κακή του διάθεση και τις αϋπνίες, είχαν προστεθεί οι συχνές νευρικές συσπάσεις, οι πονοκέφαλοι κι ο ίλιγγος. «Οι εξετάσεις δεν έδειξαν κάτι», του είπανε οι γιατροί. Να κόψει τους πολλούς καφέδες και να τρώει καλά. Είχε ακουμπήσει στη μοναξιά του λες κι έδινε μαχαιριές στις σάρκες του για να μπορεί μετά να περιεργάζεται τις πληγές και να τις ψαχουλεύει, να τις χαϊδεύει, να τις γλείφει, να τις περιποιείται. Μουρμούραγε μόνος τα κρίματά του και μαζί με τις υπόνοιες για τα πάντα γύρω του, τον έζωνε η παράνοια. Μα η μόνη εμμονή του, που ήταν μόνιμη και που έφτανε για να του δίνει λόγο να ζει, εξακολουθούσε να είναι το παράξενο αντικείμενο. Ο γρίφος εκείνης της κατασκευής στη γωνιά του μηχανοστάσιου. Ήτανε πια σίγουρος ότι κάτι τρέχει μ’ αυτό κι ο πόθος του να μάθει τη χρησιμότητά του ήταν άσβεστος. Καθόταν λοιπόν τώρα και κατάστρωνε με το νου του σχέδια για να βρει έναν τρόπο να μπει στο κτίριο μιαν ώρα που θα ήταν όλα κλειστά κι έτσι με την ησυχία του να εξετάσει αυτό το πράγμα, παίρνοντας μαζί κατσαβίδια κι άλλα εργαλεία που είχε και μπορεί να ταίριαζαν για να το ανοίξει και να δει τι κρύβεται μέσα του και πώς λειτουργεί. Άσε που του είχε καρφωθεί και η ιδέα ότι τις ώρες που οι μηχανές ήταν σβηστές και κανένας ελεγκτής δεν είχε βάρδια, τότε ήταν που έκανε ό,τι δουλειά μπορεί να έκανε αυτό το πράγμα. Αλλά απ’ όπου κι αν το έφερνε σβούρες στο μυαλό του για να βρει πώς θα τρυπώσει κρυφά, έβρισκε εμπόδια. Το εργοστάσιο έξω είχε φύλακα συνεχώς και η έξω πόρτα άνοιγε με ειδικές κάρτες που διέθεταν μόνο οι επικεφαλής του κάθε τομέα και τα ανώτερα στελέχη, όπως και σε κάθε όροφο υπήρχαν μεγάλες θύρες που έκλειναν όταν έφευγε το προσωπικό κι άνοιγαν με την αντίστοιχη φόρμουλα. Οι συνδυαστικές κινήσεις που έπρεπε να γίνουν για να διεισδύσει, του παρουσιάστηκαν τελικά σ’ ένα απ’ αυτά τα όνειρα που έβλεπε καθημερινά, στο οποίο τα κατάφερε και μπήκε, μέχρι ν’ αντικρίσει μπροστά του το μυστήριο τραπέζιο και κάπου εκεί ξύπνησε. Δεν είχε σημασία όμως, γιατί είχε βρει μια λύση στο βασικό πρόβλημα που τον τυραννούσε κι αυτό του αρκούσε για να χαρεί λίγο μετά από πολύ καιρό.

 

Πράγματι λίγες μέρες μετά το όνειρο, του δόθηκε η στρωμένη ευκαιρία που περίμενε και δε σκέφτηκε ποτέ, χάνοντας χρόνο εξετάζοντας άλλα απίθανα σενάρια. Ήταν γνωστό πως ο διευθυντής του τμήματός του δεν ήταν κι ο πιο ενεργός άνθρωπος στη δουλειά, ούτε περνούσε πολλές ώρες στο γραφείο του πνιγμένος στις επαγγελματικές υποχρεώσεις. Δεν ήταν επομένως παράλογο που τον έβλεπε να έρχεται τα πρωινά πάντα καθυστερημένος κι αντίστοιχα να φεύγει από τους πρώτους στο σχόλασμά του. Το ζητούμενο ήταν ότι δε χρειαζόταν έτσι να χρησιμοποιεί ποτέ την κάρτα που άνοιγε τις θύρες και όπως αποδείχτηκε ̇γιατί καθώς φαίνεται το είχε παρατηρήσει, αλλά δεν το είχε συνειδητοποιήσει μέχρι να το δει στο όνειρο, ούτε είχε κρεμασμένη την κάρτα από το λαιμό του, όπως έκαναν οι υπόλοιποι διευθυντές. Όπως και στο όνειρο, μόλις σιγουρεύτηκε ότι  εκείνος έλειπε κι είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα στο γραφείο του, μπούκαρε στα κρυφά κι άρχισε με μανία να ψάχνει τα συρτάρια για να βρει την πολύτιμη κάρτα και voilà! Την τσέπωσε γρήγορα και την αντικατέστησε μ’ ένα παρόμοιο λευκό χαρτόνι που είχε φροντίσει να κόψει στο ίδιο περίπου μέγεθος και σχήμα, αν και ήταν βέβαιος ότι ο άλλος μάλλον δε θα σημείωνε καν την απουσία. Όντως, μέχρι να φύγει το αφεντικό, αλλά κι ο ίδιος αργότερα εκείνη τη μέρα, δεν άκουσε να συζητιέται τίποτα σχετικό. Έπρεπε να δράσει πια άμεσα και δε δυσκολεύτηκε, αφού εδώ και καιρό είχε πάρει την απόφασή του. Με το που ήρθαν τα μεσάνυχτα, άρπαξε μια τσάντα με τα εργαλεία που ήθελε και ξεκίνησε απ’ το σπίτι παίρνοντας το δρόμο με τα πόδια γιατί η κυκλοφορία όλων των μέσων είχε σταματήσει. Όταν έφτασε έξω από το κτίριο, μπορούσε να δει καθαρά το φύλακα να βλέπει τηλεόραση μέσα στο μικρό κουβούκλιο που υπήρχε δίπλα στην κεντρική είσοδο. Προσεκτικά κι από απόσταση πορεύθηκε προς το πλάι του κτιρίου για να ακολουθήσει ακόμη μια φορά ακριβώς τα ίδια βήματα, όπως του εμφανίστηκαν στο όνειρο. Μόνο εκεί ανέσυρε από τη μνήμη του ότι κάποια στιγμή στο παρελθόν φεύγοντας, είχε δει έναν εργάτη που μετέφερε κάτι αντικείμενα να παραπατά και να πέφτει σ’ ένα πλαστικό τζάμι, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσει να χτυπά ένας συναγερμός, για να χτυπήσει κι ο ίδιος σ’ εκείνο το σημείο και να έχει τον αντιπερισπασμό που χρειαζόταν. Τα  πάντα επαναλαμβάνονταν και τώρα και μόλις άκουσε το πρώτο τσίριγμα της σειρήνας, άρχισε να τρέχει γρήγορα για να κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο. Λίγες στιγμές μετά κατέφτασε έντρομος κι ο φύλακας και όταν άρχισε ψάχνοντας με ένα φακό να πηγαίνει προς το βάθος στο πίσω μέρος, αργά κι αθόρυβα γλίστρησε στην είσοδο.

Πέρασε την κάρτα από την ειδική εσοχή του μηχανήματος, η πόρτα άνοιξε κι ύστερα μπαίνοντας μέσα, έκλεισε αυτόματα πίσω του. Ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας μέχρι να φτάσει την επόμενη πόρτα του τμήματός του για να κάνει το ίδιο και τέλος βρέθηκε μέσα στο ναό του, περνώντας μία ακόμα φορά τον απαραίτητο έλεγχο με το πράσινο λέιζερ. Μέσα παντού σκοτάδι και για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι ν’ ανάψει τα φώτα, το όλο σκηνικό μέσα στην απόλυτη βουβαμάρα των σβηστών μηχανών ήταν ανατριχιαστικό. Κατευθείαν πήγε κοντά στο αντικείμενο για το οποίο γίνονταν όλα κι άρχισε πάλι να το χαζεύει και να το πασπατεύει από δω κι από εκεί. Αφού πέρασε λίγη ώρα για να επιλέξει το σημείο που θα επιχειρούσε να ανοίξει κι ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τις δοκιμές του, από το πουθενά άκουσε θόρυβο από την άλλη άκρη της αίθουσας. Ενστικτωδώς έσπευσε να κρυφτεί πίσω από ένα μεγάλο μηχάνημα που βρισκόταν εκεί δίπλα, στην αντίθετη πλευρά απ’ αυτή που ερχόταν ο ήχος. Αυτό ήταν που έβγαζε επεξεργασμένα τα χαρτόνια κι είχε μια κοιλότητα απ’ την οποία ξεκινούσε ένας κυλιόμενος διάδρομος. Έκατσε κάτω με την πλάτη κολλημένη στο κρύο μέταλλο, τα γόνατα μαζεμένα, αντικριστά στα μάτια του και τ’ αφτιά τεντωμένα. Άραγε τον είχαν πάρει πρέφα κι ήρθαν για να βρουν τον εισβολέα; Πώς γινόταν όμως να μην άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει πρώτα;

Αφουγκραζόταν βήματα που πλησίαζαν κι έναν ήχο σαν σύρσιμο, ο οποίος σταμάτησε κάπου εκεί που βρισκόταν λίγες στιγμές πριν. Αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής, σηκώθηκε και έγειρε δειλά το κεφάλι του στο πλάι, πίσω από τον όγκο που τον κάλυπτε, για να μπορέσει να δει ποια ήταν η συντροφιά που τον συνόδευε, χωρίς ταυτόχρονα να γίνει αντιληπτός. Μπροστά του ήταν ένας άντρας που είχε γυρισμένη την πλάτη του και φαίνεται πως κοιτούσε κάτι που βρισκόταν πάνω στο αγαπημένο του μηχάνημα. Υψώθηκε στις μύτες των ποδιών για να μπορέσει να δει καλύτερα. Έκπληκτος κατάλαβε ότι εκεί πάνω κείτονταν ένα ανθρώπινο σώμα. Η σιλουέτα του ακίνητου άντρα του θύμιζε κάποιον πολύ έντονα. Πήγε από την άλλη πλευρά της μηχανής που τον κάλυπτε κι έτσι μπόρεσε να δει το προφίλ του προσώπου του. Αυτό που αντίκριζε απέναντί του σταμάτησε το χρόνο και αντέστρεψε την πραγματικότητα. Όσο κι αν κοιτούσε αποχαυνωμένος για να συνειδητοποιήσει αν αυτό που έβλεπε ήταν αλήθεια ή κάποιο παιχνίδι του μυαλού του, δεν άλλαζε κάτι. Μπροστά του υπήρχε… Μπροστά του αυτός που στεκόταν όρθιος, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο του τον εαυτό. Αδυνατώντας να σκεφτεί, πλησίασε τον κλώνο του αθόρυβα και τότε παρατήρησε ότι αυτός κρατούσε στο ένα του χέρι ένα μακρύ, λεπτό και κοφτερό αντικείμενο. Κάτι σαν σπασμένο κομμάτι λαμαρίνας. Τότε το ύψωσε και το κράτησε με τα δυο του χέρια πάνω απ’ το κεφάλι του, στρέφοντας απειλητικά την κοφτερή άκρη προς το οριζόντιο σώμα από κάτω του.  Με το που έγειρε πίσω τους ώμους να πάρει φόρα και πριν προλάβει να το καρφώσει, του όρμησε από πίσω και τον πέταξε κάτω, ρίχνοντας μαζί από τα χέρια του αυτό που κρατούσε. Χωρίς να εκπλαγεί καθόλου και σαν να το περίμενε, το είδωλό του χίμηξε προς αυτόν με οργή. Αστραπιαία εκείνος έσκυψε κι έπιασε τη λάμα που ήταν πεσμένη δίπλα του και την έφερε μπροστά του. Με τη μανία που έτρεχε προς αυτόν και τη φόρα που είχε, ο εαυτός του καρφώθηκε πάνω στη λεπίδα που βρήκε το στέρνο του και τον διαπέρασε ολόκληρο, ξεπροβάλλοντας απ’ την πλάτη του γεμάτη μ’ αίμα. Κι αυτό κυλούσε παντού γύρω τους κι έτσι όπως έσταζε κάτω, λες και το απορροφούσε εκείνο το μηχάνημα και το αίμα εξαφανιζόταν κάτω απ’ τη βάση του, σαν να ακολουθούσε μια πορεία σε αόρατες ράγες. Ενώ παρακολουθούσε το θέαμα αποσβολωμένος, αισθάνθηκε το πλάσμα που ήταν ξαπλωμένο δίπλα του να σαλεύει. Γύρισε να το κοιτάξει. Ήταν ξανά ο εαυτός του.

Άνοιξε τα μάτια και έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, ένοιωθε ν’ ακουμπά πάνω σε μια λεία, επίπεδη επιφάνεια. Ανασηκώθηκε φέρνοντας τον κορμό του σε όρθια στάση και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα μουδιασμένο άντρα που κράταγε ένα μακρύ πράγμα, βουτηγμένο στο αίμα. Για ν’ αντιμετωπίσει τον άμεσο κίνδυνο, τινάχτηκε και του τράβηξε βίαια από το χέρι το δολοφονικό του εργαλείο, χωρίς να συναντήσει αντίσταση και στη συνέχεια τον τρύπησε μ’ αυτό στο στήθος με δύναμη, μέχρι να βγει και να φανεί απ’ τη ράχη του πίσω. Το βλέμμα του άντρα απλανές κι αδιάφορο στο ξεψύχισμά του, άνοιξε το στόμα διάπλατα και βήχοντας, έφτυσε ολόγυρα στο πρόσωπό του μικρές σταγόνες από αίμα. Αυτό που μόλις έγινε, ήταν μια πολύ καλή αφορμή για να ξεκινήσει να γράφει μια ιστορία, σκέφτηκε. Αλλά πρώτα απ’ όλα θα έπρεπε να βρει και μια συμπληρωματική δουλειά για να μπορεί να ζήσει.