Είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς μεταβαίνει κανείς από το σημείο «α, ναι, μου είπαν γι’ αυτή τη σειρά» στο σημείο «ρε συ όλος ο κόσμος βλέπει αυτή τη σειρά». Λίγο από τον ψυχαναγκασμό του να βλέπω σειρές με το πρόγραμμα που φτιάχνω στο μυαλό μου, λίγο από έναν χαζό ελιτισμό που καταστέλλω όλο και καλύτερα όσο περνάνε τα χρόνια, συνήθως αργώ να ασχοληθώ με τις σειρές που βλέπουν ΟΛΟΙ.
Το Casa de Papel εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία με τον απόλυτο τρόπο, και τελικά το είδα με αρκετούς μήνες καθυστέρηση, αφού βομβαρδιζόμουν επί μήνες με ατάκες, συζητήσεις και memes. Τελειώνοντάς το, και έχοντάς το συζητήσει αρκετά, δεν έβρισκα κάποιον λόγο να γράψω κάτι γι’ αυτό, ίσως εκτός από καμιά εξυπνάδα στο ΦΒ. Όλα άλλαξαν όταν είδα το τρέιλερ της 3ης σεζόν· όσο το έβλεπα, άρχισε να χτυπάει στο μυαλό μου ένας συναγερμός σαν αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες με επικείμενη πυρηνική καταστροφή: ήμουν πλέον σίγουρος ότι περνάμε από την εποχή της μάσκας του V από το V for Vendetta στην εποχή της μάσκας του Νταλί.
Το Casa de Papel είναι μια κακή σειρά. Το σενάριο είναι παιδαριώδες, γεμάτο αχρείαστες ανατροπές που ανατρέπουν προηγούμενες ανατροπές, μέχρι να έρθει η επόμενη ανατρεπτική ανατροπή· οι ηθοποιοί είναι σχεδόν όλοι κακοί στη δουλειά τους (με εξαίρεση τον τίμιο Μπερλίν), και οι χαρακτήρες που υποδύονται είναι πιο χάρτινοι κι από χαρτονόμισμα της Μονόπολι: είναι μια σειρά γεμάτη καρικατούρες και κινούμενα στερεότυπα που προκαλούν facepalm ή νευρικό γέλιο –λ.χ. οι σκηνές όπου ο Καθηγητής μάς δείχνει πόσο έξυπνος είναι φορώντας γυαλιά, παίζοντας σκάκι, και ακούγοντας generic «κλασική μουσική» από βινύλιο· ο ρυθμός είναι κουραστικός, η ατμόσφαιρα αδιάφορη, και γενικά τίποτα σ’ αυτή τη σειρά δεν είναι πειστικό από δραματουργική άποψη –και δεν εννοώ ρεαλιστικό, εννοώ συνεπές ως προς το ίδιο το σύμπαν της σειράς. Υπάρχει, όμως, κάτι που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον μέσα σε όλο αυτό το κακοφτιαγμένο σύνολο: το πολιτικό υπόβαθρο.
Θα μπορούσε κάποιος να πει, εύλογα ίσως, πως το πολιτικό υπόβαθρο ή μήνυμα της σειράς είναι κι αυτό παιδαριώδες. Πράγματι, ο τρόπος που περνάει αυτό το μήνυμα είναι συχνά γραφικός και ακολουθεί τον άτσαλο τρόπο της σειράς σε όλα τα επίπεδα. Ωστόσο, το πολιτικό υπόβαθρο ενός έργου τέχνης, και ειδικά ενός έργου τέχνης της ποπ κουλτούρας –ειδικά όταν είναι τόσο άμεσο και προγραμματικό–, είναι κάτι πολύ ευρύτερο από τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά και νομίζω πως είναι πιο γόνιμο να αντιμετωπίζεται με διαφορετικούς όρους από το μοντάζ ή τους διαλόγους. Με άλλα λόγια, μπορεί ο τρόπος που το Casa de Papel μιλάει για την πολιτική να είναι απλοϊκός, αλλά το ίδιο το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται δεν είναι καθόλου απλοϊκό –ιδίως αν λάβουμε υπόψη την εκρηκτική εξάπλωσή του. Η τέχνη έχει, ως γνωστόν, μια σχετική αυτονομία από την πολιτική, αλλά φαίνεται πως και το πολιτικό ζητούμενο ενός έργου έχει τη δική του σχετική αυτονομία –και, κυρίως, έχει μια δεύτερη ζωή.
