Η υπάλληλος στο καφέ δίπλα από το τηλεφωνικό κέντρο με ήξερε πολύ καλά. Κάθε ημέρα τής γκρίνιαζα ενώ παράγγελνα καφέ. Εκείνη ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση….

No, Honey 2.07: Ένα νέο

           Η υπάλληλος στο καφέ δίπλα από το τηλεφωνικό κέντρο με ήξερε πολύ καλά. Κάθε ημέρα τής γκρίνιαζα ενώ παράγγελνα καφέ. Εκείνη ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση. Μου την έλεγε όταν γκρίνιαζα, μα όταν πλήρωνα κοιταζόματαν με συμπόνια. Καμία μας δεν αγαπούσε τη δουλειά της και μετρούσαμε τις ημέρες να παραιτηθούμε.

            «Να ’χεις μια όμορφη ημέρα», έκανε μόλις μου έδωσε τον καφέ.

            Γελάσαμε.

            Οι έξι ώρες του τηλεφωνικού κέντρου περνούσαν ακόμα πιο μαρτυρικά από όσο μπορεί να φανταστεί κανείς. Το είχα συνηθίσει. Συνήθως κάτι πουλούσα και περνούσε η ώρα. Μα εκείνην την ημέρα δεν πουλούσα κι η team leader, αυτή η κοντή, στριφνή τύπισσα, ήθελε να με σφάξει. Έδινε ρέστα με τις φωνές της –ή δεν είχε πιει καφέ ή είχε πιει πολλούς καφέδες μαζικά και την είχαν βαρέσει. Μου έλεγε συνέχεια «πούλα το τάδε, πες αυτό» κι ήθελα να τη βγάλω νοκ άουτ. Οι ώρες μου εκεί πέρα ήταν μετρημένες. Δεν ενέδωσα. Οπότε βάλανε τα μεγάλα μέσα. Η γραμματέας μού είπε ότι με θέλει το αφεντικό. Ήταν προφανές. Εξίσου προφανές με το «είμαι σε περίεργη φάση της ζωής μου» του συναισθηματικά μη διαθέσιμου ατόμου.

            Πήγα στο γραφείο του αφεντικού. Ο τύπος ήταν ένας σοβαροφανής επιχειρηματίας που ποτέ του δεν κατάφερε να κρύψει τη βλαχομπαρόκ αισθητική του. Δεν τον συμπάθησα ποτέ.

            «Κυρία Δημητρίου, δε θα συνεχίσουμε», έκανε. «Προσπαθήσαμε, μα δε φέραμε αποτέλεσμα»

            «Πρώτον, εγώ προσπάθησα», του είπα. «Εσείς απλά αράζατε στη γραφειάρα σας κι ερχόσασταν στα γραφεία μας αν θέλατε να μας τρομοκρατήσετε, λες και δεν ξέρουμε ότι το κάνατε γιατί είστε αφεντικό. Δεύτερον, τι αποτέλεσμα να έχετε εφόσον πουλάτε πανάκριβα προγράμματα χρησιμοποιώντας χαζές ατάκες που ούτε ένα πεντάχρονο δε θα πίστευε; Εγώ δε θα αγόραζα τίποτα από όσα πουλάτε, ακόμα κι αν με πληρώνατε να το κάνω»

            Χωρίς να πει κάτι, μου έδωσε να υπογράψω ένα χαρτί παραίτησης.

            «Είναι απόλυση», του είπα. «Υπάρχει διαφορά»

            Μόλις βγήκα από το τηλεφωνικό κέντρο, το μόνο που μπορούσα να νιώσω ήταν ανακούφιση. Ήταν σαν να είχα διατάξει να ξεφύγω από αυτή τη μιζέρια κι η επιθυμία μου είχε πραγματοποιηθεί. Επιτέλους είχα χρόνο να κάνω όλα όσα ανέβαλλα. Δε θα ξυπνούσα το πρωί. Θα διάβαζα εκείνο το βιβλίο που ήθελα. Θα ήμουν λίγο πιο κοντά στην Πηνελόπη – γιατί η Πηνελόπη με είχε ανησυχήσει φουλ μετά από τις τελευταίες της δηλώσεις.

            Ετοιμάστηκα να πάω να αποχαιρετήσω την κοπέλα στο διπλανό καφέ.

            «Απολύθηκα», της είπα.

            Χαμογέλασε αχνά ενώ έδινε καφέ σε πελάτη.

            «Και τώρα τι θα κάνεις;» με ρώτησε.

            Με έπιασε ταχυπαλμία. Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Δεν ήμουν πλέον φοιτήτρια. Δε ζούσα στο πατρικό μου. Πλήρωνα ενοίκιο. Το νοίκι δε θα πληρωνόταν από μόνο του. Ούτε το σούπερ μάρκετ. Ούτε καν ο καπνός από το περίπτερο.

            Πήγα σπίτι με τα πόδια. Δε θα έπαιρνα μετρό εκείνη την ημέρα. Είχα ανάγκη να κάνω μια βόλτα. Ξεκίνησα από το Μοναστηράκι και κατέληξα στα Εξάρχεια. Έριχνα ματιές στον κόσμο που έπινε καφέ. Μου φάνηκε πως είχα δει τη Βίκυ μέσα σε ένα μαγαζί με μια παρέα. Δείλιασα. Ντρεπόμουν να τη χαιρετήσω. Ήθελα να πάρω closure, αλλά όχι σήμερα. Η καρδιά μου σφιγγόταν όσο την έβλεπα από μακριά μα δεν είχα κανένα θάρρος να την πλησιάσω. Ίσως όλο αυτό είχε μια υποσυνείδητη πτυχή –ίσως απλά με βόλευε να μην κάνω ποτέ τίποτα γι’ αυτό και να γκρινιάζω, κυρίως γιατί είναι πιο εύκολο να μην κάνεις τίποτα παρά να κάνεις πολλά.

            Γύρισα σπίτι. Η Πηνελόπη είχε προλάβει να επιστρέψει πριν από εμένα και διάβαζε ένα βιβλίο ξαπλωμένη στον καναπέ.

            «Απολύθηκα», της είπα. «Τι θα κάνω τώρα με τη ζωή μου;»

            Έκλεισε το βιβλίο της και σηκώθηκε από τον καναπέ.

            «Στροφή στο νιχιλισμό», μου είπε.

            «Αυτό το έχω κάνει ήδη», έκανα.

            Έπιασε το κινητό της.

            «Θα πάρω τηλέφωνο για εκείνη τη δουλειά που σου έλεγα, για να σε συστήσω», μου είπε. «Θα δουλεύεις με καλλιτέχνες που ξέρω ότι μισείς μα θα είσαι σε ανθρώπινες συνθήκες και θα μπορείς να φέρνεις αρκουδάκια στο γραφείο»

            Μία εβδομάδα αργότερα, με κάλεσαν για συνέντευξη. Είχα πολλές ατάκες στο μυαλό μου, που τελικά δε θα έλεγα. «Μισώ την καλλιτεχνική σας δηθενιά, αλλά θέλω τη δουλειά». «Το μεγαλύτερό μου όνειρο είναι να αντέξω τη βλακεία σας». «Έχω νιώσει περισσότερα συναισθήματα σε μια ημέρα απ’ όσα έχετε ζήσει εσείς σε όλη σας τη ζωή».

            Ο διευθυντής ήταν νέος και κουλτουριάρης –φαινόταν από το ντύσιμό του, από όλα αυτά τα ακριβά ρούχα του. Άφησε ένα χαμόγελο μόλις με είδε να μπαίνω. Μου έκανε μερικές ερωτήσεις για το τι έχω κάνει στη ζωή μου. Του είπα όλο το βιογραφικό μου απ’ έξω.

            «Όχι» με διέκοψε. «Τι έχεις κάνει στην προσωπική σου ζωή;»

            «Αυτό είναι υλικό για σαπουνόπερα» αποκρίθηκα.

            Το σημείωσε.

            «Βλέπω πως γεννήθηκες Νοέμβριο», μου είπε. «Είσαι Σκορπιός;»

            «Ναι», του είπα.

            Ήθελε να με τρελάνει.

            «Εγώ είμαι Παρθένος», είπε. «Ξέρεις πώς θα πάει η χρονιά για μένα;»

            «Καλά, απ’ όσο έχω ακούσει», έκανα. «Αλλά οι Παρθένοι είστε απαίσιοι γενικά»

            Μόλις είχα πει το υποψήφιό μου αφεντικό «απαίσιο». Δε με περίμενε απλά η ανεργία. Η εξορία με περίμενε.

            «Ναι, κι εγώ με βρίσκω απαίσιο γενικά», έκανε ανέκφραστα. «Έλα αύριο για δοκιμαστικό»

            Έτσι κι έγινε. Πέρασα τη φάση του δοκιμαστικού με επιτυχία. Ήμουν έτοιμη να δουλέψω εκεί, να κάνω αυτή τη δουλειά της γραμματέως που κάποιος έπρεπε να κάνει.

            «Τώρα θα είμαι συνέχεια με άτομα που σιχαίνομαι!», έλεγα στην Πηνελόπη.

            «Ε, δε μπορούμε να τα έχουμε όλα», έκανε εκείνη.

            Τελικά είδα κι ένα γνώριμο πρόσωπο. Υπέθεσα ότι η κύρια δουλειά του ήταν να εμφανίζεται στα πιο απίθανα σημεία –στο μαγαζί που πίναμε κρασί με τη Βίκυ και την Πηνελόπη, στο πάρτι που κεράτωσα τον Περικλή. Το αφεντικό μου μου τον σύστησε ως το παιδί που έρχεται να συντηρήσει το site της εταιρείας. Ο Κλεάνθης, το απωθημένο της Βίκυς, ήταν πάλι μπροστά μου.

            Καθόταν στο διπλανό μου laptop. Τον άκουγα να ψιθυρίζει κάτι. Απ’ όσο είχα καταλάβει, το site έκανε ναζάκια. Θυμήθηκα πως δεν του είχα φτιάξει καφέ. Τον ρώτησα πώς τον ήθελε και του έφερα έναν.

            «Όλα είναι καλύτερα όταν πίνεις καφέ», του είπα.

            «Ναι», συμφώνησε.

            Πληκτρολόγησε κάτι στο laptop.

            «Πόσο καιρό είσαι εδώ;», με ρώτησε.

            «Λίγο», έκανα. «Εσύ;»

            «Είμαι εδώ κανένα χρόνο ως εξωτερικός συνεργάτης»

            Συμπλήρωσα ένα Excel.

            «Σε θυμάμαι σερβιτόρο», του είπα.

            «Ναι, ήσουν μαζί με τη Βίκυ τότε», έκανε.

            Γιατί παίζεις με τον πόνο μου, Κλεάνθη;

            «Δεν είμαστε πια φίλες με τη Βίκυ», τον πληροφόρησα.

            «Καλά, η Βίκυ έχει αλλάξει πολύ από τότε», μου είπε.

            Γούρλωσα τα μάτια μου.

            «Δηλαδή;», τον ρώτησα.

            «Μου έκανε ερωτική εξομολόγηση μεθυσμένη σ’ ένα πάρτι», μου απάντησε. «Ήταν φουλ άβολο»

            Κοκκίνισε αμέσως.

            «Δεν έπρεπε να στο πω αυτό», έκανε.

            «Δεν πειράζει», τον καθησύχασα.

            Μάλλον είχε χωρίσει με τον Λάμπρο. Κάποτε θα γινόταν κι αυτό. Ποτέ δεν τον ήθελε πραγματικά. Ευχόμουν να ήταν με κάποιον άλλον, πιο λειτουργικό για εκείνη. Της άξιζε κάτι καλύτερο. Αυτό θα το πίστευα ανεξαρτήτως με το ποια ήταν η σχέση μας –τίποτα δε με εμπόδιζε να ελπίζω για το καλύτερο για εκείνην.

            Το αφεντικό μου ήρθε προς το μέρος μου.

            «Πάρε το Φώτη τον Αναστασόπουλο», έκανε. «Είναι ένας φωτογράφος και τον θέλουμε για ένα project. Πες του να μιλήσει μαζί μου»

            «Έγινε», έκανα.

            Άνοιξα το Excel για να βρω τον αριθμό του.

            «Αυτός βγαίνει με τη Βίκυ», μου είπε ο Κλεάνθης.

            Τόσο λάθος.

            «The world turned upside down»