Luigi Bartolini, Ο Κλέφτης των ποδηλάτων μετάφραση Κούλα Καφετζή, πρόλογος Σωτήρης Γκορίτσας Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017 192 σελίδες   Ένας καλλιτέχνης στην κατεχόμενη από τους Συμμάχους Ρώμη του 1944, πέφτει θύμα κλοπής,…

Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων ή Ο Πόλεμος Για την Ψυχή της Αιώνιας Πόλης

Luigi Bartolini, Ο Κλέφτης των ποδηλάτων

μετάφραση Κούλα Καφετζή, πρόλογος Σωτήρης Γκορίτσας

Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017

192 σελίδες

 

Ένας καλλιτέχνης στην κατεχόμενη από τους Συμμάχους Ρώμη του 1944, πέφτει θύμα κλοπής, καθώς ένας φτωχοδιάβολος του ψειρίζει το ποδήλατο. Με αυτή την αφορμή, ο Λουίτζι Μπαρτολίνι συνθέτει ένα λογοτεχνικό αντίστοιχο του Κήπου των επίγειων απολαύσεων, του Ιερώνυμου Μπος (εστιάζοντας κυρίως στο τρίτο πάνελ του τρίπτυχου έργου). Ο πρωταγωνιστής, ο οποίος, όπως και ο συγγραφέας, είναι ζωγράφος, χαράκτης και μέλος της ρωμαϊκής αστικής ιντελιγκέντσιας, επιδίδεται σε μια μοναχική εκστρατεία εξεύρεσης του χαμένου ποδηλάτου (λόγω της εποχής και της μεταπολεμικής ακραίας φτώχειας, είναι ασφαλώς αδιανόητο να μιλάμε για αυτοκίνητα ως συνήθη μέσα μετακίνησης εντός του αστικού ιστού).

Φυσικά, η αποστολή του δεν είναι παρά μια αφορμή που βρήκε ο συγγραφέας για να μας ξεναγήσει στις στάχτες της Αιώνιας Πόλης, όπως αυτή συνετρίβη από τον όλεθρο του β’ Παγκοσμίου Πολέμου μαζί με την ήττα της φασιστικής κυβέρνησης στην Ιταλία και το συνεπακόλουθο μέτωπο του αγωνα αντιφασιστών και δυνάμεων Συμμάχων κατά των εναπομεινασών δυνάμεων φασιστών και ναζιστών στην Ιταλική Χερσόνησο. Σε μια κοινωνία πνιγμένη στην ανέχεια, θάλλει η εγκληματικότητα, η παραβατικότητα και η αποκαθήλωση των κοινωνικών αξιών της προπολεμικής εποχής.

Το βιβλίο είναι μια αφήγηση που αντλεί στοιχεία από το ξεχασμένο -σήμερα- είδος του χρονογραφήματος, με τη ζωηρή περιγραφή και τις εύστοχες παρατηρήσεις κοινωνικής κριτικής επί της σύγχρονης του συγγραφέα ανθρωπογεωγραφίας των υπολειμμάτων της αστικής κοινωνίας της Ρώμης. Θα χαρακτήριζα τη γραφή του Μπαρτολίνι “κινηματογραφική”, ωστόσο ο ίδιος θα απεχθανόταν το χαρακτηρισμό αυτό. Ο πρωταγωνιστής, ως λογοτεχνικός πληρεξούσιος του συγγραφέα, είναι λάτρης της Τέχνης των προηγούμενων αιώνων, που στο λογοτεχνικό σήμερα δεν έχει απήχηση (Ρέμπραντ, Μιγέ, Ραφαήλ, αναφέρονται ενδεικτικά). Αισθητικά ο ίδιος ταυτίζεται με ρομαντικά καλλιτεχνικά ρεύματα, τα οποία εξιδανικεύουν την Αγάπη, την Φύση και τη Γυναίκα. Η αισθητική του κοσμοαντίληψη έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την σύγχρονη πραγματικότητα που βιώνει ο καλλιτέχνης, καθώς η αναζήτηση του ποδηλάτου του τον φέρνει ενάντια σε φτωχοδιαβόλους, πόρνες εξ ανάγκης ή εκ πεπεοιθήσεως που εκμεταλλεύονται την ευρύτερη κοινωνική διάλυση για να εμπορευτούν αυτό που δεν επέτρεπαν τα προπολεμικά κοινωνικά ήθη, μαυραγορίτες, κάθε λογής δηλαδή ταπεινούς, κολασμένους και κυρίως πεινασμένους.

 

 

Κατά διαστήματα, ο πρωταγωνιστής μας δείχνει ψήγματα συμπόνιας και κατανόησης προς όλους (ίδιον της εποχής μεν, χωρίς να περνά ασχολίαστο δε είναι η διάκριση φύλου που κάνει διαρκώς ο καλλιτέχνης – πρωταγωνιστής, καθώς η συμπόνια προς τους άντρες που εξέπεσαν είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από τις γυναίκες που ωθήθηκαν στη πορνεία) και αυτή η λεπτή ισορροπία, το ύψιστο διακύβευμα μετά το τέλος του μεγαλύτερου Πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα, και άλλο τέτοιο πόλεμο ας μη συναντήσει: η ανθρώπινη ψυχή. Συχνά, ο αστός πρωταγωνιστής μας, στους εσωτερικούς του μονολόγους του συμπάσχει με τους κοινωνικούς απόκληρους που προσεγγίζει στην διάρκεια της αναζήτησης του κλεμμένου ποδηλάτου, μιλώντας για την καταστροφή που προκάλεσε η άνοδος των φασιστών στην Ιταλία τα προηγούμενα χρόνια με αποκορύφωμα την ήττα της Ιταλίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο συντρίβει την τις κοινωνικές και αισθητικές αξίες. Όσο βυθίζεται στο κόσμο των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, τόσο αυξάνει η κατανόηση του ως προς τη ζωή, τα κίνητρα και τη κατάστασή τους. Μέχρι το τέλος της ιστορίας, ο πρωταγωνιστής, από “κυρ Παντελής” καλλιτέχνης μας μεταστρέφεται πλήρως με τη βοήθεια μιας παλιάς μούσας του, της Λίντα, η οποία του εμπνέει την συνειδητοποίηση της πραγματικής διάστασης των πραγμάτων, σε έναν αντιφασίστα, αντισυστημικό της Τέχνης (αφού κράζει τις λυκοφιλίες και τα αλισβερίσια καλλιτεχνών και κριτικών τέχνης), ο οποίος αντιλαμβάνεται τη κατάσταση μέσα από τη περιπέτεια και αναθεωρεί τις αντιλήψεις του – ας μη το παραδέχεται ευθέως.

Η πραγματική αναζήτηση δεν είναι του ποδηλάτου, αλλά η περιδιάβαση στους δρόμους μιας πόλης πλήρως αποσυντεθειμένης, σε μια προσπάθεια να συλλεχθούν τα υπολείμματα “ψυχής” -κοινωνικής αλληλεγγύης, αισθητικής και ανθρωπιάς- που έχουν διασωθεί από την φριχτή εμπειρία του Φασισμού και του Πολέμου.

 

Τέλος, το βιβλίο μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη, από τον Βιτόριο Ντε Σίκα το 1948. Στο κλασικό αριστούργημα του Ιταλικού Νεορεαλισμού, λίγα πράγματα έχουν απομείνει από το έργο το οποίο αποτέλεσε την έμπνευση και τη πηγή: στον ίδιο χρόνο και τόπο, ένας πατέρας πιάνει δουλειά ως αφισοκολλητής για να συντηρήσει την οικογένειά του. Τη πρώτη μέρα στη δουλειά, του κλέβουν το ποδήλατο, που είναι αναγκαίο για να εργαστεί, επιδίδεται σε μια απελπισμένη προσπάθεια να το ξαναβρεί. Όταν η κατάσταση φτάνει σε ένα οριακό σημείο του δίνεται η ευκαιρία να κλέψει ένα άλλο ποδήλατο, και το κάνει, μπροστά στα μάτια του γιου του. Η διαφορές είναι προφανής, το διακύβευμα ωστόσο είναι παρεμφερές. Η ψυχή μιας κοινωνίας απέναντι στην αξιοπρέπεια ενός έντιμου εργατικού οικογενειάρχη. Η πρώτη ίσως διασωθεί, η δεύτερη χάνεται για πάντα. Το βιβλίο, παρότι δεν έχει σημασία, θεωρώ πως είναι προτιμότερο, τόσο για την αριστουργηματική αφήγηση, όσο και για τα πολυεπίπεδα νοήματα που επικοινωνεί στον αναγνώστη, παρά το μικρό του όγκο.

 

 

ΥΓ: Στις 5-8-2018 κυκλοφόρησε βίντεο κλιπ – ταινία μικρού μήκους,για το τραγούδι VITTORIO του ΛΕΞ, δια χειρός της σκηνοθέτιδος Ζακλίν Λέντζου. Τόσο ο τίτλος, όσο και η ταινία αντλούν πολλά θεματικά και οπτικά στοιχεία από τη ταινία του Ντε Σίκα, με πρώτο και κύριο, το μικρό όνομα του σκηνοθέτη ως τίτλος του τραγουδιού. Ωστόσο, η κοινωνική κριτική που ασκεί γενικώς ο ΛΕΞ στους δύο τελευταίους προσωπικούς του δίσκους (Ταπεινοί και Πεινασμένοι – 2014 και 2ΧΧΧ – 2018) αντανακλά περισσότερο τα θέματα στην αφήγηση του βιβλίου του Μπαρτολίνι. Και αυτό γιατί πολλές φορές, τόσο ο Μπαρτολίνι, όσο και ο ΛΕΞ αναδεικνύουν τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες ως πηγή των κοινωνικών προβλημάτων και της εγκληματικότητας. Το σημείο σύγκλισης και των τριών έργων, είναι το εξής: Ο κλέφτης και το θύμα εναλλάσσονται σε βαθμό που κανείς δεν διακρίνει τι ακριβώς συμβαίνει και ποιες είναι οι αιτίες και τα αποτελέσματα, απλώς ενστικτωδώς λειτουργούν, με μόνο στόχο την επιβίωση. Το βιβλίο καταφέρνει αριστουργηματικά να τηρήσει την ισορροπία μεταξύ κοινωνικής κριτικής, ενδιαφέρουσας πλοκής “μυστηρίου” και εσωτερικής διαπραγμάτευσης της λειτουργίας της τέχνης Μετά Το Τέλος Της Ιστορίας.