Το Σάββατο το απόγευμα έφευγα από το σπίτι έχοντας ακούσει στο ραδιόφωνο για τον προπηλακισμό στο πρόσωπο του Γιάννη Μπουτάρη, σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη για τη Γενοκτονία των Ποντίων. Για…

Η βία, ο προπηλακισμός και η κατάκτηση του να σοκάρεσαι

Το Σάββατο το απόγευμα έφευγα από το σπίτι έχοντας ακούσει στο ραδιόφωνο για τον προπηλακισμό στο πρόσωπο του Γιάννη Μπουτάρη, σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη για τη Γενοκτονία των Ποντίων. Για έναν λόγο που προσπαθώ από χθες να εντοπίσω και ο οποίος με κάνει να νιώθω άσχημα για τον εαυτό μου, προσπέρασα την είδηση.  Δεν κοντοστάθηκα καν να μάθω περισσότερα γι’αυτήν. Γύρισα σε άλλον σταθμό και άκουσα μουσικούλα. Δεν ξέρω αν απλά θεώρησα ότι, έ, δεν θα ήταν και τίποτα τρομερό ή αν τη πέρασα ως κάτι αναμενόμενο να συμβεί.

Όταν επανήλθα στο fb, πολλές ώρες αργότερα, βίωσα τελικά τον αποτροπιασμό. Σίγουρα τα απανωτά καταγγελτικά ποστ με επηρέασαν, ώστε να δω αυτό που είχε γίνει πιο σοβαρά. Εκείνο όμως που με φρίκαρε περισσότερο από κάθε άλλο ήταν η οπτικοποίηση της είδησης που την προηγούμενη είχα προσπεράσει, μέσω του βίντεο που κυκλοφόρησε. Οι εικόνες ήταν πολύ σκληρές και ας μην είχαν αίμα, ανοιγμένα κεφάλια και κομμένα πόδια. Το πρόβλημα δεν ήταν η βία σε πρώτο πλάνο, η βία από κοντά, τα αποτελέσματά της στο σώμα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Το πρόβλημα εδώ ήταν η διαδικασία. Το πόσο εμφανή ήταν τα στάδια που ακολουθούσε σαν textbook example ο όχλος.

Ο Μπουτάρης ξαφνικά άρχισε να καθυβρίζεται με βαριές εκφράσεις που περιελάμβαναν κλειδαρότρυπα («πούστη», «μπεκρή») και εθνικοπατρωτισμό («προδότη», «Σκοπιανε»). Όταν καταλαβαίνει ότι διάλογος δεν μπορεί να γίνει, απομακρύνεται από τον χώρο εν μέσω αποδοκιμασιών. Ο κινούμενος εναντίον του εθνικοπατριωτικός όχλος, όπως διάβασα σε έναν πολύ εύστοχο παραλληλισμό, έμοιαζε με μια αγέλη από αδέσποτα σκυλιά. Αυτό βέβαια δεν ήταν παρά μια εντύπωση, καθώς μόνο αδέσποτα δεν ήταν τα σκυλιά στην προκείμενη. Πρώτα άρχισε να γαυγίζει-βρίζει κρατώντας αποστάσεις, με μια επιφυλακτικότητα που προέκυπτε από το ζύγισμα της κατάστασης. Όσο έβλεπε ότι το θύμα ήταν σχεδόν απροστάτευτο, τόσο πλησίαζε προς το μέρος του. Η δύναμη του ενισχυόταν από τη συμμετοχή όλο και μεγαλύτερου αριθμού αγανακτισμένων.  Οι απειλητικές κινήσεις του σώματος έγιναν πια κανονική σωματική βία. Η στιγμή που πέφτει και ένας κουκουλοφόρος του ρίχνει κλωτσιά και εξαφανίζεται πάλι μέσα το πλήθος είναι ίσως η πιο σοκαριστική.

Λίγο πριν και μέχρι να αρχίσει ο τραμπουκισμός στον Γιάννη Μπουτάρη έκανε δηλώσεις ο Παναγιώτης Ψωμιάδης. Την ώρα εκείνη ακούγονται οι πρώτες άναρθρες κραυγές του όχλου τις οποίες εκείνος -με έναν εντυπωσιακά επιδέξιο τρόπο- αφουγκράζεται, χωρίς να σταματήσει ούτε δευτερόλεπτο να μιλάει, και πάνω στις οποίες καβαλάει. «Αυτός ξεπούλησε τη Μακεδονία, αυτή η χολέρα, αυτό το τραβέλι το πολιτικό». Ο δημοσιογράφος ακούει αυτές τις δηλώσεις και απλά ευχαριστεί για τον χρόνο.

Η αφήγηση του Βασιλικού και η σκηνοθετική ματιά του Γαβρά δεν μπορούσαν παρά να σου θυμίσουν το «Ζ», όσο και αν το μυαλό σου προσπαθούσε να διώξει την αναλογία ως άστοχη. Η πόλη, οι πρωταγωνιστές, οι πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες του περιστατικού. Όλα έκαναν την υπόθεση να μοιάζει με ντοκιμαντέρ.

Η συζήτηση για τη βία ως πολιτική πρακτική, για τις προεκτάσεις της και για το πώς διακρίνεται είναι μια συζήτηση που έρχεται και ξανάρχεται στον δημόσιο λόγο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το «από όπου και αν πρόερχεται» και το «όποιο και αν είναι το θύμα της» είναι πολύ λιγότερο αθώα από αυτό που φαντάζουν. Δεν εξισώνουν, ξεπλένουν.  Άλλωστε, η βία ανήκει πάντα στην επικράτεια των μέσων και όχι των σκοπών. Είναι διαπίστωση που από τη στιγμή που γίνεται έχει έναν συγκεκριμένο στόχο, που δεν είναι η αόριστη καταδίκη, αλλά η καταδίκη των σκοπών.

Υπάρχει όμως ένα ακόμα πιο βασικό επίπεδο που μέσα σε όλες αυτές τις συζητήσεις, πολλές φορές το ξεχνάμε θεωρώντας το αυτονόητο, χωρίς να είναι καθόλου τέτοιο. Το επίπεδο αυτό είναι αυτό είναι τόσο απλοϊκό και τόσο κλισέ που μοιάζει πια με κενολογία, με ένα λεκτικό πυροτέχνημα: «το να βλέπεις έναν άνθρωπο να δέχεται επίθεση από έναν εξαγριωμένο όχλο είναι σοκαριστικό».

Δεν έχω καμία αυταπάτη. Ξέρω ότι αυτή η διαπίστωση δεν έχει να προσφέρει τίποτα καινούργιο στον δημόσιο διάλογο. Έχει γίνει μέρος μιας συνθηματολογίας, μοιάζει με μια ευχή προς άγνωστη κατεύθυνση. Είναι μια διαπίστωση που θα μπορούσε να κάνει ένα παιδάκι δημοτικού στην εργασία που του έβαλε η δασκάλα του για τα Θρησκευτικά. Και όμως συνεχίζει να είναι πολύ σημαντική.

Οποιαδήποτε παραπάνω συζήτηση γίνεται για τη βία, τις μορφές της, την εργαλειοποίησή της, την εξουσιαστική ή αποδεσμευτική της υφή, για τη σχέση της με το δίκαιο είναι πολύ σημαντικό να γίνεται πάνω σε μια βάση, κεντρική, τόσο σταθερή που να θεωρείται δεδομένη. Το να φρικάρεις με την εικόνα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που δέχεται επίθεση από 50-60 άτομα δεν είναι χίπικο απομεινάρι ή ευαισθησία ή οτιδήποτε τέτοιο πράγμα. Είναι μια κατάκτηση. Μια κατάκτηση που τίθεται συνεχώς σε διαπραγμάτευση, αλλά που πρέπει με νύχια και με δόντια να την κρατήσεις.

Ο γονατισμένος Μπουτάρης, ο τύπος που τραμπούκιζε με το παιδάκι του αγκαλιά, ο καραφλός τυπάκος που δίνει το σύνθημα για να επιτεθεί η αγέλη. Όλα ήταν φτιαγμένα στην εντέλεια. Σαν να έγινε ο τέλειος προπηλακισμός. Τα εγκωμιαστικά προς τους επιτιθέμενους σχόλια που έγιναν αργότερα στα social media έδωσαν και έναν αέρα δυστοπίας στην όλη υπόθεση. Ένα βίαιο γεγονός άλλωστε δεν είναι στιγμίαιο. Η βία θεσπίζει ή αναπαράγει εξουσία, δημιουργεί μια νέα κατάσταση ή επικυρώνει μια παλιά.

Υπάρχει όμως και ένα μικρό φωτάκι στην άκρη του διαδρόμου. Πολλοί άνθρωποι αγανάκτησαν με τις εικόνες, ένιωσαν να πνίγονται, να μην μπορούν να αντέξουν αυτό που έβλεπαν.  Όσο άβολα και αν ένιωσα βλέποντας τις εικόνες, όσο και αν με έπιασα να κοιτάω με αηδία τα γεγονότα, όσο και αν τελικά έκανε κακό στην ψυχολογία μου, προτιμώ αυτή την πτυχή του εαυτού από εκείνη που απλά άκουσε την είδηση και μετά γύρισε σε χαλαρωτική μουσικούλα.

Καμιά φορά το να σοκάρεσαι είναι σχεδόν λυτρωτικό.