Εντουάρ Λουί, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ
μετάφραση: Μιχάλης Αρβανίτης
Αντίποδες, 2018
191 σελίδες
«Γράφω για να ντροπιάσω την κυρίαρχη τάξη», έλεγε τον περασμένο Ιούνιο ο Εντουάρ Λουί στην New York Times. Ο Λουί γράφει το πρώτο του βιβλίο σε ηλικία 22 χρονών. Η πρώτη αυτή λογοτεχνική του απόπειρα τον έκανε γνωστό στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της Γαλλίας, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, και έκανε τον ίδιο αντικείμενο συζήτησης και διαφωνίας στην γαλλική πραγματικότητα. Πρόκειται για αυτοβιογραφία, μία παρουσίαση της ενηλικίωσής του στη γαλλική επαρχία, της ανακάλυψης της σεξουαλικότητάς του και της προσπάθειας να κρύψει την ταυτότητα του στη μικρή κοινωνία όπου μεγάλωνε. Τι σημαίνει όμως αυτοβιογραφία για τον Λουί; Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Ήθελε τόσο να διακόψει τη σύνδεσή του με το παρελθόν, με την τραυματική εφηβική του ηλικία αλλά και την οικογένειά του, που αλλάζει ταυτότητα –κυριολεκτικά. Πλέον ονομάζεται Εντουάρ Λουί και ο τίτλος του πρώτου του βιβλίου είναι ακόμα μία ηχηρή δήλωση της αποκοπής του από το παρελθόν του.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Περιγράφει την προεφηβεία και τα εφηβικά χρόνια του Μπελγκέλ σε ένα χωριό της Γαλλίας, όπου μοιάζει σαν όλη η ζωή των κατοίκων να περιστρέφεται γύρω από το εργοστάσιο που συντηρεί οικονομικά σχεδόν όλο το χωριό δίνοντας δουλειά στους κατοίκους του. Ο Λουί γράφει για την εργατική τάξη του 21ου αιώνα, στην Γαλλία, την πρωτεύουσα του Διαφωτισμού και λίγα πράγματα μπορούμε να πούμε ότι διαφέρουν με την ελληνική επαρχία ή τα χωριά του Τέξας. Η κοινωνία που περιγράφει ο Λουί είναι ρατσιστική και ομοφοβική και οι περισσότεροι άνθρωποι είναι εργάτες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι αποστασιοποιημένες και σκληρές, είτε των γονιών με τα παιδιά τους, είτε των παιδιών μεταξύ τους.
Κάπου στη μέση του βιβλίου παρεμβάλλεται ένα κομμάτι για τον ξάδερφό του, τον Συλβάν. Ο Συλβάν ήταν ένας τύπος σκληρός, έκλεβε μηχανάκια, είχε γυναίκα και παιδιά, κι η οικογένεια τον θαύμαζε ακριβώς γι’ αυτή την σκληρότητά του. Μία πολύ καλή συμπύκνωση όλης της κριτικής που ασκεί ο Λουί βρίσκεται στο παρακάτω απόσπασμα, όπου ο ξάδερφός του έχει μπει φυλακή κι έρχεται αντιμέτωπος με τη δικαστική εξουσία: «Θεωρείτε πως οι ενέργειές σας θα μπορούσαν να αποδοθούν σε εξωτερικούς καταναγκασμούς ή έχετε την αίσθηση ότι μόνο η ελεύθερη βούλησή σας υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας αυτής της υπόθεσης; Ο ξάδερφός μου ψέλλισε πως δεν κατάλαβε την ερώτηση και ζήτησε να του την επαναλάβουν. Δεν ένιωθε προσβεβλημένος, δεν αισθανόταν άμεσα τη βία που του ασκούσε ο εισαγγελέας, αυτή την ταξική βία που τον είχε αποκλείσει από το εκπαιδευτικό σύστημα και, τελικά, μέσα από μια διαδοχή αιτίων και αιτιατών, αυτή την βία που τον είχε φέρει ως εκεί, ως το δικαστήριο. Θα πρέπει αντίθετα να σκεφτόταν ότι ο εισαγγελέας ήταν γελοίος. Ότι μιλούσε σαν αδερφή».
Πέρα από αυτή την κριτική, ο Λουί κάνει κάτι πολύ δύσκολο. Προσπαθεί να αυτοβιογραφηθεί χωρίς να μπλέκει ακριβώς το συναίσθημά του μέσα σε αυτό. Γράφει την αυτοβιογραφία του με αποστασιοποίηση, σαν να την έχει γράψει κάποιος άλλος. Κι αυτό είναι που δίνει μία ξεχωριστή δύναμη στις μαρτυρίες του. Στο βιβλίο περιγράφονται οι σχέσεις με τους γονείς του, οι προσπάθειές του -ως ενήλικας πια- να τους καταλάβει και να τους δικαιολογήσει. Περιγράφεται όμως και η ανακάλυψη της σεξουαλικότητάς του και όλη η ψυχολογική και σωματική βία που υπέστη όταν κατάλαβε πως δεν ήταν το πρότυπο του άντρα που η κοινωνία επέβαλλε. Το εντυπωσιακό είναι πως διαβάζοντας όλες αυτές τις σκληρές περιγραφές ο αναγνώστης δυσκολεύεται να καταλάβει ότι αυτά που γράφει δεν ανήκουν στο μακρινό παρελθόν, αλλά συνέβησαν μόλις μια δεκαετία πριν.
Το πιο εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι πώς αυτοαναλύεται και παίρνοντας την απόσταση που δίνει ο χρόνος μπορεί να καταλάβει πώς ακριβώς ένιωθε όταν ζούσε όλη αυτή τη βία, πώς προσπαθούσε να προσαρμοστεί και να αλλάξει, να μην είναι διαφορετικός. «Έπρεπε να φύγω. Αλλά στην αρχή, δεν σκέφτεται κανείς αυθόρμητα τη φυγή γιατί αγνοεί ότι υπάρχει ένα αλλού. Δεν ξέρεις καν ότι η φυγή είναι μια δυνατότητα. Προσπαθείς αρχικά να είσαι σαν τους άλλους κι εγώ προσπάθησα να είμαι σαν όλο τον κόσμο. […] Δεν έπρεπε να συμπεριφέρομαι όπως πριν, όπως συμπεριφερόμουν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να ελέγχω τις κινήσεις μου όταν μιλούσα, να μάθω να κάνω τη φωνή μου πιο βαριά, να αφιερώνω το χρόνο μου σε συνήθειες καθαρά αντρικές. Να παίζω ποδόσφαιρο πιο συχνά, να μην βλέπω τις ίδιες εκπομπές στην τηλεόραση, να μην ακούω πια την ίδια μουσική. Κάθε πρωί, καθώς ετοιμαζόμουν στο μπάνιο, επαναλάμβανα αυτή τη φράση ασταμάτητα, τόσες φορές ώστε κατέληγε να χάνει το νόημά της, να μην είναι παρά μια διαδοχή από συλλαβές, από ήχους. Σταματούσα και ξανάρχιζα Σήμερα θα γίνω σκληρός. Το θυμάμαι, γιατί επαναλάμβανα ακριβώς αυτή τη φράση, όπως κάνουμε την προσευχή μας, με αυτές τις λέξεις, αυτές τις ίδιες λέξεις Σήμερα θα γίνω σκληρός (και κλαίω καθώς γράφω αυτές τις γραμμές· κλαίω γιατί βρίσκω αυτή τη φράση γελοία κι αποκρουστική, αυτή τη φράση που με συνόδευσε για πολλά χρόνια και, υπήρξε κατά κάποιον τρόπο, δεν νομίζω πως υπερβάλλω, το κέντρο της ύπαρξής μου)».
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αλλαγή στη λογοτεχνική φόρμα, μία μετατόπιση από την παρατήρηση των άλλων στην παρατήρηση του εαυτού. Σε αυτή τη στροφή προς το εγώ, προς την αυτοβιογράφιση και την αλήθεια, αποδοσμένη με λογοτεχνική πάντα μορφή (πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους είναι η αμερικανίδα Maggie Nelson), συντελούν πολλοί κοινωνι(ολογι)κοί παράγοντες. Ίσως αναδεικνύεται μία γενικότερη τάση ενασχόλησης με τον εαυτό, μια ατομοκεντρικότητα που ενισχύεται και από τα σοσιαλ μιντια και από τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Και η λογοτεχνία δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από αυτές τις αλλαγές. Δεν ξέρω κατά πόσο θα ήταν εφικτό να γραφτεί σήμερα, για παράδειγμα, το Μόμπι Ντικ, αλλά ίσως και να μην το έχουμε ανάγκη. Ίσως σήμερα αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι έργα σαν του Λουί, σύγχρονα, βίαια, πολιτικά, που «πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας».
Social Links: