Όλοι το θυμήθηκαν αργά Ότι ήταν κάποτε και αυτοί παιδιά Και τους άρεσε να πολεμάνε Τώρα γέροι αν τους ακούσεις όλο γι’ αυτά μιλάνε The Boy   Ήταν ένα αυτοκόλλητο…

Δεκέμβρης: 10 χρόνια μιας αδιαχείριστης μνήμης

Όλοι το θυμήθηκαν αργά

Ότι ήταν κάποτε και αυτοί παιδιά

Και τους άρεσε να πολεμάνε

Τώρα γέροι αν τους ακούσεις όλο γι’ αυτά μιλάνε

The Boy

 

Ήταν ένα αυτοκόλλητο πάνω στο ψυγείο. Έγραφε: «Το ότι έχουμε τον Δεκέμβρη μέσα μας, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον βγάζουμε πού και πού προς τα έξω».

***

Οι αφηγήσεις του Δεκέμβρη συνήθως σταματάνε στην ηρωικότητα των ημερών. Λίγοι μιλούν για την απογοήτευση που ακολούθησε· για αυτούς και αυτές που δεν την «πάλεψαν», για αυτούς και αυτές που «υπέγραψαν», για αυτούς και για αυτές που την έκαναν από δω. Ο Δεκέμβρης άλλωστε πολύ γρήγορα έγινε θέαμα, θέμα διδακτορικών διατριβών, καλαίσθητα ημερολόγια, φθηνές ρεκλάμες και άψυχα στιχάκια.

Όταν γράφαμε στους τοίχους «Ο Δεκέμβρης ήταν μόνο η αρχή» και πιστεύαμε σε κάθε λέξη αυτής της φράσης, κανείς δεν έβλεπε ότι ο Δεκέμβρης ήταν συγχρόνως και ένα τέλος –ένα τέλος βαθιά χωμένο στο άνοιγμα ανάμεσα στο προσωπικό και στο πολιτικό. Από τότε η μηχανή στο τρένο αυτής της ελπίδας έχει χαλάσει και καθόμαστε ώρες σε κάποιον επαρχιακό σταθμό περιμένοντας την αλλαγή της. Εν τω μεταξύ φασίστες έκαναν την εμφάνισή τους, οι λέξεις «ένσημα», «μισθός» και «νοίκι» μπήκαν στην καθημερινή κουβέντα, κάποιοι φίλοι και φίλες έκαναν παιδιά, άλλοι/-ες άρχισαν να παίρνουν χάπια και άλλοι/-ες κυνήγησαν ακαδημαϊκές καριέρες· η αυλή της Βίλας χάθηκε, πολλοί και πολλές πιέστηκαν να αφεθούν στο τέρας της καθημερινότητας που τους κατέτρωγε και άλλοι/-ες φόρεσαν παντόφλες και άνοιξαν την τηλεόρασή τους. Οι ελληνικές σημαίες έπνιξαν τον χώρο και ο χρόνος δεν κερδήθηκε ποτέ.

Ο Δεκέμβρης δεν ήταν η αρχή αλλά το τέλος. Το τέλος της αθωότητας, αλλά και το τέλος του αυθορμητισμού –συλλογικού και ατομικού. Μια επιβεβλημένη, άλλα άχαρη ωριμότητα κάλυψε αρκετά γρήγορα τις διαδοχικές μας ήττες. Οι επαναλαμβανόμενες πορείες έμοιαζαν συχνά σαν συνάξεις παλαιών συμμαθητών και το «καγκελάκι» του σαββατόβραδου με ένα τυπικό τσούγκρισμα ποτηριών. Ένα μέρος του συναισθηματικού μας πλούτου χάθηκε μέσα στις σχολές πολεμικών τεχνών και στις macho συμπεριφορές. Δεν αργήσαμε τελικά πολύ να καταλάβουμε ότι δεν θα είμαστε η γενιά των μεγάλων εξεγέρσεων και ότι ο ρόλος μας θα είναι να κρατάμε απλά τη φλόγα ζωντανή. Η αποδοχή ότι είμαστε μειοψηφίες, νησίδες σε μια θάλασσα σκατών και αυτή η συνθήκη δεν αλλάζει μόνο από μερικές ημέρες.

Οι αταβιστικές προσπάθειες να ξαναφτιάξουμε το Δεκέμβρη απέτυχαν. Γιατί ο Δεκέμβρης δεν ήταν μόνο η βία του, αλλά μια ολόκληρη τελετουργία κινήσεων και πρακτικών μέσα στη μητρόπολη. Η σκέψη ότι μπορούμε να απελευθερώσουμε τις ενυπάρχουσες σχέσεις και να επανασυνθέσουμε όλες τις παγιωμένες έννοιες στο κοινωνικό λεξικό: τον έρωτα, το εμπόρευμα, τη μολότοφ. Γι’ αυτό καμία πλατεία, 5η Μάη ή 12η Φλεβάρη δε θα μας χαρακτηρίσει ποτέ.

Άρα τι έμεινε από τότε;

Έμεινε η μνήμη. Το προνόμιο να βάζουμε τον δικό μας Δεκέμβρη δίπλα στους άλλους Δεκέμβρηδες της ιστορίας. Το δικαίωμα να μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη «εξέγερση» χωρίς να είναι κούφια ή κάποιο ανθρωπολογικό «case study», αλλά γεμάτη με νύχτες που δεν τελείωναν το ξημέρωμα. Η αξίωση να μπορούμε να ελπίζουμε ότι το τέλος της ιστορίας δεν ήρθε, ούτε και θα έρθει. Να διηγούμαστε αυτή τη μνήμη, να μη φοβόμαστε, να στεκόμαστε περήφανοι και περήφανες όταν μιλάμε για αυτή.

Έμεινε το σθένος να υπερασπιζόμαστε τα εδάφη μας. Γιατί τη γιορτή του Δεκέμβρη την ακολούθησε η ενορχηστρωμένη χειμερία νάρκη της αντιεξέγερσης. Και όταν όλοι χαριεντίζονταν με το τέρας του φασισμού, ήταν τα παιδιά του Δεκέμβρη που έβαλαν το σώμα τους ως οδόφραγμα. Και είναι αλήθεια πως το κόστος δεν ήταν μικρό. Από τα τασάκια και τα νερά που έπεφταν από τα μπαλκόνια μέχρι τους άγριους ξυλοδαρμούς από μπάτσους και τις επιθέσεις σε καταλήψεις και στέκια. Και υπήρχαν μέρες που φοβόμασταν να αφισοκολλήσουμε ή ακόμα και να περπατήσουμε τις γειτονιές μας και δεκάδες σύντροφοι και συντρόφισσες φορτώθηκαν με συλλήψεις και δικαστήρια που ακόμα τα σέρνουν.

Έμεινε ακόμα η λέξη της αλληλεγγύης στην πιο εμπράγματη μορφή της. Η πίστη στις κοινότητές μας, σε αυτά που μισούμε και σε αυτά που αγαπάμε στο εδώ και στο τώρα. Το να έχουμε πάντα ακονισμένη τη λεπίδα της εξέγερσης και τα αυτιά μας κλειστά σε όσους υπόσχονται απλές λύσεις σε δύσκολα προβλήματα.

***

Τελευταία φορά είδα το αυτοκόλλητο ένα πρωινό καθώς έφευγα βιαστικά με το στομάχι μου σφιγμένο.  Έχει περάσει κάποιος καιρός από τότε. Δεν ξέρω πλέον ακριβώς πού είναι εκείνη η εποχή, το ψυγείο και το αυτοκόλλητο. Mου μένει πλέον μόνο αυτή η αδιαχείριστη μνήμη: ο ήχος της φωτιάς, η λάμψη των λέιζερ και η μυρωδιά του δακρυγόνου.

  • Social Links: