«Κι αν με δει και με βρίσει;» Ο Λαέρτης με είχε καλέσει στα γενέθλια του και φυσικά και θα βρισκόταν εκεί κι ο Περικλής. Ως υπεύθυνη ενήλικη που έχει τον…

No, Honey 2.06: Ένα πάρτι

«Κι αν με δει και με βρίσει;»

Ο Λαέρτης με είχε καλέσει στα γενέθλια του και φυσικά και θα βρισκόταν εκεί κι ο Περικλής. Ως υπεύθυνη ενήλικη που έχει τον έλεγχο της ζωής της, θα γκρίνιαζα στην Πηνελόπη κι εκείνη θα με μάλωνε και θα έπειθε ότι αυτό δεν ήταν λύση, εφόσον δε θα το έκανα εγώ για τον εαυτό μου. Ή θα ακουγόμουν τόσο κουραστική και μίζερη που θα σταματούσα μόνη μου.

«Κι αν τίποτα από όλα όσα σκέφτεσαι δε συμβεί;» έκανε εκείνη.

Πέρασε τα μαλλιά της μια φορά με την ισιωτική.

«Όλοι οι άνθρωποι σκηνοθετούμε διαλόγους στο μυαλό μας μα ποτέ δε συμβαίνουν όπως τους φανταζόμαστε» συνέχισε. «Στο ξαναλέω – άσε τα πράγματα να κυλήσουν. Είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις. Μην πνίγεσαι σε κάτι που μπορεί να μη συμβεί καν»

Έβαλα λίγο eyeliner.

«Να δώσεις χαιρετίσματα στο Φώτη» της άλλαξα θέμα. «Σε αυτόν και σε όλο το παρεάκι. Ήθελα να κάνω party crasher, αλλά έχω άλλες δουλειές απόψε»

Ήδη από την αρχή της βραδιάς μάθαινα νέες πληροφορίες για το Λαέρτη που έκαναν το πλάνο μου για party crasher να ξεχαστεί. Η πρώτη από αυτές ήταν ότι είχε πρώην. Τη λέγανε Ειρήνη. Το δεύτερο ήταν ότι κρατούσαν καλές σχέσεις – τόσο καλές που την είχε καλέσει και στα γενέθλια του. Το ένστικτό μου μου έλεγε να μην πιστεύω όλα όσα βλέπω – δεν έβγαζες εύκολα άκρη με το Λαέρτη.

«Έλλη» συστήθηκα στην κοπέλα. «Φίλη του Λαέρτη και γειτόνισσά του»

«Χάρηκα» έκανε.

«Με την Έλλη πηδιόμαστε κιόλας» πετάχτηκε ο Λαέρτης.

Η κοπέλα είχε νιώσει άβολα. Σχεδόν είχε κοκκινίσει. Εγώ του έριξα μια κοφτερή ματιά. Δεν έδειχνε να πτοείται.

Εκείνη τη στιγμή έφθασε ο Περικλής στο πάρτι. Ευχήθηκε στο Λαέρτη «χρόνια πολλά» και με χαιρέτησε τυπικά. Ένιωσα τον κόμπο στο λαιμό μου. Ο Λαέρτης μου κράτησε το χέρι. Είχα έτοιμο τον αναστεναγμό. Δε μπορούσα να τον καταλάβω πλέον – μα μπορούσα να τον συγχωρέσω λόγω της πράξης του. Η πράξη του δεν ήταν η σωστότερη – μα την εκτιμούσα γιατί με αποσπούσε.

Περίπου μια ώρα αργότερα χόρευα με το Λαέρτη και τα παιδιά. Ως τότε δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα με τον Περικλή. Κοιταζόμασταν πού και πού, αλλά τίποτα παραπάνω. Είχα επικεντρωθεί στο Λαέρτη. Τον έβλεπα να με πλησιάζει περισσότερο. Φιληθήκαμε. Μπορούσα να αισθανθώ την Ειρήνη να μας κοιτάζει. Το είχε καταλάβει κι εκείνος. Στράφηκε προς εκείνη και τη φίλησε. Εκείνη φρίκαρε κι απομακρύνθηκε. Μα τι άλλο μπορούσε να κάνει;

«Τι φάση με ‘σένα;» φώναξα στο Λαέρτη.

Δε μίλησε.

«Κάλεσες την πρώην σου» συνέχισα. «Επιλογή σου. Τη συστήνεις σε ‘μένα. Λογικό. Της λες ότι πηδιόμαστε κι η κοπέλα ένιωσε άβολα. Κακό. Μας φιλάς και τις δυο. Ακόμα χειρότερο. Έτσι το παίζεις κουλ εσύ;»

Τον είχα ξαφνιάσει.

            «Συγγνώμη» έκανε.

            Δε χρειαζόμουν κάτι άλλο για να πιστοποιήσω πόσο ανισόρροπος είναι ο Λαέρτης. Αυτό το χαρακτηριστικό του μου άρεσε και δε μου άρεσε ταυτόχρονα. Αυτές οι παραξενιές του, αυτές οι νευρώσεις του, αυτή η περίεργη παθολογία του, δε με άφηναν να δεθώ μαζί του. Δε μπορούσα να φανταστώ το μακρινό μέλλον μαζί του, ειδικά μετά από κάθε εκδήλωση της παραξενιάς του. Ταίριαζε τέλεια στην ψυχική μου κατάσταση. Μετά το Ραφαήλ, πολύ δύσκολα θα δενόμουν με κάποιον ερωτικά. Πλέον δε μπορούσα να λειτουργήσω φυσιολογικά σε σχέση. Έτσι, ήθελα κάτι ανάλαφρο και το είχα βρει.

            Έριξα μια ματιά στο τι έκαναν οι γύρω μου. Συνειδητοποίησα ότι ο Περικλής είχε ακούσει το διάλογό μας. Μου έκανε νόημα να έρθω προς το μέρος του. Χτυποκάρδι.

            «Ο Λαέρτης το χρειαζόταν» έκανε.

            «Κατάφερες να βγάλεις ποτέ άκρη μαζί του;» τον ρώτησα.

            «Ποτέ» μου είπε.

            Δεν είμαι μόνη, σκέφτηκα και χαμογέλασα.

            «Συγγνώμη που σου μίλησα απότομα εκείνο το βράδυ» άλλαξε θέμα. «Είχα κακή ημέρα και δε μου έφταιγες σε τίποτα. Καταλαβαίνω τι ήθελες να μου πεις. Παραδέχομαι ότι δεν ήμουν καλύτερος από ‘σένα, ακόμα κι αν ήθελα να φαίνεται το αντίθετο»

            Δεν ήταν. Ο χρόνος το ‘χε δείξει. Μερικές ημέρες μετά το χωρισμό μας είχε γυρίσει στην πρώην του, τη Μαργαρίτα. Με τη Μαργαρίτα ήταν μαζί πριν εκείνος πάει στρατό – και, όπως φαινόταν, δεν την είχε ξεπεράσει. Τότε δεν είχα ενοχληθεί – ήμουν αρκετά πνιγμένη από τις ενοχές μου για όλα όσα είχα κάνει εγώ που δεν είχα χώρο για κανένα άλλο συναίσθημα. Κι ο χρόνος είχε περάσει και μπορούσα να δω το μήνυμα πίσω από τις γραμμές – σίγουρα ο Περικλής με αγαπούσε και θα έκανε τα πάντα για ‘μένα μα δεν ήμασταν ο ένας για τον άλλον παρά ένα διάλειμμα από τις εμμονές μας.

            Πίστευα ότι τίποτα άλλο δε θα με ενοχλούσε εκείνο το βράδυ. Το πάρτι κύλησε ήρεμα. Μα δεν προβλεπόταν το ίδιο για το υπόλοιπο της βραδιάς. Πώς να πάει όταν η Πηνελόπη μου είχε στείλει το εξής μήνυμα:

            «Ρε μαλάκα δε μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Μπορείς να έρθεις να πάρεις;»

            Τη βρήκα σε ένα παγκάκι. Ήταν όντως στα χάλια της. Το «χάλια», βέβαια, είναι σχετικό όταν αναφέρεται κανείς σε εκείνη. Η γκλαμουριά της είναι κάτι το μη προσδιορίσιμο. Είναι το στοιχείο που την κάνει να μοιάζει σαν αληθινό διαμάντι μέσα στα faux bijoux. Το δικό της χάλια είναι πολύ ανώτερο από το δικό μας.

            Οι «φίλοι» της μπαινόβγαιναν στο χώρο του πάρτι, προσποιούμενοι ότι η Πηνελόπη δεν υπήρχε. Πήγα κοντά της. Το μάτι μου έπιασε το Φώτη που μας κοίταζε.

            «Θα έπρεπε να βοηθήσεις!» του φώναξα. «Κι εσύ κι οι δικοί σου είστε αλληλέγγυοι μόνο στα χαρτιά!»

            Αν η φίλη μου ήταν στα καλά της, θα με στραβοκοίταζε.

            «Μην πει κάποιος από τους φίλους σου ότι θέλει να βοηθάει τον κόσμο» είπα στην Πηνελόπη ενώ οδηγούσα. «Δεν θα τον πιστέψω»

            Έστριψα.

            «Μισώ κι αυτούς και τον εαυτό μου» έκανε εκείνη σιγανά.

            «Δεν έχεις λόγο να μισείς τον εαυτό σου» της είπα. «Αυτούς μπορείς να τους μισείς, είναι πιο υγιές»

            Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί ότι η Πηνελόπη μισούσε τον εαυτό της. Ήμασταν φίλες εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια. Πάντα έμοιαζε περήφανη και σίγουρη γι’ αυτό που είναι. Τόσο σίγουρη που κάποιος αφελής θα πίστευε ότι δεν έχει τρωτά  κι είναι φτιαγμένη από αστερόσκονη.

            «Μια χαρά είσαι» προσπάθησα να την πείσω. «Έχεις τη δική σου δουλειά, το δικό σου σπίτι, έχεις γνωριμίες, φιλίες και κάνεις αυτά που σου αρέσουν. Τα έχεις καταφέρει»

            Δεν την έπεισα.

            «Ε, και;» έκανε. Ξέρεις για τι δουλειά και τι γνωριμίες μιλάμε»

            Δεν την είχα πείσει.

            «Δεν τους χρειάζεσαι» της είπα. «Οι άνθρωποι αυτοί είναι φτιαγμένοι από…»

            «Πλαστικό» με συμπλήρωσε. «Ξέρω, ξέρω»

            Φθάσαμε σπίτι. Μόλις άνοιξα την πόρτα, εκείνη πήγε να ξαπλώσει στον καναπέ.

            «Τι κάνω με τη ζωή μου γαμώτο;» φώναξε.

            Ούτε κι εγώ ξέρω τι κάνω με τη δική μου, συνειδητοποίησα.

            Της χάιδεψα τα μαλλιά.

            «Τα βρήκα με τον Περικλή, στο είπα;» έκανα.

            «Λιγότερη γκρίνια» αποκρίθηκε. «Μπράβο»

            Όντως.

            «Ρε μαλάκα, δεν αντέχω να σε βλέπω να ταλαιπωρείσαι στη δουλειά που είσαι» άλλαξε θέμα. «Σε κάνει μίζερη»

            Στο κεφάλι μου ήχησε η φωνή της team leader στη δουλειά. Φώναζε συνέχεια «έλα, πέσαμε, κάντε κλεισίματα!». Κι ήταν αστείο και τραγικό ταυτόχρονα – δεν ήξερα τίποτα από closure, πώς θα το εφάρμοζα στο τηλέφωνο; Έπειτα ένιωσα να ακούω όλες τις βρισιές που μου είχαν πει οι πελάτες στο τηλέφωνο. Δεν το άντεξα ποτέ μου – υπήρχαν μέρες που παρακαλούσα να απολυθώ για να γλιτώσω αυτό το βασανιστήριο.

            «Σου αξίζει κάτι καλύτερο» συμπλήρωσε.

            Ξέσπασε σε κλάματα. Δεν το είχα προβλέψει.

            «Είσαι το μόνο άτομο που αγαπώ» εξομολογήθηκε.

            Η Πηνελόπη δε μου είχε πει ποτέ «σ’ αγαπώ». Ούτε κι εγώ της το’ χα πει. Για την ακρίβεια δεν είχα πει ποτέ σε κανέναν «σ’ αγαπώ». Ούτε σε φίλους, ούτε σε γκόμενους. Εξαίρεση ήταν ο Ραφαήλ – που, όμως, δε μου το ανταπέδιδε ποτέ. Κι ούτε θυμόμουν κάποια φίλη μου να μου έχει πει ποτέ «σ’ αγαπώ», εκτός από τη Βίκυ. Και πλέον καταλάβαινα γιατί συνέβαινε αυτό – δεν αγαπούσα καν εμένα τότε.

            «Κι εγώ σ’ αγαπώ» αποκρίθηκα και τη φίλησα.

            Πήγα να της φέρω μια κουβέρτα, να κοιμηθεί τουλάχιστον ζεστά στον καναπέ. Μόλις το έκανα, έσβησα τα φώτα, της είπα καληνύχτα κι ετοιμάστηκα να πάω κι εγώ για ύπνο.

            «Υπάρχει μια θέση για δουλειά σε κάτι γνωστούς μου» μου είπε πριν φύγω από το σαλόνι.

            Αμέσως την πήρε ο ύπνος. Πήγα στο μπάνιο να ξεβαφτώ. Κοιτάζοντας τον καθρέφτη, συνειδητοποίησα ότι η Πηνελόπη δεν είχε πετάξει κανένα χαρτάκι από αυτά που κολλούσα καθημερινά, γράφοντας τις τυχαίες σκέψεις μου. Άρχισα να τα διαβάζω. Άλλες ημέρες ήμουν καλά, άλλες δεν ήμουν κι αυτό έβγαινε σε όλα όσα έγραφα. Μα τίποτα από αυτά δεν ήταν μίζερο. Δε θα μου το επέτρεπα να είμαι μίζερη. Ξεκίνησα να τα ξεκολλάω. Η Πηνελόπη δε θα το έκανε ποτέ.

            «Λοιπόν, Έλλη, τα έχεις καταφέρει» είπα στον εαυτό μου.

            Η Βίκυ με είχε συμβουλέψει να επιβραβεύω τον εαυτό μου. Η μάνα μου ήταν πάντα επικριτική μαζί μου κι είχα μάθει να κάνω το ίδιο σε ‘μένα. Κι έβλεπα πόσο με απελευθέρωνε  Δεν είχα ευχαριστήσει ποτέ τη Βίκυ για το πάθος της να με βοηθάει και να με συμβουλεύει, ακόμα κι αν δε με ήξερε τόσο καλά.

            Ξεκόλλησα και το τελευταίο χαρτάκι. Έγραψα ένα καινούριο.

            «Όλα πηγαίνουν καλύτερα, δεν το βλέπεις;» έγραφα.

            «It don’t even matter anymore who’s wrong or right»