Εγώ κι ο Λουκάς είχαμε βρει έναν κοινό μηχανισμό επιβίωσης. Οργανώναμε συναντήσεις γκρίνιας. Ήταν διασκεδαστικό με έναν τρόπο. Μπορούσαμε να γίνουμε γκρινιάρηδες, μίζεροι, κλαψιάρηδες μα κυρίως να κάνουμε χαβαλέ με…

No, Honey: 2.04. Μια γνωριμία

Εγώ κι ο Λουκάς είχαμε βρει έναν κοινό μηχανισμό επιβίωσης. Οργανώναμε συναντήσεις γκρίνιας. Ήταν διασκεδαστικό με έναν τρόπο. Μπορούσαμε να γίνουμε γκρινιάρηδες, μίζεροι, κλαψιάρηδες μα κυρίως να κάνουμε χαβαλέ με αυτό. Και να συζητήσουμε όλες αυτές τις καταστάσεις για τις οποίες γκρινιάζαμε.

«Τις προάλλες βγήκα με έναν που μου φάνηκε φουλ μίζερος» μου είπε ο Λουκάς. «Έκανε καλό σεξ τουλάχιστον»

Έκανε μια παύση.

«Από πότε έχεις να κάνεις σεξ;» μου ψιθύρισε.

Ετοιμάστηκα να του απαντήσω ότι είχα να κάνω σεξ από την προηγούμενη ημέρα μα κάτι με κράτησε πίσω.

«Ε, έχω κάμποσο καιρό» του είπα τελικά.

            Το ραντεβού της προηγούμενης βραδιάς ήταν καταστροφικό. Η Πηνελόπη μου είχε πει ότι το είχε προβλέψει – ποτέ δε συμπάθησα άτομα του είδους του. Είχε δίκιο – στην αρχή μου είχε ξενίσει ο φωτογράφος που είχε έρθει σπίτι μας να μιλήσουν επαγγελματικά με την Πηνελόπη.

            «Είναι λίγο απαίσιος άνθρωπος» μου είχε πει.

            Όλη η κλίκα σου αποτελείται από απαίσιους ανθρώπους, ήθελα να της πω.

            Όμως, έπιανα τον εαυτό μου να κάνει μια εξαίρεση. Ο Φώτης – όπως έλεγαν το φωτογράφο – ήθελε να με προσεγγίσει. Με κοιτούσε καθώς πηγαινοερχόμουν από το σαλόνι στο δωμάτιο μου. Του είχε κάνει εντύπωση η ένταση με την οποία έκοβα βόλτες – ήταν από αυτές τις έντονες ημέρες που με ενοχλούσαν τα πάντα. Έτσι, κάποια στιγμή με ρώτησε:

            «Κακή ημέρα;»

            «Δουλεύω σε τηλεφωνικό κέντρο» του εξήγησα. «Όλες οι ημέρες εκεί είναι κακές»

            «Έλα να κάτσεις μαζί μας ρε μαλάκα, να ηρεμήσεις λίγο» μου είπε η Πηνελόπη.

            Δεν ήθελα να της χαλάσω χατίρι. Για κάποιο λόγο δε μπορούσα να το κάνω. Έκατσα μαζί τους και συζητήσαμε για πολλά πράγματα. Έπιανα τον εαυτό μου να μη θέλει να τον βαρέσει. Πρόσεξα ότι εμφανισιακά ανταποκρινόταν στα γούστα μου. Σχεδόν κατάφερα να τον συμπαθήσω – είχαμε κοινά άλλωστε. Κι ήμουν έκπληκτη όταν αργότερα μου ζήτησε ραντεβού και δέχτηκα αβίαστα.

            Με πήγε σε ένα αρκετά κουλτουριάρικο μαγαζί, από αυτά που προτιμούσαν όσοι ματσό καλλιτέχνες δεν είχαν πουλήσει την ψυχή τους στο Σατανά με το να πηγαίνουν στο Κολωνάκι. Τον άκουγα να κράζει όλες τις κατηγορίες ανθρώπων – τους υπόλοιπους καλλιτέχνες, γνωστά πρόσωπα του κύκλου μας, ακόμα και κάποιους φίλους του. Προσπάθησα να του αλλάξω θέμα. Μιλήσαμε για ταινίες. Του άρεσαν όλες οι ταινίες που άρεσαν στην Πηνελόπη και στην κλίκα της. Αυτό μπορούσα να το υποστώ. Αλλά όχι την εξής του ρήση:

            «Πάει όλο το προλεταριάτο σινεμά ρε μαλάκα και δεν καταλαβαίνει τι βλέπει»

            «Ευχαριστώ» τον ειρωνεύτηκα.

            Γέλασε.

            «Οκ, εσύ δεν είσαι πλέμπα» προσπάθησε να τα μπαλώσει.

            Τον μισούσα τόσο για όλα όσα έλεγε. Μα αυτό ήταν το φετίχ μου – η ειρωνεία των μεσοαστών. Με είχε τραβήξει στο Ραφαήλ. Με τραβούσε και σε αυτόν. Δεν αναρωτήθηκα, λοιπόν, γιατί καταλήξαμε να κάνουμε σεξ στο σπίτι του. Η λογική μου υποχωρούσε σε κάτι τέτοιες περιστάσεις κι επέστρεφε μόλις άρχιζα να ντύνομαι. Κι αυτή τη φορά επέστρεψε χάρη σε ένα εξίσου υπέροχο σχόλιο του.

            «Για ποιο λόγο ντύνεσαι τόσο άσχημα;» με ειρωνεύτηκε. «Σαν μεσοαστή που προσπαθεί να το παίξει προλετάρια»

            Ο άνθρωπος είναι φουλ κομπλεξικός, συνειδητοποίησα.

            «Για ποιο λόγο προσπαθείς να πείσεις τους άλλους ότι είσαι φεμινιστής;» τον ρώτησα.

            Δε μίλησε. Εγώ είχα πάρει ήδη θριαμβευτικό ύφος. Μετά τη σχέση μου το Ραφαήλ είχα πει στον εαυτό μου να μην αφήσω κανέναν άνδρα να με μειώσει. Και χαιρόμουν που το εφάρμοζα. Μετά από αυτό το ραντεβού, περπάτησα στο δρόμο με το βλέμμα δυναμικής, ανεξάρτητης γυναίκας του 21ου αιώνα, φορώντας γυαλιά ηλίου και με το μαλλί να ανεμίζει. Ήθελα κι ένα hip hop κομμάτι να παίζει στο background.

            Πίσω στο διάλογο με το Λουκά.

            «Θυμάσαι τι θα γίνει σήμερα, έτσι;» με ρώτησε.

            Έγνεψα καταφατικά. Είχαμε να πάμε στην παρουσίαση βιβλίου του πρώην συγκατοίκου του. Μου είχε εξηγήσει την ιστορία τους – ότι ήταν κολλητοί και συγκάτοικοι μέχρι που ο Λουκάς χώρισε από την τότε σχέση του, άρχισε να εκτονώνεται πάνω στο συγκάτοικό του κι αυτός αποφάσισε μετά από αυτά να διαλύσει τη συγκατοίκηση. Άλλη μια ένδειξη ότι το παρελθόν δε φεύγει, απλά μένει σε ένα ασφαλές μέρος μέχρι να επανεμφανιστεί.

            «Είναι περίεργο που θα τον ξαναδώ μετά από τόσο καιρό» έκανε.

            Όλες οι συναντήσεις μου με άτομα από το παρελθόν είχαν πάει χάλια, συνεπώς η αισιοδοξία μου πάνω σε αυτά τα θέματα είχε εξαντληθεί. Πίστευα πως ο χρόνος γιατρεύει μα ποτέ δε μου είπαν αν αυτός ο χρόνος είναι πολύς ή λίγος, αν αυτή η παραδοχή ισχύει για όλους, αν αυτό είναι μια από τις ατάκες που λέμε όταν θέλουμε να παρηγορήσουμε τους εαυτούς μας κι όχι κάτι που έχει αντίκρυσμα στην αληθινή ζωή.

            «Παρουσιάζει το βιβλίο του στα γενέθλια του» συνέχισε.

            Έκανε μια παύση.

            «Έχει κι η Βίκυ γενέθλια σήμερα» έκανε.

            Δεν είχα κατασταλλάξει για το αν θα της έστελνα ευχή ή όχι. Δεν αισθανόμουν συναισθηματικά έτοιμη να το κάνω. Κι αν άφηνε την ευχή αναπάντητη; Θα μπορούσε εφόσον είναι θυμωμένη μαζί μου. Κι αν γινόταν το αντίθετο – αν τη στεναχωρούσα με το να μην της ευχηθώ;

            Προσπάθησα να αποσπάσω τον εαυτό μου από τις σκέψεις αυτές. Άκουγα το φίλο του Λουκά να παρουσιάζει το βιβλίο του. Όταν τελείωσε την παρουσίαση του, έμεινε για συζήτηση και υπογραφή αντιτύπων. Εγώ έκανα νόημα στο Λουκά να πάει και το δικό του για υπογραφή. Εκείνος με κοίταξε διστακτικά.

            «Πήγαινε» του ψιθύρισα. «Αν ήταν η Βίκυ εδώ, θα της ευχόμουν»

            Κατευθύνθηκε προς το φίλο του. Η δουλειά μου είχε τελειώσει και θα το γιόρταζα με ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι του χώρου που γινόταν η παρουσίαση. Χάζεψα τη θέα. Αγαπούσα τα μπαλκόνια που έβλεπαν σε όλα τα Εξάρχεια.

            «Τι γίνεται;»

            Η πρώην συμφοιτήτρια μου, η Στέλλα, με χαιρετούσε. Τη θυμόμουν – ήταν από τα πλέον συμπαθητικά άτομα στη σχολή. Ανταλλάξαμε τα νέα μας – αυτή η διαδικασία ήταν αναγκαιότητα μετά το πτυχίο. Μου είπε για τη διπλωματική της και την αξιοπρεπή της δουλειά. Της μίλησα για τη δική μου ζωή – για το τηλεφωνικό κέντρο, για τη συγκατοίκηση.

            «Μια χαρά σου έχουνε έρθει τα πράγματα» σχολίασε. «Κι όσο για τη δουλειά, μην ανησυχείς, όλο και κάτι καλύτερο θα σου προκύψει. Είμαστε νέες κι έχουμε όλο το περιθώριο να δοκιμαστούμε σε πράγματα, όποια κι αν είναι η κατάληξη αυτών των προσπαθειών»

Bitch, you don’t know my life!, ήθελα να της φωνάξω.

«Σιχαίνομαι την πολυκοσμία»

Ο Λουκάς με τον πρώην συγκάτοικό του κάπνιζαν δίπλα μας. Ο πρώην συγκάτοικος γκρίνιαζε και σιχαινόμουν τη γκρίνια όταν δεν προερχόταν από εμένα, αλλά είχε λίγη σημασία εφόσον τους έβλεπα και πάλι μαζί.

«Χαίρομαι που έκανε επιτυχία το βιβλίο μα δεν αντέχω όλες αυτές τις προωθητικές διαδικασίες» συνέχισε ο πρώην συγκάτοικος.

«Είναι όλα μέρος μιας μεγαλύτερης διαδικασίας προς το καλύτερο» έκανε ο Λουκάς. «Εγώ χαίρομαι φουλ για ‘σένα»

Είδα το Λουκά να χαμογελάει και να εννοεί όλα όσα έλεγε. Είχα καιρό να τον δω έτσι. Χαμογέλασα κι εγώ. Θυμήθηκα πόσο καλό μου είχε κάνει που είχα βάλει το Φώτη στη θέση του. Δεν το είχα γιορτάσει όσο έπρεπε.

Γυρίζοντας σπίτι, είπα να περάσω από το διαμέρισμα του Λαέρτη. Είχαμε καιρό να μιλήσουμε. Χτύπησα το κουδούνι κι άνοιξε την πόρτα. Τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη πριν προλάβει να πει κάτι.

«Είσαι μέσα για κυνικό σεξ χωρίς συναισθήματα;» του έκανα πονηρά.

«Πάντα» έκανε αυτός.

«Mistakes undone and wasted together»