Αν, λοιπόν, ζείτε κάτω από κάποια πέτρα και δεν έχετε υπόψη για τι πράγμα μιλάω, όλο το ζήτημα μπορεί να συνοψιστεί σε δύο λέξεις: Bella Ciao. Από όλη την πολιτική λογική της σειράς, αυτές οι δύο λέξεις συνοψίζουν τα πάντα με έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο. Είναι πολύ εύκολο να πούμε πως μια μέτρια έως κακή σειρά από κοινού με το Νέτφλιξ καπηλεύονται επαναστατικά ιδανικά και καβαλάνε κάποιο κύμα για να βγάλουν πολλά λεφτά –και αυτό θα είναι εν μέρει αλήθεια. Ας σκάψουμε όμως λίγο βαθύτερα.
Όλη η σειρά είναι στημένη πάνω σε ένα απλό μήνυμα: ο καπιταλισμός, και ειδικά η σύγχρονη εκδοχή του που βιώνουμε στη δεκαετία της κρίσης, βασίζεται στην κλοπή τεράστιων χρηματικών ποσών από τους λαούς και στην απόδοσή τους στις τράπεζες και τους κάθε λογής «επενδυτές» –πράγμα ορθό στη βάση του. Το Casa de Papel είναι μια απόλυτα ευρωπαϊκή σειρά, με την έννοια ότι όλο της το πολιτικό υπόβαθρο πατάει στον τρόπο με τον οποίο βιώσαμε την κρίση στην Ευρώπη: με τα μεγάλα πακέτα «διάσωσης» τραπεζών, με τις κεντρικές αρχές λιτότητας της ΕΕ, και με τη συνεπακόλουθη πολιτική και κοινωνική αντίδραση στα παραπάνω. Το Casa de Papel, εν ολίγοις, είναι η ποπ απεικόνιση του κινήματος των Αγανακτισμένων, όπως αυτό εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 2011, κι από κει επεκτάθηκε με διάφορες μορφές στην Ευρώπη.
Αυτός είναι και ο λόγος –πέρα από τις σεναριακές επιλογές και τις διαρκείς ανατροπές– που αυτή η σειρά είναι τόσο δημοφιλής. Με αυτή την έννοια, το ακόλουθο κήρυγμα του Καθηγητή δεν είναι απλώς μια σεναριακή ευκολία (παρόλο που είναι και αυτό), αλλά μια συμπύκνωση και μια κατευθυντήρια γραμμή όλης της σειράς ως ποπ πολιτικής:
«Το 2011, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έβγαλε 171 δισ. από το πουθενά. Ακριβώς όπως κάνουμε κι εμείς, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ξέρεις πού πήγαν όλα αυτά τα χρήματα; Στις τράπεζες. Απευθείας από το εργοστάσιο στις τσέπες των πλουσίων. Αποκάλεσε κανείς την ΕΚΤ κλέφτη; Όχι. ‘Ενέσεις ρευστότητας’ το είπαν. Κι εγώ κάνω μια ένεση ρευστότητας, αλλά όχι για τις τράπεζες. Την κάνω εδώ, στην πραγματική οικονομία».
Αυτός ο λόγος είναι βγαλμένος απευθείας από το λεξιλόγιο των ευρωπαϊκών κομμάτων που εμφανίστηκαν ή επανεμφανίστηκαν στο απόγειο της ευρωπαϊκής κρίσης, όπως οι Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ, ενθυλακώνοντας ένα σημαντικό μέρος των Αγανακτισμένων και προσπαθώντας να προτάξουν ένα διαφορετικό αφήγημα για τις αιτίες και τη διαχείριση της κρίσης –το πού έχει καταλήξει μέχρι στιγμής αυτό είναι, βέβαια, μια άλλη ιστορία.
Παρόλο που αντίστοιχα φαινόμενα εμφανίστηκαν και στις ΗΠΑ (και αντικατοπτρίστηκαν πολιτικά στο Mister Robot), δεν είναι τυχαίο πως, ψάχνοντας κανείς κριτικές για τη, βραβευμένη πλέον, σειρά, συναντάει πολύ λίγα αμερικανικά κείμενα, τα οποία την αντιμετωπίζουν –κάπως συγκαταβατικά– ως μια απεικόνιση της ευρωπαϊκής πολιτικοκοινωνικής κατάστασης. Ταυτόχρονα στην Ευρώπη, ιδίως στη Γαλλία, συναντάει κανείς πληθώρα διθυραμβικών κριτικών, καθώς και μιμητές των ηρώων ή πράξεις συμβολικής αποδοχής τους. Ταυτόχρονα, συναντάει κανείς και περιπτώσεις όπως η απαγόρευση στην Κύπρο της συμμετοχής καρναβαλιστών που έχουν επιλέξει αυτό το θέμα ως μεταμφίεση, με δικαιολογίες που με κάνουν να υποψιάζομαι πως η συγκεκριμένη ενδυμασία προκαλεί κάποια αόριστα αισθήματα απειλής και ανατροπής. Έχουμε λοιπόν μια παράξενη και ενδιαφέρουσα συνθήκη: ένα εντελώς ευρωπαϊκό πολιτισμικό προϊόν διαδίδεται σε όλον τον πλανήτη μέσα από μια αμερικανική πλατφόρμα, για να επιστρέψει τελικά στην ήπειρο από την οποία προήλθε και να πλαισιώσει την πολιτική της ατμόσφαιρα.
Και φτάνουμε στον ελέφαντα στο δωμάτιο: στη σειρά, όπου η λέξη «αντίσταση» λέγεται ξανά και ξανά οδηγώντας σε μια ξεκάθαρη ταύτιση του θεατή με τους ληστές, έχει τοποθετηθεί σε κομβικά σημεία το περίφημο (και υπέροχο στην κανονική του εκδοχή) ιταλικό αντιφασιστικό τραγούδι «Bella Ciao», με αποκορύφωμα τους τίτλους τέλους της 2ης σεζόν, όπου ένα μοντάζ εμφανώς πολιτικά φορτισμένο απεικονίζει στρατιές ανέργων, καπιταλιστικές πρακτικές υφαρπαγής χρήματος, κ.ο.κ., ενώ παίζει το συγκεκριμένο κομμάτι. Το τραγούδι ξαφνικά εξερράγη σε virality, με αποτέλεσμα διαφορετικές εκτελέσεις, ομολογουμένως άθλια ρεμίξ, και τελικά αυτό εδώ το έκτρωμα (που πρώτοι ανακαλύψαμε στο ΣΚΡΑ-punk).
Έκανε όμως η κότα το αβγό ή όχι; Κουβάλησε η σειρά το κομμάτι, ή η δυναμική του πολιτικού μηνύματος εκτίναξε, έστω ασυνείδητα για πολλούς θεατές, τη δημοτικότητα της σειράς; Πρόκειται μάλλον για έναν συνδυασμό των δύο και για ένα δυναμικό σύνολο όπου το ένα στοιχείο τροφοδοτούσε διαρκώς το άλλο. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για το απόλυτο σύγχρονο δείγμα ενός ποπ ευρωπαϊκού λαϊκισμού αριστερίζουσας κυρίως κατεύθυνσης (ναι, δεν είναι μπαμπούλας ο λαϊκισμός· είναι ένα είδος πολιτικής με πολύ διαφορετικές, θετικές και αρνητικές εκφάνσεις, αντίθετα με όσα προσπαθούν να μας πουν διάφοροι ειδήμονες στα ΜΜΕ), όπου το «Bella Ciao» και η μάσκα του Νταλί γίνονται ισχυρά σύμβολα μιας αντικαθεστωτικής ποπ πολιτικής κουλτούρας. Όπως η μάσκα του V από το V for Vendetta έγινε το σύμβολο των –αμφιλεγόμενων σε πολλά επίπεδα– Anonymous, έτσι και η νέα ποπ μάσκα συμπυκνώνει ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και πρακτικών που αναδύθηκαν στην Ευρώπη της κρίσης. Το τρέιλερ της τρίτης σεζόν μας δείχνει ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια να στραφεί αυτό το σύμβολο προς μια μαζική χρήση, να κινηθεί σε κινηματικά επίπεδα και να δημιουργήσει ένα νέο ρεπερτόριο αντικαθεστωτικών συμβόλων.
Ταυτόχρονα, βέβαια, αυτό το σετ αντικαθεστωτικών συμβόλων γίνεται αντικείμενο οικειοποίησης αφενός από τη μαζική αγορά και κουλτούρα –με οικτρά αποτελέσματα όπως τα προαναφερθέντα ρεμίξ–, αφετέρου από επιχειρηματικούς κολοσσούς όπως το Νέτφλιξ. Εδώ υπάρχει και πάλι το τεράστιο πρόβλημα της σύγχρονης πολιτικής ποπ κουλτούρας: από τα μπλουζάκια Τσε Γκεβάρα μέχρι την εμπορική χρήση των σοβιετικών εσθέτικς και του πανκ, ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μια απίστευτη ευελιξία στο να ενσωματώνει υποκουλτούρες και αντίπαλες αφηγήσεις μέσα από τη μαζική αγορά και την κυρίαρχη κουλτούρα.
Το ότι ο δημιουργός του Casa de Papel έφτιαξε μια σειρά στοχεύοντας σε ένα ανατρεπτικό πολιτικό μήνυμα δεν αναιρεί ότι ο ίδιος άνθρωπος δημιούργησε έναν τεράστιο κύκλο εργασιών και παρήγαγε τεράστια κέρδη. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι αυτό που μένει είναι κάτι παραπάνω από μια κακή σειρά με άτσαλες πολιτικές αξιώσεις: πρόκειται για άλλη μια περίπτωση όπου πολιτική και ποπ κουλτούρα είναι αξεδιάλυτες, όπου, όσο και να χλευάζουμε ένα χονδροειδές πολιτικό υπόβαθρο, αυτό είναι εκεί και δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε.
Είναι πολύ εύκολο –και κατά τη γνώμη μου παρωχημένο– να κρίνει κανείς τέτοια φαινόμενα απλώς ως εκφάνσεις της περίφημης «κοινωνίας του θεάματος», όπου κάθε ανατρεπτικό ένστικτο των μαζών εκτονώνεται σε μαζικά προϊόντα και ανώδυνες συμβολικές πράξεις. Πιστεύω –και το έχω γράψει πολλές φορές σε αυτό το περιοδικό– ότι η πολιτική είχε, και έχει ακόμα περισσότερο πλέον, σε μια εποχή έκρηξης της ποπ κουλτούρας, πολύ στενότερη σύνδεση με το πεδίο του συμβολικού απ’ όσο συνήθως λέμε.
Προφανώς κανείς δεν περιμένει ότι το Casa de Papel θα συγκροτήσει το νέο επαναστατικό υποκείμενο ή ότι θα προτείνει μια νέα πολιτική πλατφόρμα. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, όμως, ότι, μετά από μια δεκαετία βαθιάς κρίσης, αυτή η σειρά απέκτησε μια τεράστια δυναμική που δεν μπορεί να διαχωριστεί σε καμία περίπτωση από το πολιτικό της περιεχόμενο. Φαίνεται πως δίνει στο μαζικό κοινό ένα πλαίσιο συμβόλων για να εκφραστεί ένα σύγχρονο σετ αντικαθεστωτικών αιτημάτων –και φυσικά τους το δίνει επί πληρωμή μέσα από μια γιγαντιαία πλατφόρμα κατανάλωσης ποπ κουλτούρας. Σίγουρα η περίπτωση του Casa de Papel δεν μας δίνει καμία απάντηση στο πώς λειτουργεί η πολιτική στο πεδίο της ποπ κουλτούρας ή στο αν υπάρχει τρόπος να μιλήσει κανείς ριζοσπαστικά με αυτό το ποπ λεξιλόγιο· μας βοηθάει όμως να επαναδιατυπώσουμε την ερώτηση, η οποία, όσο περνάει ο καιρός, γίνεται όλο και πιο επιτακτική.
Social Links: