Η Πηνελόπη δεν αγαπούσε πραγματικά τη δουλειά της. Συνεργαζόταν με άτομα που δεν εκτιμούσε πραγματικά. Πολλοί από αυτούς ήταν φίλοι της. Έτσι έλεγε στον εαυτό της, ότι ανήκαν σε αυτή…

No, Honey 2.08: Πηνελόπη

Η Πηνελόπη δεν αγαπούσε πραγματικά τη δουλειά της. Συνεργαζόταν με άτομα που δεν εκτιμούσε πραγματικά. Πολλοί από αυτούς ήταν φίλοι της. Έτσι έλεγε στον εαυτό της, ότι ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, ότι ήταν όντως φίλοι της μα ήξερε ότι όλα αυτά ήταν ψέματα. Δεν ήταν πραγματικοί της φίλοι. Δεν της διευκόλυναν τη ζωή με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν την έκαναν να χαμογελάει, δεν τους έλεγε τα εσώψυχά της, δεν μπορούσε καν να τους εμπιστευτεί.

«Μπορώ να σου μιλήσω λίγο;».

Ο Φώτης θα τη φωτογράφιζε εκείνη την ημέρα –οπότε για εκείνη θα ήταν αφόρητη. Πριν ξεκινήσουν, ήθελε να της μιλήσει ιδιαιτέρως. Αυτός ο άνθρωπος την τρόμαζε κι οι εντολές του αυτές την τρόμαζαν ακόμα περισσότερο. Του έγνεψε καταφατικά –είχε άλλη επιλογή; Έμειναν οι δυο τους.

«Στις ομορφιές σου», την κολάκευσε.

Εκείνη χαμογέλασε.

«Αλλά είσαι απλά όμορφη», συνέχισε. «Δεν έχεις ιδιαίτερα προσόντα για να κάνεις πολλά πράγματα. Αν είχες, δεν θα είχες στραφεί σε μένα για να σου βρω αυτή τη δουλειά. Οπότε να είσαι καλή μαζί μου, γιατί χωρίς εμένα δεν θα πας πουθενά»

Τέτοια σχόλια τα άκουγε συνεχώς από τον Φώτη. Και δεν ήταν ο μόνος: όλοι είχαν να πουν παρόμοια πράγματα για εκείνη. Κι εκείνη τους έθαβε –γιατί έτσι παιζόταν το παιχνίδι. Αν δεν τα έλεγαν στη μούρη της, την έθαβαν πισώπλατα. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν αυτό τον μηχανισμό επιβίωσης κι έπρεπε να τον ακολουθήσει για να επιβιώσει δίπλα τους.

Η καλύτερη ώρα ήταν για εκείνη η ώρα του σχολάσματος. Ήταν η ώρα που συνειδητοποιούσε ότι είχε βαρεθεί να παριστάνει τη χαρούμενη, τη συμπαθητική, τη δημοσιοσχετίστρια. Κάθε φορά που έπαιρνε τον δρόμο για το σπίτι, φρόντιζε να φοράει γυαλιά ηλίου για να μην τη δει κανείς να κλαίει. Δεν ήθελε να τη δει ούτε η Έλλη σε αυτήν την κατάσταση. Ποτέ.

Ήθελε να κάνει μια έκπληξη στη συγκάτοικό της. Να κάνει μια δουλειά του σπιτιού. Να της μαγειρέψει. Να προσπαθήσει έστω. Να αψηφήσει τον φόβο της μήπως κάψει το φαγητό, το σπίτι, τη σχέση τους. Η Έλλη είχε τόσο μεγάλη επίγνωση αυτής της ανικανότητάς της και την ανεχόταν. Αυτή η ανοχή είχε γίνει πολύ μεγάλο κομμάτι της σχέσης τους. Κι η Έλλη άξιζε ένα μεγάλο «ευχαριστώ γι’ αυτήν».

Η Πηνελόπη αποφάσισε να μαγειρέψει μετά μουσικής. Ξεκίνησε να μαγειρεύει. Θα της έφτιαχνε μακαρόνια. Αυτό ήξερε να το κάνει. Ήταν αδύνατο να αποτύχει. Η συνταγή δεν προυπέθετε κάποιο ταλέντο, κάποια πολύπλοκη διαδικασία. Όλοι ήξεραν να το κάνουν.

Αλλά όχι, σκέφτηκε. Δεν μπορώ να το κάνω. Είμαι άχρηστη. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα σωστά. Είμαι απλά τυχερή. Τυχερή. Όχι ικανή. Έχει διαφορά. Άφησε την κατσαρόλα κι έκλεισε το μάτι της κουζίνας. Άρχισε να κλαίει στον καναπέ ενώ στο λάπτοπ έπαιζε το «No One Is Ever Going To Want Me». Μισούσε τόσο την ύπαρξή της. Ένιωθε πως είναι ένα κοσμικό λάθος. Τίποτα δεν της πήγαινε καλά

Χτύπησε κουδούνι. Είχε ξεχάσει ότι θα ερχόταν ο Λουκάς. Σκούπισε τα δάκρυά της. Σταμάτησε το πένθιμο αυτό κομμάτι. Θα έβαζε κάτι πιο χαρούμενο. Μια Ariana Grande.

«Αυτή είναι η ζωή μου τώρα!» φώναξε ο Λουκάς μόλις ξεκίνησε να παίζει το «No Tears Left To Cry».

Παύση.

«Προφανώς αστειεύομαι», έκανε.

«Μπορώ να δώσω νόημα στη ζωή σου», του είπε η Πηνελόπη. «Θα με βοηθήσεις να φτιάξω φαγητό;».

Δέχθηκε. Πέρασαν στην κουζίνα.

«Ούτε μακαρόνια ρε Πηνελόπη;», την πείραξε.

Πού να του εξηγήσει; Τον έβλεπε να κάνει τις απλές διαδικασίες που αυτή δεν μπορούσε. Ήταν ανακουφισμένη. Τι θα έκανε αν δεν υπήρχαν οι άλλοι;

«Λοιπόν, είμαι ανήσυχος για κάτι», της είπε ο Λουκάς ενώ μαγείρευε.

«Τι;», τον ρώτησε εκείνη.

«Η Βίκυ βγαίνει με έναν τύπο πάρα πολύ μαλάκα»

Η Έλλη της είχε πει ότι ο Φώτης κι η Βίκυ έβγαιναν. Η ανησυχία του Λουκά ήταν δικαιολογημένη. Κι εκείνη είχε πολλά να πει για τον Φώτη. Μα δεν μπορούσε να τα πει. Δεν μπορούσε να μιλήσει όταν άκουγε το όνομά του. Πώς να αρθρώσει λέξη, όταν το μόνο που έκανε αυτός ο τύπος είναι να τη μειώνει συνέχεια;

Έριξε μια ματιά στο κινητό της. Περίμενε μήνυμα από την Εβελίνα, να της απαντήσει αν θα έβγαιναν τελικά. Τίποτα. Ούτε καν το είχε διαβάσει. Πάντα έτσι κατέληγε. Και πάντα εκείνη θα έστελνε αν ήθελε κάτι επαγγελματικά. Ήταν ξεκάθαρη. Μόνο επαγγελματικές επαφές.

«Έτοιμα τα μακαρόνια!», έκανε ο Λουκάς. «Τέρμα η σιωπή κι η περισυλλογή!»

Ξεκίνησε να σερβίρει.

«Θα έρθει η Έλλη όπου να ‘ναι», του είπε η Πηνελόπη.

Στις παρέες, στις πραγματικά συνδεδεμένες μεταξύ τους παρέες, υπάρχει μια ιδιότυπη πλην απαραίτητη ισορροπία. Όταν τα περισσότερα μέλη δεν είναι καλά, υπάρχει κάποιος που είναι καλύτερα και κρατάει τους υπόλοιπους ενωμένους. Η Έλλη κι ο Λουκάς πίστευαν ότι η Πηνελόπη ήταν αυτό το άτομο, με τις λογικές της συμβουλές. Μα δεν ήταν. Η Έλλη ήταν αυτό το άτομο. Ακόμα κι αν δεν το πίστευε η ίδια, βρισκόταν σε καλύτερο σημείο από αυτούς.

Η Έλλη γύρισε στο σπίτι. Ο Λουκάς τής έκανε νόημα για φαγητό. Για την Πηνελόπη, ήταν η ώρα που θα μπορούσε να είναι χαρούμενη. Η ώρα που δεν είχε να ασχολείται με τους άλλους «φίλους» της. Η ώρα που μετρούσε περισσότερο από κάθε ψήγμα της ιδιότητάς της ως όμορφου μοντέλου, ως συμπαθητικής ηθοποιού, ως ενός καλού κονέ.

Παρόλα αυτά χρειαζόταν ακόμα τον χώρο της να κλάψει. Πήγε στο μπάνιο, δήθεν για να πλύνει τα χέρια της μετά το γεύμα. Έβαζε σαπούνι και δάκρυζε ταυτόχρονα. Έριχνε γρήγορες ματιές στον χώρο –ήταν μια νευρική της αντίδραση. Πρόσεξε τα χαρτάκια της Έλλης. Έγραφε «όλα θα πάνε καλύτερα». Ήθελε να το πιστέψει. Σταμάτησε να δακρύζει.

Φαντάστηκε ότι στον νιπτήρα υπήρχαν χαρτιά ζωγραφισμένα με τους «φίλους» της ζωγραφισμένους. Σε αυτή την παράλληλη πραγματικότητα βουτούσε αυτά τα χαρτιά στο νερό της βρύσης για να καταστραφούν. Ακόμα και τότε, όμως, κάτι δεν πήγαινε καλά. Βρισκόταν το πορτρέτο της ανάμεσά τους και μούλιαζε πρώτο.

«Τι κάνεις τόση ώρα;», της γκρίνιαξε η Έλλη.

Όχι, το πορτρέτο της δεν θα καταστρεφόταν από το νερό.

«You, always end up sticking to me».